Θέλω να πιστεύω πως ούτε ο Τόμας ντε Κουίνσι (1785-1859), παρά την αχαλίνωτη φαντασία του, υποβοηθούμενη από τη συστηματική χρήση οπίου, όταν έγραφε τη «Δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών» (1827), δεν υποπτευόταν ότι με το πόνημά του αυτό δημιουργούσε ένα λογοτεχνικό ρεύμα που μελλοντικά θα επιχειρούσε να συνενώσει τις επτά καλές τέχνες με τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα: η λαγνεία ως μία εκ των καλών τεχνών, η απληστία, η λαιμαργία κ.ο.κ. Μολονότι η υποκρισία δεν συμπεριλαμβάνεται στα επτά θανάσιμα, που ταξινόμησε ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ στη διατριβή του «Magna moralia», έχει αναχθεί επίσης σε μία από τις καλές τέχνες, ιδίως από τότε που μεταλαμπαδεύτηκε στον πολιτικό μας στίβο· προ αμνημονεύτων ετών.

   Είναι αλήθεια πως δεν έχουμε στερηθεί ψυχαγωγικών θεαμάτων τα τελευταία τέσσερα χρόνια, κάτι που οφείλουμε επιτέλους ν’ αναγνωρίσουμε στην προσφιλή μας συγκυβέρνηση. Ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες, έχουμε την αίσθηση πως «αλλάξαμε πίστα» κι ένας άνεμος φρεσκάδας ήρθε ν’ αναζωογονήσει το κουρασμένο και κουραστικό είδος της φαρσοκωμωδίας. Οι δηλώσεις κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής του Επιτροπής στον Βοτανικό όσο και σε φίλα προσκείμενα sites κι έντυπα, η αμηχανία και η έκπληξή τους για τον «Τυφώνα Πάνο» μας θυμίζουν εκείνους τους φιλήσυχους νοικοκυραίους που βγαίνουν στα κανάλια να μιλήσουν για τον serial killer γείτονά τους κι έχουν να πουν μονάχα τα καλύτερα: «Μα ήταν τόσο ήσυχος άνθρωπος», «Δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα», «Πέσαμε από τα σύννεφα»…

   Είναι αλήθεια επίσης ότι ο γάμος Τσίπρα – Καμμένου απευθυνόταν σ’ ένα εκλογικό σώμα όπου η ευθυκρισία δεν ήταν, δεν είναι και (probably) δεν θα είναι το πιο δυνατό του σημείο. Βεβαίως, επειδή πάντοτε οι πολιτικοί κάνουν το σφάλμα να υπερτιμούν τους ψηφοφόρους τους, τα πιτσουνάκια κράτησαν μια πισινή – για τον φόβο των Ιουδαίων, που λένε – και δεν φανέρωσαν το ειδύλλιό τους παρά την υστάτη, λίγες εβδομάδες πριν από τις πρώτες εκλογές του 2015. Την εποχή που αγαθιάρηδες σαν κι εμένα ήταν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, το όνομα του Πάνου Καμμένου δεν αναφερόταν στις κομματικές συζητήσεις παρά μόνο για «δούλεμα». Οταν όμως ο έρωτας και ο βήχας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν γινόταν πια να κρυφτούν, ο Τσίπρας έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να βαφτίσει το κρέας ψάρι (εκεί θα έπρεπε να εντοπίσουμε και μια πρόωρη απόπειρα για απομάκρυνση από τον δεδηλωμένο αθεϊσμό του, με την υιοθέτηση εκ μέρους του αυστηρά καλογερικών μεθόδων). Κόντρα στα αναρίθμητα τεκμήρια περί του αντιθέτου, στην κοινή λογική και σε αυτή ταύτη την αίσθηση του χιούμορ ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε – χωρίς να ραγίσει καν η φωνή του από ένα ορμητικό υπόγειο κύμα γέλιου – ότι ο Πάνος Καμμένος δεν ήταν «ακροδεξιός», αλλά «κεντροδεξιός». Τι «άκρο», τι «κέντρο»; Ωχ, αδερφέ. Μην είσαι τόσο ψείρας.

Είναι φανερό πως το καινούργιο τροπάρι από τα χείλη του Φώτη Κουβέλη, που ως νεοφώτιστος σώγαμπρος επιδεικνύει και μεγαλύτερο ευρηματικό ζήλο – «η συγκυβέρνηση ήταν εξαρχής ειδικού σκοπού» -, θα βρει και πάλι ευήκοα ώτα. Ο πρώτος λόγος είναι ότι κανένα κορόιδο δεν επιθυμεί να παραδεχτεί ότι ήταν τόσο κορόιδο ώστε να πιαστεί κορόιδο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το συγκεκριμένο κορόιδο πάσχει και από περιοδικές κρίσεις μεγαλείου, διότι οι μακρινοί του πρόγονοι έχουν αναγνωριστεί παγκοσμίως ως κάθε άλλο παρά κορόιδα. Υπάρχει κι ένας τρίτος λόγος. Μια διαχρονική λανθάνουσα αδυναμία προς τους μπαγαπόντηδες. Προς τους κατεργαράκους που άλλα λένε και άλλα κάνουν. Μια συμπάθεια που μεταλλάσσεται σε ψήφο.