Στον καθημερινό λόγο η έκφραση «παρηγοριά στον άρρωστο» ταυτίζεται με την αδυναμία του λόγου να γίνει πράξη. Μοιάζει με προσομοίωση βοήθειας τη στιγμή που κάποιος έχει πραγματική ανάγκη. Μέσα από την ανάγνωση του «Καιρού της παρηγοριάς», όμως, αποδεικνύεται πόσο παρεξηγημένη ήταν ανέκαθεν αυτή η έκφραση. Είναι προφανώς ξόδεμα χρόνου και ξόδεμα λόγων – αυτό το αντιλαμβάνεται κάθε φορά ο παρηγορητής, που προσφέρει απ’ το περίσσευμά του. Είναι, όμως, και δόσιμο χρόνου, ένας δεσμός που βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ ανθρώπων. Οσους επάλληλους κύκλους κι αν δημιουργεί ο Μικαέλ Φεσέλ στον «Καιρό της παρηγοριάς» (εκδ. Πόλις, μτφ. Μαριάννα Μαντά), στο επίκεντρο της γοητευτικής ανάλυσής του βρίσκεται πάντα η γενναιοδωρία: «Το συμπλήρωμα δεν είναι απλώς ένα απατηλό υποκατάστατο της γιατρειάς, είναι επίσης μια προσθήκη σε σχέση με μια απώλεια που βιώνεται μέσα στη μοναξιά. Μια κουβέντα, μια χειρονομία ή ένα βλέμμα αξίζουν εδώ όσο ισάριθμες απόπειρες για να σφυρηλατηθεί και πάλι ένας δεσμός που έχει διαρραγεί από την οδύνη».

Ο καθηγητής φιλοσοφίας στην Ecole Polytechnique και σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού «Esprit» έχει δίκιο ήδη απ’ την εκκίνησή του: η νεωτερική φιλοσοφία άφησε την παρηγοριά να της φύγει μέσα από τα χέρια και την παρέδωσε στη θρησκεία και την ψυχολογία. Εμεινε ταγμένη στον δρόμο της «διαύγειας», ενός λογικού επιχειρήματος απέναντι σε κάθε δυστυχία. Μ’ αυτόν τον τρόπο έχασε τα πρωτεία που είχε – από την εποχή του Πλάτωνα – στον λόγο που αντιμάχεται την «οδύνη της οδύνης», σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Γκέοργκ Ζίμελ. Οι ηθικολόγοι μάλιστα της φιλοσοφίας είναι καχύποπτοι ακόμη και στην πλέον αυθόρμητη έκφραση του πόνου: τα δάκρυα του Αλλου, που αποζητούν μια παρηγορητική χειρονομία χωρίς να το φωνάζουν. Αλλά και τα δάκρυα εκείνου που παρηγορεί, επειδή δεν μπορεί να φωνάξει κάτι άλλο. Γι’ αυτή την «κοινότητα των δακρύων» ο Φεσέλ παραπέμπει στις «Εξομολογήσεις» του Αγίου Αυγουστίνου, ένα από τα πλέον αναζωογονητικά κεφάλαια στην ανάλυσή του.

Στο πέρασμα του χρόνου, αυτό που απέτυχε να λύσει η φιλοσοφία, το κληροδότησε ως ερώτημα στη νεωτερική εποχή. Το υπενθυμίζει ο Στιγκ Ντάγκερμαν στο σύντομο κείμενό του «Η ανάγκη μας για παρηγοριά…» (Μελάνι), όπου αναζητά «κάτι περισσότερο από μια παρηγοριά». Ο άνθρωπός μας που έφυγε ή ο παράδεισος που χάθηκε δεν θα επιστρέψουν πίσω όσα δάκρυα κι αν χυθούν, ο παρηγορητής θα έρχεται μονίμως αργά στις ζωές μας, η ρητορική του δεν θα μπορεί να ανασυστήσει τον χαμένο χρόνο. Θα ακούγεται όμως στο όνομα της αλληλεγγύης. Παρηγορούμε κάποιον «για να του δώσουμε τα μέσα να κοιτάξει αλλιώς ό,τι τον συντρίβει, έτσι ώστε η λύπη του παρόντος να μην κατακλύσει το πεδίο των δυνατοτήτων».

Και εδώ υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο ο Φεσέλ δεν κατονομάζει ως τέτοιο, αλλά μονίμως υπονοεί: η ηθική του παρηγορητή.

Ο τελευταίος γνωρίζει ότι συμμετέχει σε μια διαδικασία με τους δικούς της κανόνες (αυτό που στο βιβλίο ορίζεται ως «Γραμματική της παρηγοριάς»), αλλά και σ’ ένα παιχνίδι σχεδόν χαμένο εξαρχής. Μια άστοχη συμβουλή ή μια λάθος κουβέντα αρκούν για να καταστρέψουν τον δεσμό που προσπαθεί να δημιουργήσει ο παρηγορητής με τον παρηγορούμενο. Κι όμως, επιμένει να κυνηγάει ανεμόμυλους. Ηθική, όμως, διαθέτει και ο «απαρηγόρητος», μια στάση που δεν είναι ούτε παθητική ούτε οπισθοδρομική, όπως σημειώνει ο συγγραφέας. Ο άνθρωπος αυτός αναμένει την παρηγοριά γνωρίζοντας ότι δεν θα είναι ποτέ οριστική. Κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχει παρά μόνο με τα τραύματά του (θα αρκούσε μια αναγωγή στους μεγαλύτερους μυθιστορηματικούς ήρωες της νεωτερικής Δύσης για να επικυρώσει αυτή την παρατήρηση).

Οι ανεπίδεκτοι παρηγοριάς

Αντιθέτως, ο Φεσέλ γίνεται επικριτικός απέναντι σε έναν άλλο τύπο: τον «ανεπίδεκτο παρηγοριάς», που αρνείται εξαρχής την απώλεια και μένει «πετρωμένος» στον χρόνο. Καθηλωμένος ανάμεσα στο ρομαντικό παρελθόν και το απορριπτέο μέλλον είναι ένας αλαζόνας. Λογοτεχνικά πρότυπά του είναι η Αντιγόνη, η Ηλέκτρα και η Νιόβη. Ειδικά για την τελευταία η Σιμόν Βέιλ στο δοκίμιο «Η Ιλιάδα» (Βιβλιοφιλία, 1984) ερμηνεύει την πείνα της ως το απόγειο της δυστυχίας που την καθιστά «ανίκανη ακόμη και να νιώσει τη συμφορά της». Δεν είναι πάντως οι μόνες αναφορές του Φεσέλ που βασίζονται σε μια μάλλον ψυχολογική ανάγνωση των τραγωδιών, ώστε να ενταχθούν με μεγαλύτερη άνεση στη δική του ερμηνεία (αν η Αντιγόνη αρνείται την απώλεια του αδελφού της, άλλο τόσο προτάσσει και το κίνητρο της άρνησης: την αγάπη).

Ο Φεσέλ θεωρεί ότι ζούμε ήδη στον «καιρό της παρηγοριάς». Κι αυτό επειδή στις μέρες μας κυριαρχεί η μελαγχολία για τα χαμένα πρότυπα του παρελθόντος: από το κοινωνικό κράτος και την ελπίδα της προόδου ως τις πολιτικές της αναδιανομής. Κι όμως, αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια «πολιτική της παρηγοριάς», που θα εστιάζει όχι στην απώλεια, αλλά στη νέα εκκίνηση με κριτήριο τη δικαιοσύνη.

Αρκεί άραγε η ανάγνωση ενός βιβλίου για την «αρχαιολογία της παρηγοριάς» ώστε να εφαρμόσει ο αναγνώστης τις βασικές αρχές της στην καθημερινή του ζωή; Το ερώτημα είναι προφανώς ρητορικό, ενώ η τελική επιτυχία κρίνεται από το πώς θα χρησιμοποιήσει την παρηγοριά εκείνος που την εισέπραξε. Δεν υπάρχουν καν οδηγίες χρήσεως. Οι χειρονομίες της παρηγοριάς είναι μάλλον αδέξιες στην πλειονότητά τους, ξαστοχούν, είναι αποσπασματικές και υποδηλώνουν άγνοια. Αλίμονο, όμως, αν γνώριζε και ο παρηγορούμενος αυτό που του λείπει. Η αμοιβαία άγνοια είναι που εγκαθιδρύει τον δεσμό της παρηγοριάς. Και είναι ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος.

Michaёl Foessel

Ο καιρός της παρηγοριάς

Μτφ. Μαριάννα Μαντά, εκδ. Πόλις 2018, σελ. 380

Τιμή: 18 ευρώ

Τρεις αναφορές στον «Καιρό της παρηγοριάς»

Ολα αρχίζουν από τον εαυτό μας

Η «Ανάγκη μας για παρηγοριά» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1952 στο σουηδικό περιοδικό «Husmodern» ύστερα από αίτημα της σύνταξης στον Στιγκ Ντάγκερμαν (1923 – 1954). Δύο χρόνια, δηλαδή, πριν ο συγγραφέας του αριστουργηματικού μυθιστορήματος «Καμένο παιδί» (Εστία, 1998, μτφ. Μαργαρίτα Μέλμπεργκ) αυτοκτονήσει αποχωρώντας από τη «νύχτα της μελαγχολίας» του. «Στερημένος από κάθε πίστη δεν μπορώ να είμαι ευτυχής… Δεν αξιώθηκα ούτε Θεό, ούτε κάποιο σταθερό σημείο επάνω στη γη, απ’ όπου θα μπορούσα να προσελκύσω την προσοχή ενός Θεού. Πολύ περισσότερο δεν αξιώθηκα τη συγκαλυμμένη οργή του σκεπτικιστή, την ακαμψία του ορθολογιστή ή τη ζέουσα αθωότητα του άθεου. Δεν τολμώ λοιπόν να λιθοβολήσω ούτε εκείνον που πιστεύει σε όσα δεν ενσπείρουν παρά την αμφιβολία, ούτε εκείνον που καλλιεργεί τις αμφιβολίες του σαν να μην είναι κι αυτές από μόνες τους βυθισμένες στο σκοτάδι…». Είναι μια έκκληση του Ντάγκερμαν χωρίς τους συμβιβασμούς που του υπαγορεύουν η πίστη ή η γνώση. Ειδικά η δεύτερη, επειδή εξηγεί τα πάντα, δεν παρηγορεί για τίποτα. Οπως σημειώνει ο Ηλίας Μαγκλίνης στην εισαγωγή, η αρχή της παραμυθίας είναι ο εαυτός μας. Ο Ντάγκερμαν «αλαφραίνει το φορτίο, δεν μας απαλλάσσει από αυτό». Η κατάληξη του ίδιου του συγγραφέα: «Η δύναμή μου δεν θα γνωρίσει κανέναν περιορισμό τη μέρα που δεν θα έχω παρά μόνο τη σιωπή μου για να υπερασπιστώ την ακεραιότητά μου. Γιατί κανένα τσεκούρι δεν μπορεί να τσακίσει τη ζωντανή σιωπή».

Stig Dagerman

Η ανάγκη

μας για παρηγοριά…

Μτφ. Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, εκδ. Μελάνι, 2005, σελ. 41

Τιμή: 8 ευρώ

Η ανθρώπινη δυστυχία είναι όρος της αγάπης

Από τα πρώτα κείμενα της σπουδαίας φιλοσόφου, η «Ιλιάδα» είναι ένα δοκίμιο της εποχής του. Γραμμένο μεταξύ του 1939 και του 1941, εποχή εθνικής τραγωδίας για τη Γαλλία, προδίδει τις τύψεις που αισθανόταν η Βέιλ, μαζί με άλλους ειρηνιστές και διεθνιστές για τα αποτελέσματα μιας «υποβοηθητικής πολιτικής», όπως σημειώνει η Μαρία Φέλκερ – Καμαρινέα, προς όσους «θεοποιούσαν την απρεπή επιβολή της ξέφρενης δύναμης» (δηλαδή της ναζιστικής). Κύριο μοτίβο εδώ, στη σύντομη αναδρομή των ιλιαδικών μαχών, είναι η επιδημία της βίας και της δύναμης που δεν αφήνει κανέναν ανέγγιχτο. Ολοι, θύτες και θύματα, νικητές και νικημένοι, είναι δεμένοι με την ίδια μοίρα. «Οσο ανήλεα συντρίβει, άλλο τόσο ανήλεα μεθάει η δύναμη όποιον την κατέχει ή θαρρεί πως την κατέχει». Ποια η σχέση, λοιπόν, ανάμεσα σ’ αυτή την απεικόνιση της βίας με την ανάγκη για παρηγοριά; Γιατί η Βέιλ θεωρεί ότι το μήνυμα της «Ιλιάδας» εκπληρώθηκε με τα χριστιανικά Ευαγγέλια, όπου η αυτοκρατορία της δύναμης συνθλίβεται μέσω ενός σταυρωμένου σώματος; Επειδή, σύμφωνα με την ανάλυση της φιλοσόφου: «Το αίσθημα της ανθρώπινης δυστυχίας είναι όρος της δικαιοσύνης και της αγάπης. Κείνος που δεν νογάει ως πιο σημείο η άστατη τύχη και η ανάγκη κρατούν κάθε ανθρώπινη ψυχή υποταγμένη, δε γίνεται να δει σαν όμοιό του και ν’ αγαπήσει σαν τον εαυτό του όσους με μια άβυσσο απ’ αυτόν εχώρισε η μοίρα. Μονάχα σαν κανείς γνωρίσει της βίας το κράτος και μάθει να μην το αποδέχεται, γίνεται να ‘ναι δίκαιος και ν’ αγαπάει».

Simone Weil

Η Ιλιάδα

Ή το ποίημα της δύναμης

Μτφ. και εισαγωγή Μαρία Φέλκερ – Καμαρινέα, πρόλ.: Μελισσάνθη,

εκδ. Βιβλιοφιλία 1984, σελ. 64

Η «κοινότητα των δακρύων» και της παρηγοριάς

Είναι η ιστορία της νεότητας του Αυγουστίνου και η μαρτυρία της μεταστροφής του στον χριστιανισμό: ένα από τα κορυφαία έργα της δυτικής διανόησης. «Με το έργο αυτό ο Αυγουστίνος θεωρείται ότι εγκαινιάζει την παράδοση του εξομολογητικού λόγου, που επιχειρεί να διερευνήσει αυτό που ο ίδιος ονόμασε «άβυσσο της ανθρώπινης συνείδησης»» σημειώνει στον πρόλογο η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. Και ο κορυφαίος ερευνητής της ύστερης αρχαιότητας Peter Brown σημειώνει στη βιογραφία «Augustine of Hippo (university of California Press, 1967, 2000): «Οι «Εξομολογήσεις» ήταν ένα βιβλίο για τους «υπηρέτες του Θεού». Ενα κλασικό ντοκουμέντο για τις πεποιθήσεις μιας ομάδας διανοουμένων, των «ανθρώπων του πνεύματος» (spiritales). Εδειχνε σ’ αυτούς τους ανθρώπους όσα αναζητούσαν: το μάθημα της ευγενούς μεταστροφής τους. Και στους αναγνώστες του αυτό που ρωτούσαν τον εαυτό τους: μια στήριξη στις προσευχές τους». Είναι, λοιπόν, σ’ αυτό το κομβικό σύγγραμμα όπου αναδεικνύεται η σημασία και η «κοινότητα των δακρύων» και της παρηγοριάς, όπως επισημαίνει ο Μικαέλ Φεσέλ. «Στη μεγάλη σκηνή της μεταστροφής, ο Αυγουστίνος απομονώνεται κάτω από μια συκιά, ένα καταλληλότερο μέρος  για να αφήσει τα «δάκρυα να τρέξουν ποτάμι»… Το «να θρηνείς μαζί με» συνιστά, για τους ανθρώπους, έναν τρόπο να συγκροτούν κοινότητα, εξού και η τελική έκκληση στον φιλεύσπλαχνο αναγνώστη προκειμένου να αναμείξει τα δάκρυά του με αυτά που έχουν ήδη χυθεί».

Αγιος Αυγουστίνος (Ιππωνος)

Εξομολογήσεις

Επιμ.-μτφ.: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου,

δύο τόμοι,

σελ. 708

Τιμή: 33 ευρώ