To κλαίει ο κόσμος κι ο ντουνιάς το γελαστό παιδί που άφησε χθες τα ξημερώματα την τελευταία του πνοή και πλέον θα χτυπά τατουάζ, θα ακούει την αγαπημένη του ραπ μουσική και θα μαζεύει τα παιδάκια για να τους μαθαίνει μπάσκετ στον Παράδεισο…

Σε έναν δικό του Παράδεισο, σε μια Εδέμ την οποία δημιούργησε ο ίδιος, ξεφεύγοντας από την κόλαση της ζωής του…

Ο Μάικ ήταν γελαστός, ένας πραγματικός ήλιος μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο από σκυθρωπούς και μουρτζούφληδες ανθρώπους. Μα περισσότερο από αυτό ήταν ένα παιδί που σε τρεις μήνες από σήμερα θα έκλεινε τα 39 χρόνια του!

Εφυγε από τη ζωή with his boots on, όπως λένε και οι Αμερικανοί. Εως την ύστατη στιγμή στεκόταν όρθιος και αγέρωχος στο έσχατο μετερίζι του, τον Προμηθέα Χαλανδρίου, που αποτελούσε γι’ αυτόν μια διαρκή πηγή έμπνευσης, μια εστία ακατάσχετης δημιουργίας και ένα έργο ζωής: της ρουφιάνας της ζωής που δεν πρόλαβε να τη ζήσει, μα μπόρεσε, όντας περαστικός από δαύτη, να αγωνιστεί κόντρα σε θεούς και δαίμονες για να τη συγκρατήσει όσες φορές του γλιστρούσε και να τη ρουφήξει ώς το μεδούλι…

Με δύσκολα παιδικά χρόνια στο Μπρνο, όταν ακόμη λεγόταν Μιχάλ Μάρεκ, με πολλή φτώχεια, με χωρισμένους γονείς, με μια μάνα που τον έφερε στην Αθήνα το 1988 και τον έγραψε στον Πανελλήνιο, με τρεις καρκίνους σε νεαρή ηλικία και με ένα χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ Παίδων του 1995, ο Ευαγγελίτσης στάθηκε όρθιος και έμεινε έως την τελευτή του πιστός στο τσιτάτο του Νίτσε «ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό»…

Νικούσε πάντοτε, αλλά ηττήθηκε χθες και από εκεί ψηλά θα συνεχίσει να ακτινοβολεί, να πηγαινοφέρνει τις χάντρες του κομπολογιού του (που το ‘πιασε για να σταματήσει το τσιγάρο) και να μη χαμπαριάζει…