PROJECT SYNDICATE

Η πρόσφατη συζήτηση του Τζόζεφ Στίγκλιτς και του Λόρενς Σάμερς γύρω από την «κοσμική στασιμότητα» και τη σχέση της με την αναιμική οικονομική ανάκαμψη έπειτα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 είναι πολύ σημαντική.

Ο Στίγκλιτς και ο Σάμερς φαίνεται να συμφωνούν πως η πολιτική απέτυχε να λύσει τα διαρθρωτικά προβλήματα που αποκάλυψε και επιδείνωσε η κρίση. Ο διάλογός τους τονίζει το μέγεθος της δημοσιονομικής τόνωσης, τον ρόλο του δημοσιονομικού ελέγχου και τη σημασία της κατανομής του εισοδήματος. Ωστόσο, επιπλέον ζητήματα πρέπει να εξεταστούν σε βάθος.

Πιστεύουμε πως χάσαμε μια σημαντική ευκαιρία όταν αποφασίσαμε το βάρος της προσαρμογής να πέσει περισσότερο στους οφειλέτες παρά στους δανειστές και θεωρούμε πως αυτή η απόφαση συνέβαλε στην παρατεταμένη στασιμότητα που ακολούθησε την κρίση. Οι μακροπρόθεσμες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες αυτής της απόφασης είναι βαθιές.

Τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν ο τότε αμερικανός υπουργός Οικονομικών Χένρι Πόλσον θέσπισε ένα πρόγραμμα αρωγής της τάξης των 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων, πρότεινε να χρησιμοποιηθούν τα κονδύλια για να σωθούν οι τράπεζες χωρίς την απόκτηση μεριδίου επί του κεφαλαίου. Εκείνη την εποχή εμείς υποστηρίξαμε πως τα χρήματα των φορολογουμένων θα αξιοποιούνταν με πιο αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο αν μειωνόταν η αξία των στεγαστικών δανείων που κατείχαν οι Αμερικανοί, ώστε να ληφθεί υπόψη η μείωση των τιμών των κατοικιών, και αν χορηγούνταν κεφάλαια στους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς που τα είχαν ανάγκη. Επειδή τα ίδια κεφάλαια θα μπορούσαν να υποστηρίξουν έναν ισολογισμό 20 φορές μεγαλύτερο, τα 700 δισεκατομμύρια θα μπορούσαν να βοηθήσουν σημαντικά στην ανάπτυξη.

Η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τα κονδύλια για να χορηγηθεί κεφάλαιο στις τράπεζες δεν αναφερόταν στο νομοσχέδιο που παρουσιάστηκε στη Bουλή των Αντιπροσώπων. Ηταν ένα εργαλείο τα οποίο χρησιμοποίησε ο Πόλσον τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας του Μπους. Ομως δεν το χρησιμοποίησε σωστά: κάλεσε τους επικεφαλής των μεγάλων τραπεζών και τους υποχρέωσε να πάρουν τα χρήματα που τους διέθεσε. Ετσι όμως στιγμάτισε τις τράπεζες.

Λίγους μήνες αργότερα ξεκίνησε η προεδρία του Ομπάμα και ένας από εμάς (ο Σόρος) ζήτησε από τον Σάμερς να χορηγήσει κεφάλαιο στα αδύναμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και να μειώσει τα στεγαστικά δάνεια σε μια ρεαλιστική αγοραία αξία ώστε να ανακάμψει η οικονομία. Ο Σάμερς απάντησε πως κάτι τέτοιο θα ήταν πολιτικά απαράδεκτο καθώς θα σήμαινε την κρατικοποίηση των τραπεζών. Μια τέτοια πολιτική, είπε, «βρωμάει σοσιαλισμό» και η Αμερική δεν είναι σοσιαλιστικό κράτος.

Εμείς δεν συμφωνήσαμε. Αν οι συστάσεις μας είχαν υιοθετηθεί, οι μέτοχοι και οι κάτοχοι χρέους θα είχαν μεγαλύτερες απώλειες, ενώ τα νοικοκυριά με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα θα απαλλάσσονταν από μέρος του ενυπόθηκου χρέους. Αν μετατοπιζόταν το βάρος της προσαρμογής, θα είχαν ζημιωθεί εκείνοι που προκάλεσαν την κρίση, θα τονωνόταν η συνολική ζήτηση και η ανισότητα θα είχε μειωθεί.

Κατανοούμε ότι η πρότασή μας δεν ήταν τέλεια: το να προσφέρουμε ανακούφιση στους χρεωμένους δανειολήπτες θα συναντούσε αντιδράσεις από τους ιδιοκτήτες κατοικιών που δεν είχαν πάρει στεγαστικό δάνειο. Σκεφτόμασταν λοιπόν τρόπους για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, αλλά η κυβέρνηση Ομπάμα δεν δέχτηκε τη συμβουλή μας.

Η προσέγγιση των κυβερνήσεων Μπους και Ομπάμα διαφέρει τόσο από την πολιτική που ακολούθησε η βρετανική κυβέρνηση όσο και από τις πολιτικές διάσωσης προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων. Στη Βρετανία, ο τότε πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν είπε στις υποχρηματοδοτούμενες τράπεζες να συγκεντρώσουν επιπλέον κεφάλαιο. Οι τράπεζες είχαν την ευκαιρία να βγουν μόνες τους στην αγορά, αλλά προειδοποιήθηκαν πως αν δεν τα καταφέρουν το υπουργείο Οικονομικών θα τους διοχετεύσει κεφάλαια. Σε αντίθεση με τη μέθοδο του Πόλσον για «υποχρεωτική ένεση κεφαλαίου», οι τράπεζες δεν στιγματίζονταν αν μπορούσαν να δανειστούν από τις αγορές.

Σίγουρα η κυβέρνηση Ομπάμα βοήθησε στην αντιμετώπιση της κρίσης καθησυχάζοντας το κοινό και υποβαθμίζοντας το μέγεθος του προβλήματος. Ομως το πολιτικό κόστος ήταν μεγάλο. Η κυβέρνηση απέτυχε να αντιμετωπίσει τα υποβόσκοντα προβλήματα και μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Οι ψηφοφόροι επέρριψαν την ευθύνη στην κυβέρνηση και στο Δημοκρατικό Κόμμα. Το 2009 δημιουργήθηκε το Tea Party, το 2010 οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν τον έλεγχο της Βουλής, το 2014 απέκτησαν τον έλεγχο της Γερουσίας και δύο χρόνια αργότερα όρισαν υποψήφιό τους τον Τραμπ, ο οποίος και εξελέγη το 2016.

Ο Ρομπ Τζόνσον είναι πρόεδρος του Institute for New Economic Thinking.

Ο Τζορτζ Σόρος είναι πρόεδρος του Soros Fund Management και

των Open Society Foundations.