Το ακούμε συχνά. «Η παιδεία πρέπει να γίνει μοχλός οικονομικής ανάπτυξης». Δεν υπάρχει πιο εφιαλτική φράση από αυτήν. Γιατί υποτάσσει την παιδεία σε ένα σκοπό. Το γνωστό απόφθεγμα των Αρχαίων, «στους γονείς μου οφείλω το ζην, στον δάσκαλό μου το ευ ζην», δίνει μια πολύ πιο ολοκληρωμένη αντίληψη. Το ευ ζην δεν έχει μονοδιάστατη οικονομική διάσταση. Ενας πλούσιος απαίδευτος, ζει χειρότερα από έναν καλλιεργημένο που μπορεί να εξισορροπεί τις ανάγκες με τις δυνατότητές του, απολαμβάνοντας τα ουσιώδη της ζωής. Κυρίως αυτό που θέλει να πει αυτή η φράση είναι ότι η παιδεία δεν είναι σκοπός για κάτι άλλο, αλλά αυτοσκοπός.

Μα δεν πρέπει η παιδεία να καλλιεργεί το πατριωτικό αίσθημα, τον σεβασμό στους νόμους, τη διαφορετικότητα, την άμιλλα, την ηθική ενσυναίσθηση κ.λπ.; Ναι βεβαίως, αλλά όλα αυτά θα έλθουν ως παρεπόμενα. Μα είναι δυνατόν να προβάλλεται ένα πεπαλαιωμένο, και ακόμη αριστοκρατικό μοντέλο παιδείας σήμερα, σε έναν κόσμο που αλλάζει; Μα ακριβώς επειδή ο κόσμος αλλάζει με ταχύτητα, απρόβλεπτα, άνισα, δημιουργώντας ταυτόχρονα επιτεύγματα και καταστροφές, γι’ αυτό χρειάζεται αυτή η αντιμετώπιση της παιδείας ως αυτοσκοπού.

Η στοχοθεσία της παιδείας δεν πρέπει να τρέχει πίσω από την τελευταία μόδα. Σήμερα ακούγεται η ανταγωνιστικότητα, η αποδοτικότητα, η αριστεία, ως στόχοι της παιδείας. Προσαρμοσμένοι στην κυρίαρχη οικονομική φιλοσοφία που για να πραγματωθεί πρέπει να ενσταλαχθεί και να κάνει φορείς της τους νέους. Πολύ ωραία. Ας δούμε όμως πίσω μας την ιστορική εμπειρία. Για πολλές δεκαετίες, από τα τέλη του 19ου αιώνα, έως σχεδόν τα μέσα του 20ού αιώνα, το κυρίαρχο παράδειγμα ήταν ο κοινωνικός δαρβινισμός και η ευγονική. Μια ωραία, πρόσφατη, συλλογή μελετών με τίτλο «Φυλετικές Θεωρίες στην Ελλάδα, προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (2017), με επιμέλεια Εφης Αβδελά κ.ά., μας δείχνει την έκταση αυτών των πεποιθήσεων και τη διείσδυσή τους στις πολιτικές και πνευματικές ελίτ σε όλο τον κόσμο, και βεβαίως και στη δική μας χώρα. Σήμερα ξέρουμε πού κατέληξαν όλα αυτά. Η ναζιστική Γερμανία αποτελούσε την πρωτοπορία της εφαρμογής τους, εξολοθρεύοντας, παράλληλα με τους Εβραίους, τους ψυχασθενείς και τα παιδιά με αναπηρίες. Πολλοί επιστήμονες με κύρος συνέβαλαν, θεωρώντας ότι κάνουν το επιστημονικό και πατριωτικό τους καθήκον.

Μας φαίνεται ανατριχιαστική αυτή η σύγκριση; Είναι πράγματι. Σήμερα δεν τα σκοτώνουμε τα ανάπηρα παιδιά, αλλά τα εκπαιδεύουμε. Αλλά ποιους στόχους θα θέσουμε στην εκπαίδευσή τους; Πώς θα γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικά, πώς θα γίνουν και αυτά μοχλός οικονομικής ανάπτυξης; Κακά τα ψέματα και οι αυταπάτες. Δεν έχουμε απαλλαγεί από το νοοτροπιακό υπόστρωμα του κοινωνικού δαρβινισμού, σύμφωνα με το οποίο «το μονοπάτι της ανθρώπινης προόδου είναι στρωμένο με σπασμένα κόκαλα από κατώτερες φυλές, θύματα όσων βρήκαν το στενό μονοπάτι προς την πρόοδο… [αν οι λαοί αυτοί πρόσφεραν κάτι, είναι ότι] χρησίμευσαν σαν σκαλοπάτια πάνω στα οποία πάτησε η ανθρωπότητα για να ανεβεί στις υψηλότερες βαθμίδες του πολιτισμού». Ποιος υπογράφει τη φράση αυτή; Ο Καρλ Πίρσον (1857-1936), όνομα-παραπομπή του επιστημονικού θετικισμού, καθηγητής στο φιλελεύθερο και προοδευτικό University College του Λονδίνου. Σήμερα βεβαίως δεν ψάχνουμε τα χρωμοσώματα, αλλά διατηρούμε το ίδιο σχήμα εξέλιξης, των εθνών και των ατόμων, με βάση πολιτισμικά και συμπεριφορικά κριτήρια. Δεν χρειάζεται να αλλάξεις ούτε κεραία αυτού του κειμένου, προβάλλοντάς το στον σύγχρονο κυρίαρχο λόγο περί ανταγωνιστικής εκπαίδευσης μιας κτητικής κοινωνίας. Δεν χρειάζεται να στοχοποιήσεις παιδιά με ειδικές ανάγκες, ούτε ειδικές πληθυσμιακές ομάδες (αν και πολλά «καλά» σχολεία «αποφεύγουν» τέτοια παιδιά). Απλώς, δημιουργείς ένα σύστημα εκπαίδευσης στο οποίο θα τα καταφέρουν μόνο αυτοί που «θα βρουν το στενό μονοπάτι προς την πρόοδο».

Θα ήταν ανακριβές αν αποδίδαμε το πνεύμα αυτό σε έναν από τα πάνω προς τα κάτω σχεδιασμό της εκπαίδευσης. Πρόκειται για μια διάχυτη νοοτροπία, και κυρίως στα μεσαία στρώματα. Καθώς τα τελευταία χρόνια η κρίση της μεσαίας τάξης έχει περιορίσει την κοινωνική κινητικότητα και έχει κάνει το μονοπάτι προς την πρόοδο ακόμη πιο στενό, η υστερία του εκπαιδευτικού ανταγωνισμού απλώνεται στις οικογένειες και μεταδίδεται στα παιδιά, πιέζει τα σχολεία και αδειάζει την εκπαίδευση από το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο.

Το εύλογο ερώτημα είναι: μα δεν πρέπει να προετοιμάζει τα παιδιά το σχολείο για να κάνουν κάτι όταν θα αποφοιτήσουν, κάτι σε σχέση με το ταλέντο τους, την κλίση τους; Βεβαίως, αλλά ας δούμε μια παράμετρο που συχνά αποσιωπάται. Επαναλαμβάνεται ότι το σχολείο δεν προετοιμάζει το είδος των εργαζομένων που απαιτεί η αγορά. Αλλά μήπως η αγορά, και συγκεκριμένα η ελληνική αγορά, θεωρεί overqualified τους αποφοίτους της εκπαίδευσης; Το γεγονός ότι οι περισσότεροι φεύγουν και βρίσκουν επαγγελματική αποκατάσταση στην παγκοσμιοποιημένη αγορά τι μας λέει; Μήπως ότι πρέπει να περιορίσουμε τις απαιτήσεις της εκπαίδευσης ακριβώς στις τρέχουσες ανάγκες της δικής μας αγοράς, ή ότι η αγορά πρέπει να συνδιαμορφωθεί με την εκπαίδευση;

Και εδώ ερχόμαστε στην προκείμενη. Η εκπαίδευση ως αυτοσκοπός δεν αφορά μόνο το ατομικό ευ ζην, αλλά και το κοινωνικό ευ ζην. Η ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη και ευημερία (prosperity και όχι growth), η έγνοια για μια περιβαλλοντική συνθήκη που έχει φτάσει στα όριά της, η αντιμετώπιση της κοινωνικής επιθετικότητας και της αναβίωσης του φασισμού και των άλλων φανατισμών, πώς θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά, παρά από μια παιδεία που έχει σκοπό τον εαυτό της ως αγαθό;

Ο Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός, πρόεδρος του εθνικού διαλόγου για την παιδεία