Υπάρχει ένα μόνιμο λάθος σε κάθε σχεδόν συζήτηση που διεξάγεται διεθνώς, αλλά ιδίως στην Ελλάδα, σχετικά με το «μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας» υπό τη σκιά της κρίσης. Το λάθος αυτό δεν έχει τόσο να κάνει με τις αιτίες της – προσωρινής; – παρακμής της όσο με τις εναλλακτικές που έχει μπροστά της η σοσιαλδημοκρατία. Και θα ήταν απλώς λάθος αν δεν αποτελούσε μέρος μιας συνειδητής εκστρατείας των αντιπάλων της, πολιτικών και ιδεολογικών, για να την καταπιούν ή να την καταπνίξουν, πάντως όχι για να την κάνουν να αναγεννηθεί. Γι’ αυτό, αν θέλουμε να είμαστε για μία φορά ειλικρινείς, δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για ψέμα. Το οποίο όσοι πονάμε ειλικρινά τη σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να αφήσουμε να επικρατήσει.

Η άποψη την οποία εξέφρασε πρόσφατα μέσα από αυτές τις στήλες και ο Πρόεδρος της ελληνικής Βουλής, ότι για να βρει η σοσιαλδημοκρατία τη χαμένη τιμή και το εκλογικό σφρίγος της πρέπει να γίνει ένα «κομμάτι του προοδευτικού πόλου», ο οποίος θα καθοδηγείται από δυνάμεις πιο «ριζοσπαστικές» (ΣΥΡΙΖΑ, κυβερνητικά πειράματα σε Πορτογαλία και Ισπανία, βρετανοί Εργατικοί υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν), είναι, με όλον τον θεσμικό σεβασμό, πλαστή ή, σε κάθε περίπτωση, μονομερής.

Ας δούμε πώς και γιατί, με τον φακό στραμμένο και στην πανευρωπαϊκή σκηνή και στην ελληνική περίπτωση.

Πρώτα, τα «μοντέλο». Εύκολο είναι να τεθεί στις ορθές διαστάσεις του το κυβερνητικό πείραμα στην Πορτογαλία και την Ισπανία και να αποδειχθεί ότι δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της «ριζοσπαστικοποίησης» των σοσιαλδημοκρατών, αλλά υπέρ του εκσυγχρονισμού της «σοσιαλδημοκρατικοποίησής» τους. Και στις δύο αυτές χώρες ο ισχυρός – στην πραγματικότητα, ο μόνος – παίκτης εντός του κυβερνητικού σχήματος είναι οι σοσιαλιστές και όχι οι «ριζοσπαστικές» δυνάμεις της Αριστεράς. Το πρόγραμμα που τίθεται σε εφαρμογή είναι ένα καθαρά «ρεφορμιστικό» σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, με αρκετά στοιχεία που απαντούν στις ανάγκες της εποχής – δημοσιονομική σταθερότητα, έμφαση στις επενδύσεις, προσήλωση στο ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο, εστιασμένη στη μείωση των ανισοτήτων κοινωνική πολιτική -, πρόγραμμα το οποίο, προς τιμήν τους, αριστερές και ριζοσπαστικές παρατάξεις στις χώρες αυτές στηρίζουν κριτικά στο Κοινοβούλιο χωρίς να συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Αν ο κύριος Πρόεδρος της Βουλής και όσοι σκέφτονται σαν κι αυτόν θέλουν να μας πουν ότι περιμένουν – μέσα από εκλογές, κάτι που δεν έχει ακόμα γίνει και για τις δυο κυβερνήσεις της Ιβηρικής Χερσονήσου – να ξεπεράσει το ΠΑΣΟΚ τον ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες και στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ να στηρίξει το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, τότε καμία αντίρρηση.

Πιο ύπουλη, αλλά εξίσου ενσυνείδητα παραπλανητική, είναι η αναφορά στον Κόρμπιν. Γιατί ο σημερινός ηγέτης των Εργατικών εμφανίζεται ως ο ισχυρός ανήρ της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς να λέγεται ότι όλοι οι Εργατικοί – στελέχη και ψηφοφόροι – δεν είναι «κορμπινίστες» και κανένας «κορμπινίστας» δεν είναι σοσιαλδημοκράτης. Με άλλα λόγια, ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα αντανακλά μια επικράτηση του «ριζοσπαστισμού» επί της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία πιστεύω πως είναι συγκυριακή και φοβούμαι πως δεν είναι ούτε επωφελής – ο διπλά καταστροφικός ρόλος του Κόρμπιν στο μέγα ζήτημα του Brexit το αποδεικνύει κάθε μέρα – ούτε εξαγώγιμη. Η πραγματική επιλογή για τη σημερινή σοσιαλδημοκρατία δεν είναι μεταξύ ενσωμάτωσης στον «πόλο» Κόρμπιν – Μελανσόν – Τσίπρα και εξαφάνισης ή «μακρονοποίησης». Αλλά μεταξύ μίμησης, σίγουρα κακότεχνης, των δήθεν ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών των αντιπάλων της ή επανασύνδεσης, ακόμα και επανεφεύρεσης, των ριζοσπαστικών στοιχείων της ίδιας της σοσιαλδημοκρατίας. Που μπορούν, από πάντα αλλά και τώρα, να συνοψιστούν σε λίγες λέξεις: δίψα και μάχη για ισότητα και δικαιοσύνη.

Υπάρχουν ύστερα οι ιδιαιτερότητες της εποχής, που δεν μπορούν φυσικά να αφήνουν ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Στην εποχή της συνεχιζόμενης, ιδίως στην Ελλάδα, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και του καλπάζοντος λαϊκισμού, «αριστερού προσήμου» στην Ελλάδα, τα βασικά μελήματα της σοσιαλδημοκρατίας οφείλουν να είναι αφενός η λείανση των ανισοτήτων της παγκοσμιοποίησης – βασική αιτία του «λαϊκισμού του 21ου αιώνα», όπως προσπαθώ να δείξω στο πρόσφατο βιβλίο μου – και αφετέρου η επανασυμφιλίωση των πολιτών με την ίδια την έννοια της Δημοκρατίας και τις βασικές, ξαφνικά παραμερισμένες, αρχές της: τον σεβασμό, τη δικαιότητα, την κοινωνική ευαισθησία. Αντί να ξιφουλκούν με «αριστερούς» ανεμόμυλους, οι σοσιαλδημοκράτες της εποχής μας, με πρώτους τους Ελληνες, που ένιωσαν στο πετσί τους τις συνέπειες μιας «αριστερής» διακυβέρνησης επί του κράτους δικαίου, έχουν μπροστά τους δυο βαριά αλλά και ευγενή καθήκοντα: να δημιουργήσουν μια άλλη σχέση με το φαινόμενο της εξουσίας, είτε συμμετέχουν σε αυτήν είτε όχι, και να εκφράσουν – δεν το έχουν ακόμα κάνει στον βαθμό που χρειάζεται – τον πιο ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο που υπάρχει: τον λόγο της αλήθειας.

Από το γεγονός ότι δεν μπορείς να πολεμήσεις τις ανισότητες με μια ασθενή οικονομία, με μια μη πολιτική Ευρώπη και με μια αυταρχική «Δημοκρατία» πηγάζουν και οι πραγματικές επιλογές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας: συμφιλίωση της ισότητας όχι πια με την ελευθερία, αλλά με την ουσιαστική Δημοκρατία -μ ετάβαση δηλαδή από τη σκέψη του Μπόμπιο στο όραμα του Χάμπερμας. Και, σε επίπεδο άσκησης πολιτικής, προώθηση του ενάρετου κύκλου ανάπτυξη – αναδιανομή μέσα στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο – απορρόφηση και υπέρβαση, μέσω απτής μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, της πικρίας των πολιτών έναντι της Δημοκρατίας. Τα πραγματικά εργαλεία δεν είναι τα μεγάλα λόγια περί «Αριστεράς», αλλά ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα, η ανάπτυξη μέσω επενδύσεων, η έμφαση στην παιδεία και στην υγεία και η αλλαγή πολιτικής και κοινωνικής νοοτροπίας. Και εδώ, συνεπώς, είναι απαραίτητος ένας ιδεολογικός αναπροσανατολισμός από τα δήθεν «σύγχρονα ριζοσπαστικά» σχήματα προς το έργο πραγματικών κοινωνικών ριζοσπαστών, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κλέμεντ Ατλι και ο Λιονέλ Ζοσπέν. Η μεγάλη χρονική γκάμα αυτών των προτύπων θα εμπνεύσει και την απαραίτητη υπομονή.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος