Στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 δεν ιδρύθηκε απλώς ένα πολιτικό κίνημα. Το ΠΑΣΟΚ με την ιστορική διακήρυξη του διαμόρφωσε ένα νέο επίπεδο αναφοράς της χώρας. Αναδύθηκαν αγώνες αδικαίωτοι και ελπίδες ανεκπλήρωτες για δεκαετίες, αναδείχθηκαν δυνάμεις ανατροπής των μετεμφυλιακών στερεότυπων και του συνδρόμου της «μικρής» Ελλάδας, ανασυντέθηκε ο εθνικός και κοινωνικός ιστός με τις προοδευτικές ιδέες για την Αλλαγή. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι συνεργάτες του ήρθαν από το μέλλον σε μια χώρα καθηλωμένη στο παρελθόν. Το ΠΑΣΟΚ δεν οριοθέτησε κομματικά χαρακώματα η εκλογικά ποσοστά και κυβερνητικές θητείες, οριοθέτησε ιστορικές περιόδους προσδίδοντας δημοκρατική ταυτότητα στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Εγινε ο θετικός πρωταγωνιστής της μεταπολίτευσης. Το πέτυχε γιατί δεν επεδίωξε να επιβληθεί στην κοινωνία χρησιμοποιώντας την εξουσία, αλλά απελευθέρωσε την κοινωνία καταργώντας τα κλειστά συστήματα εξουσίας, δίνοντας εξουσία στους πολίτες με λόγο και ρόλο στη δημόσια ζωή όσο ποτέ μέχρι τότε.

Το θετικό κεκτημένο της χώρας είναι κατά κύριο λόγο έργο του ΠΑΣΟΚ. Από την εθνική συμφιλίωση μέχρι τους δημοκρατικούς θεσμούς και από το κοινωνικό κράτος μέχρι τις αναπτυξιακές υποδομές και τη διεθνή θέση της χώρας αξίζει να αξιολογηθεί η περίοδος της Μεταπολίτευσης και η συνεισφορά των κομμάτων με επιστημονικό τρόπο. Είναι θέμα εθνικής αυτογνωσίας και ευθύνης. Επιπρόσθετος λόγος είναι η κρίση των τελευταίων χρόνων. Αν δεν αξιολογηθεί η Μεταπολίτευση, τότε ούτε στα αίτια της κρίσης θα συμφωνήσουμε ούτε στο δέον γενέσθαι για την οριστική και ασφαλή υπέρβασή της. Οσο η ιστορική αξιολόγηση δεν γίνεται από έγκυρους και αντικειμενικούς τρίτους, αλλά με τρόπο αγοραίο, συγκυριακό και συνθηματολογικό, όπου καθένας την εργαλειοποιεί στα δικά του μέτρα, θα είναι ένα εκκρεμές ζήτημα που θα στοιχειώνει τη δημόσια ζωή και θα καθηλώνει τα πολιτικά κόμματα σε μάχες οπισθοφυλακής. Σε τελευταία ανάλυση, η Μεταπολίτευση δεν είναι αδιαφοροποίητη, έχει φάσεις και περιόδους που η κάθε μία έχει τους πρωταγωνιστές της, την πολιτική τους και τα πεπραγμένα τους. Αν δεν γίνει αυτή η ιστορική τεκμηρίωση, υπάρχει ο κίνδυνος να αλλάξουμε αυτό που πρέπει να διατηρήσουμε και να κρατήσουμε αυτό που πρέπει να πετάξουμε. Το ΠΑΣΟΚ ούτε τα λάθη απέφυγε ούτε είχε πάντα τις καλύτερες απαντήσεις στα προβλήματα. Το θετικό έργο του όμως δεν έχει αντίστοιχα ισοδύναμα στα «βιογραφικά» των άλλων κομμάτων. Η αντίδραση της δεξιάς και αριστερής αντιπολίτευσης στις προοδευτικές ρήξεις και αλλαγές, καθώς και η δημαγωγική πλειοδοσία, αν είχαν επικρατήσει τότε, αντιστοίχως, πολλά από τα κεκτημένα θα ήταν ζητούμενα και η χώρα θα ήταν και χρεοκοπημένη και περιθωριοποιημένη. Το ιστορικό ατόπημα της δίωξης του Ανδρέα Παπανδρέου, και η επιχειρούμενη πολιτική σκίαση του ηγέτη που άλλαξε την πορεία της χώρας και τη ζωή των πολιτών, η συστηματική προσπάθεια υποβάθμισης του Κώστα Σημίτη, που προσέφερε αλλεπάλληλες επιτυχίες όσο λίγοι πρωθυπουργοί στην πολιτική Ιστορία, μαρτυρά την ποιότητα των όπλων των αντιπάλων μας. Πιο πρόσφατα όταν ο Γιώργος Παπανδρέου μίλησε για μια Ελλάδα – Δανία του Νότου, άλλοι ονειρεύονταν μια Ελλάδα – Βενεζουέλα της Ευρώπης. Η ευκταία φιλοδοξία κατακρίθηκε, ο ενδεχόμενος εφιάλτης υπερψηφίστηκε!

Η συγκυρία είναι διαφωτιστική. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει την ουσιαστική ήττα της χώρας! Η Ελλάδα, όπως έγινε και με άλλες χώρες, μπήκε σε μνημονιακό καθεστώς για να αποφύγει την οικονομική χρεοκοπία (μετά τη χρεοκοπία της πολιτικής 2004 – 2009), αλλά παρέμεινε σε πρόγραμμα (και μετά τις άλλες χώρες) αποκλειστικώς και μόνο λόγω της στάσης τής τότε αντιπολίτευσης (αντιθέτως με τη συναίνεση που επικράτησε στις άλλες χώρες). Σήμερα «πανηγυρίζουμε» την έξοδο από τα Μνημόνια. Με πανταχού παρούσα, όμως, την κρίση και τα αίτιά της. Αναρωτιέται κάποιος αν, κατά τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, χρειαζόταν να ασκηθεί η ακραία δημοσιονομική πολιτική των δικών τους κυβερνήσεων για να βγούμε από το Μνημόνιο, γιατί υποδύθηκαν τους αγανακτισμένους – απέναντι στην απείρως ηπιότερη πολιτική του ΠΑΣΟΚ, που έριχνε το βάρος στις δομικές μεταρρυθμίσεις και οδηγούσε σε έξοδο από το πρόγραμμα και με μικρότερο δημοσιονομικό φορτίο και  πολύ νωρίτερα. Και αν απέναντι σε εκείνη την πολιτική είχαν την ακραία στάση που γνωρίζουμε, απέναντι στη δική τους πολιτική ποια αντίδραση θα αναλογούσε; Γιατί δηλητηρίασαν τη δημόσια ζωή με ασύμμετρο λαϊκισμό, ισχυριζόμενοι ότι θα σκίσουν τη λάθος συνταγή των Μνημονίων, με τη γνωστή συνέχεια; Προφανώς γιατί έθεσαν το κόμμα και τον εαυτό τους πάνω από το συμφέρον της χώρας. Το τεράστιο εθνικό και κοινωνικό κόστος που προκάλεσαν το μαρτυρά η αφτιασίδωτη πραγματικότητα. Σήμερα η Ελλάδα είναι περισσότερο εξαρτημένη από ξένα κέντρα, ο αφελληνισμός τραπεζών και επιχειρήσεων είναι πρωτοφανής, η δημόσια περιουσία δεσμευμένη και η ανθρωπιστική κρίση καλά κρατεί. Αυτά πανηγυρίζουμε;

Συνήθως πανηγυρίζουμε πρόωρα και θρηνούμε καθυστερημένα. Θα ισοδυναμούσε με απώλεια μέλλοντος αν δεν εξαγάγουμε ένα διδακτικό εθνικό συμπέρασμα και αρκεσθούμε στις κομματικές εκλογικεύσεις. Η συνεννόηση, αν είχε αποτελέσει δομικό στοιχείο της πολιτικής λειτουργίας και όχι μόνο αυτής, θα είχε θωρακίσει τη χώρα με ομοψυχία, αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια. Η Ελλάδα, αντί να αγωνίζεται να αποφύγει τις τελευταίες θέσεις στις ευρωπαϊκές κατατάξεις θα μπορούσε να διεκδικεί μια από τις πρώτες. Το πολιτικό ήθος της εθνικής συνεννόησης, με σεβασμό της διαφορετικότητας, είναι και ο θεμέλιος λίθος της προσπάθειας να καταρριφθεί ο καλλιεργούμενος μύθος πως οι Ελληνες δεν θέλουν και η Ελλάδα δεν μπορεί.

Το Κίνημα Αλλαγής φιλοδοξεί μια τομή στη συνέχεια της προοδευτικής παράταξης. Κάποτε συγκρινόταν η αλήθεια του έργου μας με το ψέμα των λόγων τους. Τώρα πλέον κρίνονται όλοι με την αλήθεια του έργου τους. Ενόψει των εξελίξεων οι πολίτες καλούμαστε να αντλήσουμε συμπεράσματα από την ίδια τη ζωή μας και όχι από την επικοινωνιακή εκδοχή της, αναλόγως κόμματος. Οφείλουμε να σταθμίσουμε τη στάση μας με βάση την κοινή λογική και όχι την πολιτική τύφλωση που προκαλεί είτε η δημαγωγία των κρατούντων είτε ο δικός μας θυμός. Γιατί τον ρόλο του Σισύφου δεν θα μας τον «αναθέσουν» άλλοι, θα τον έχουμε επιλέξει μόνοι μας.

Ο Δημήτρης Ρέππας είναι πρώην υπουργός