Στην παρέα των διακοπών – με άτομα διαφόρων ηλικιών, ενδιαφερόντων, κοινωνικών και αισθητικών πεποιθήσεων – η κουβέντα ξεκίνησε μια – δυο μέρες πριν από τον Δεκαπενταύγουστο. Ημαστε σε κυκλαδονήσι και σε όλα τα νησιά των Κυκλάδων (σε όλα τα νησιά της Ελλάδας) υπάρχει μια εκκλησία της Παναγίας με, πολύ συχνά, ευφάνταστο προσωνύμιο. «Εγώ θα ήθελα να πάω να προσκυνήσω» η μία. «Γιατί δεν πας και στα τέσσερα, τύπου Τήνος;» ο άλλος. «Αναψε ένα κερί και για μένα» ο παράλλος. «Αυτά είναι παγανιστικά πράγματα» ο τρίτος. «Τελικά, ουδεμία διαφορά από τους φανατικούς μουσουλμάνους» ο παρατρίτος. Μια μικρογραφία, δηλαδή, του ανάλογου ιντερνετικού ντιμπέιτ όπου – πλην των άλλων – «ποινικοποιήθηκε» (με την εσχάτη των διαδικτυακών ποινών, το μπλοκάρισμα) και η ευχή «Καλή Παναγιά» ως δήθεν, ανορθολογική ή κάτι άλλο που δεν κατάλαβα.

Ψυχραιμία, παιδιά! Ειδικά δε όσοι θεωρούν τον χλευασμό της πίστης των άλλων πολύ καλή απόδοση στο προοδευτικόμετρο. Η άποψη ότι το να κοροϊδεύεις τους πιστούς αποτελεί δείγμα αντισυμβατικής συνείδησης είναι τόσο ξεπερασμένη όσο και οι βάτες στα μπλε ελεκτρίκ σακάκια της Αλέξις Κάρινγκτον στην «Δυναστεία». Και στην ουσία της τόσο συντηρητική όσο οι γονυκλισίες και τα σταυροπροσκυνήματα σε «ιερά» πασούμια και σε αγιασμένα στιλό. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Από τη μία, ότι η πίστη μπορεί να σε σώσει από το ο,τιδήποτε ή ότι η Παναγία αποφυλακίζει κρατούμενους. Και από την άλλη, ότι η πίστη είναι κάτι από το οποίο οφείλεις να «διασωθείς».

Σίγουρα μπορεί να δει κανείς και στη χώρα μας ακραίες εκδηλώσεις πίστης οι οποίες ξεπερνούν τα όρια της γελοιότητας και, κατά κανόνα, εκμεταλλεύονται την αφέλεια και την απελπισία ανθρώπων που προτιμούν να «συνομιλούν» με το υπερφυσικό παρά να διαπραγματεύονται με τη λογική. Από πιο λάιτ φαινόμενα όπως οι πέτρες του Αγίου Ιωάννη του Δροσιστή που πωλούνται σε μοναστήρι έναντι 20 ευρώ η μία και διατηρούν τη θερμοκρασία στο σπίτι στους 24 βαθμούς διότι 24 ετών ήταν ο άγιος όταν μαρτύρησε έως τα βαριά περιστατικά που μετατρέπουν τους πιστούς σε φανατισμένους οπαδούς.

Πέραν τούτου όμως, στην Ελλάδα, πιο σημαντική και πιο «αναγνώσιμη» από την πίστη είναι η παράδοσή της. Αυτό το «Καλή Παναγιά» που στοχοποιήθηκε και που, ανεξαρτήτως πόσο «καλός χριστιανός» είναι κάποιος, λέγεται στα νησιά ως ξεπροβόδισμα. Τα αμυγδαλωτά που τράταραν οι Μαρίες μαζί με το λικέρ της θείας μου που μύριζε ντουλαπίλα και που, στις προσωπικές μου αναμνήσεις, είναι ταυτόσημα με τη γεύση του Δεκαπενταύγουστου. Η «Παναγιά στα τζάμια» που έβλεπαν και αριστεροί και δεξιοί και προοδευτικοί και συντηρητικοί. Το «Να δώσει η Μεγαλόχαρη κι η Παναγιά η Κανάλα, να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τα κορίτσια τ’ άλλα» του Γκάτσου. Ο μπάλος «Καλέ συ Παναγιά μου κι αγία μου Φωτεινή, βοήθα με κι εμένα κακό να μη με βρει». Δηλαδή, μία παράδοση πίστης ταυτισμένη περισσότερο με τη φύση παρά με την πνευματικότητα που απελευθερώνει, δεν δεσμεύει.