Τις ημέρες αυτές, οι σκέψεις όλων μας είναι στον ανείπωτο πόνο και τις καταστροφές από τις πυρκαγιές. Σε αυτούς που χάθηκαν, σε αυτούς που έχασαν συγγενείς και φίλους, σε όσους είδαν το σπίτι και την περιουσία τους να καταστρέφεται. Σε όσα έπρεπε να είχαν γίνει για να αποφευχθούν τα χειρότερα και δεν έγιναν. Και βέβαια στις ευθύνες που είναι αναγκαίο να καταλογιστούν ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια.

Η διαχείριση παρόμοιων κρίσεων είναι το πιο σημαντικό κριτήριο για το πώς οι πολίτες κρίνουν μία κυβέρνηση. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, δίπλα στην ολιγωρία και την ανικανότητα ήρθε να προστεθεί η απόλυτη έλλειψη ενσυναίσθησης. Αυτή είναι που θα κυριαρχήσει στο υπόλοιπο της θητείας της κυβέρνησης και στην τελική αποτίμηση.

Τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα έχουν αλλάξει τα πάντα. Ας θυμηθούμε το κυβερνητικό αφήγημα που κυριαρχούσε μέχρι πριν από μερικές ημέρες. Το καλοκαίρι του 2018 η χώρα θα άφηνε πίσω της προβλήματα και καταστάσεις που την ταλάνιζαν χρόνια και θα γύριζε σελίδα. Το «τέλος των Μνημονίων» θα συμβόλιζε η παρουσία του σημερινού Πρωθυπουργού εκεί που υποτίθεται ξεκίνησε η κρίση –στο Καστελλόριζο.

Σήμερα φυσικά όλα αυτά αποτελούν παρελθόν –στο συλλογικό πένθος δεν χωρούν πανηγύρια. Το αφήγημα όμως έπασχε έτσι κι αλλιώς –και ήρθε και η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ να μας το υπενθυμίσει. Στο τέλος Αυγούστου λήγει τυπικά το τρίτο και (να το πούμε άλλη μια φορά) αχρείαστο Μνημόνιο. Τελειώνει ο φτηνός δανεισμός από τους εταίρους μας. Δεν τελειώνει όμως η επιτήρηση (ευτυχώς), ούτε η κρίση (δυστυχώς).

Την περίοδο των Μνημονίων –και με μεγάλο κόστος –η χώρα κατάφερε να συμμαζέψει τα δημοσιονομικά της (ευγενική υπενθύμιση: το 80% της προσαρμογής έγινε το 2010 και 2011) και να κάνει ή τουλάχιστον να ξεκινήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά οι αλλαγές που έγιναν είναι εύθραυστες –κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να ακυρωθούν και να γυρίσουμε στο νοσηρό παρελθόν. Και βέβαια την περίοδο αυτή δεν καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε τα βαθύτερα αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας: το στρεβλό πολιτικό μας σύστημα, τους αδύναμους θεσμούς, και τη νοοτροπία που τα θρέφει.

Στην έκθεσή του το ΔΝΤ αναφέρεται στα μεγάλα προβλήματα που παραμένουν (η ημιτελής μεταρρυθμιστική προσπάθεια, το βάρος του χρέους είναι μερικά από αυτά) αλλά και στο όλο και πιο δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η Ελλάδα θα πορευτεί. Σε αυτά να προσθέσουμε τα πραγματικά για τους πολίτες προβλήματα ενός κράτους που ουσιαστικά δεν λειτουργεί (κάτι το οποίο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μόνο εν μέρει μπορούμε να χρεώσουμε στην κρίση και στα Μνημόνια).

Το πιο ξεκάθαρο σημάδι όμως των επερχόμενων κινδύνων είναι το ίδιο το ΑΕΠ: ο ρυθμός ανάκαμψης φέτος και του χρόνου δεν είναι αυτός που θα έπρεπε να έχουμε έπειτα από παρόμοια βαθιά ύφεση. Και το χειρότερο: μεσοπρόθεσμα κανείς δεν δίνει στην Ελλάδα ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 1% με 1,5%. Ο κίνδυνος η χώρα να «σέρνεται» για χρόνια –όχι σε οξεία κρίση η οποία θα ανάγκαζε τους εταίρους να παρέμβουν, αλλά ούτε με υγιή ανάπτυξη που να δημιουργεί ορατό πλούτο για όλους και αρκετές θέσεις δουλειάς –είναι κάτι παραπάνω από πραγματικός.

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργός