Το αλίευσα από τα σόσιαλ μίντια και το υπογράφει ο δημοσιογράφος Αχιλλέας Πατσούκας. Ενα στιγμιότυπο που περιγράφει απλά και συγχρόνως ουσιαστικά τον τρόπο που διαχειριζόμαστε το πένθος. Το δικό μας και των άλλων. Λέει λοιπόν ο Αχιλλέας: «Πριν από οκτώ περίπου χρόνια, σε ένα νησί των Κυκλάδων, πέθανε απρόσμενα ένας πολύ αγαπημένος μου φίλος, κολλητός μου. Αν ζούσε, σήμερα θα ήταν περίπου πενήντα ετών. Δυστυχώς πίσω έμεινε η μητέρα του. Κάθε καλοκαίρι, με το που έδενε το καράβι, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πηγαίνω στο σπίτι της και να της κάνω παρέα. Μια μέρα με φρικτή ζέστη τη βλέπω να έρχεται μούσκεμα στον ιδρώτα. Τη ρώτησα «Πού πήγατε με τέτοια ζέστη;». Η απάντηση ήταν «Στο παιδί μου». Η δεύτερη ερώτησή μου ήταν «Γιατί δεν πηγαίνετε το σούρουπο που η ζέστη θα είναι πιο υποφερτή;». Η απάντησή της ήταν αποστομωτική: «Αν έχεις προσέξει, δίπλα από το νεκροταφείο υπάρχει ένα πολύ όμορφο ουζερί, με υπέροχη θέα. Δεν είναι σπαστικό να πηγαίνουν ερωτευμένα ζευγαράκια για να απολαύσουν τη θέα και από μπροστά τους να περνάει μια μαυροφορεμένη και βουρκωμένη γριά;»».

Εχει μια ιδιαίτερη δυναμική το πένθος σε αυτόν τον τόπο. Σύμφυτο με τις παραδόσεις μας, γίνεται ποίηση, τραγούδι, παραλογή, ιεροτελεστία. Οι πενθούντες είναι, κατά κάποιον τρόπο, πρόσωπα ιερά. Σαν να κουβαλάνε μαζί τους τον νεκρό και σαν να μεταφέρουν τα συναισθήματα που προκαλεί το πένθος. Την αδικία (ιδιαίτερα όταν ο εκλιπών είναι νέος άνθρωπος), την απώλεια, την εγκατάλειψη, την απελπισία, σε κάποιες περιπτώσεις και ένα είδος ενοχής. Το μαύρο ρούχο τους φορτίζει τον χώρο κι όσο κι αν είναι το χρώμα της μόδας, το μαύρο του πένθους ξεχωρίζει σαν να παίρνει μια ιδιαίτερη απόχρωση από το πρόσωπο του ανθρώπου που το φορά. Τρομακτική και ανελέητη. Σαν εκείνο το περιβραχιόνιο που, παλαιότερα, περνούσαν οι πενθούντες άνδρες στο μανίκι τους. Η χαροκαμένη νησιώτισσα το ήξερε, το αισθανόταν. Και το διαχειριζόταν με υπερηφάνεια αλλά και με ένα είδος συστολής. Σαν να αισθανόταν ότι η παρουσία της, η διέλευσή της, μπορεί να ήταν παρελκυστική για εκείνο το ακατάλυτο και απελευθερωτικό «η ζωή συνεχίζεται».

Με αυτό το διάχυτο πένθος τις δύο τελευταίες εβδομάδες στη χώρα, με μια μαυρίλα να έχει κατασταλάξει στις ψυχές ακόμη και ημών που παρακολουθήσαμε την τραγωδία από την τηλεόραση, ο τρόπος με τον οποίο κυβερνητικοί και λοιποί συνεργάτες και οπαδοί απαξιώνουν νεκρούς και πενθούντες δείχνοντάς τους ως υπεύθυνους, ενίοτε τιμωρώντας τους, ή βγάζοντας στη σέντρα μια γυναίκα (φίλη συγγενούς θυμάτων) που έστειλε επιστολή στον Πρωθυπουργό, δεν είναι μόνο προκλητικός ή κυνικός, αλλά και ανίερος. Οχι με την εκκλησιαστική ή θεοκρατική έννοια, αλλά με την ηθική. Και προσπαθώντας να τους δώσουν έναν, μετά θάνατον, αρνητικό ρόλο στην Ιστορία, μου θυμίζουν τη βασίλισσα της Τροίας, την Εκάβη, καθώς σπαράζει στις «Τρωάδες»: «Αν είναι να αφανιστούμε για να μπούμε στον χάρτη της Ιστορίας, καλύτερα να μείνουμε αχαρτογράφητοι».