Κι ύστερα; Οταν θάψουμε τους νεκρούς –των οποίων και τον αριθμό ακόμη αγνοούμε! -, όταν ο τρόμος, η φρίκη, η θλίψη, η συντριβή, το πένθος αρχίσουν να υποχωρούν –όχι για εκείνους που το κακό τούς βρήκε στον πυρήνα του βίου τους, για εμάς τους υπόλοιπους που έχουμε την πολυτέλεια του «ύστερα» -, τι ακολουθεί; Για κάποιους, προσαρμογή στη ζωή που συνεχίζεται, μέχρι κάτι άλλο να ταράξει για λίγο τον ρυθμό της. Για πολλούς, θυμός. Μα η οργή, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν διαρκεί. Αυτό που μένει, νομίζω, και διεκδικεί διάρκεια στον χρόνο είναι, προπάντων, ένα αίσθημα βαθιάς απογοήτευσης.

Γιατί είναι, βέβαια, εξοργιστικά όσα έγιναν και προπάντων όσα δεν έγιναν εκείνο το βράδυ της φωτιάς. Η έλλειψη σχεδίου, ο συντονισμός που παρέλυσε ολοκληρωτικά, ο πανικός εκείνων που είχαν την υποχρέωση να συντονίζουν και να προλαβαίνουν τον πανικό των άλλων, το έγκλημα της διοχέτευσης των αυτοκινήτων στη θανάσιμη παγίδα των αδιέξοδων στενών, η ασυγχώρητη καθυστέρηση στην οργάνωση μιας επιχείρησης διάσωσης όσων είχαν καταφύγει στη θάλασσα. Κι είναι διπλά εξοργιστικά όσα έγιναν μετά, όταν ο Χάρος είχε τελειώσει τον θερισμό. Η εικόνα των κυβερνητικών, παραλυμένων από τον φόβο του πολιτικού κόστους, τόσο ώστε να μην μπορούν να δείξουν καν λίγη ανθρωπιά και συμπόνια, στο βλέμμα έστω, αν όχι στα λόγια. Τα φτηνά επικοινωνιακά κόλπα, οι ευτελείς σκηνοθεσίες, η αδυναμία να σκηνοθετηθεί έστω μια λυτρωτική συγγνώμη. Η ενστικτώδης καταφυγή στις γελοίες θεωρίες συνωμοσίας του 2007, με εμπρηστές και σκοτεινούς εχθρούς του έθνους. Εκείνα τα αμήχανα «δεν βρίσκω λάθος» ή τα ακόμη χειρότερα «ο σχεδιασμός της Πυροσβεστικής δεν περιλαμβάνει την αυθαίρετη δόμηση» του, βάσκανος μοίρα, αρμόδιου υπουργού. Η επίκληση της αυθαίρετης δόμησης ως αληθινής αιτίας της συμφοράς, λες και δεν ήξεραν οι πανικόβλητοι συντονιστές πώς είναι χτισμένο το Μάτι, όταν εξέτρεπαν στον φονικό του λαβύρινθο τα αυτοκίνητα των μελλοθανάτων. Η ύβρις του Καμμένου που εμφανίστηκε ως «επιτόπου» για να αντιδικήσει με τους (χαρο)καμένους πολίτες και να τους ρίξει το φταίξιμο. Κι αυτό το άχαρο και τόσο ασύμμετρο προς το μέγεθος της συμφοράς, που θέλει να μας κάνει να λησμονήσουμε, σόου της μπουλντόζας.

Εξοργιστικά, οπωσδήποτε. Μα αυτό που αφήνουν ως επίγευση είναι προπάντων απογοήτευση.

Απογοήτευση να βλέπεις να βρικολακιάζουν και να επιστρέφουν ζητώντας αίμα όλες οι αδυναμίες ενός προβληματικού κράτους, που έχουν τόσες φορές επισημανθεί και αναλυθεί κι είχαν κατά καιρούς γίνει προσπάθειες να αντιμετωπιστούν, να αμβλυνθούν έστω, μα τώρα μ’ ένα «όπισθεν ολοταχώς» αναφαίνονται. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την τοποθέτηση ανθρώπων σε καίριες θέσεις ευθύνης, με μοναδικό κριτήριο πως είναι «δικοί μας», έστω κι αν είναι παντελώς, αξιοθρήνητα άχρηστοι.

Απογοήτευση να βλέπεις κάθε συζήτηση, ακόμη και υπό τη σκιά του πένθους για τους άταφους νεκρούς, ακόμη και την ίδια τη μακάβρια καταμέτρηση των νεκρών, να εκτρέπεται σε ένα μισαλλόδοξο «με ποιον είσαι; Μ’ εμάς ή με τους άλλους;», που απαγορεύει τη συγκεκριμένη αναζήτηση ευθυνών, αλλά και κάθε συνεννόηση και συναίνεση, ακόμη και στα αυτονόητα.

Απογοήτευση, επίσης, να βλέπεις πόσο εύκολα, πόσο γρήγορα, πόσο δίχως αντίσταση, εκείνο το τμήμα του πολιτικού κόσμου της Μεταπολίτευσης που διεκδικούσε, κάπως ναρκισσιστικά μερικές φορές, το προνόμιο του αναμάρτητου, του ετερογενούς, εκείνου που, ερχόμενος εν τη βασιλεία του, θα γιάτρευε τις αμαρτίες των άλλων, έστω και μόνον επειδή ήταν «άλλος», αφομοίωσε τις χειρότερες παραδόσεις του πολιτικού κόσμου που θέλησε να ανατρέψει και που ακόμη λοιδορεί.

Πως αποδείχτηκαν όχι μόνο διαχειριστικά ελλιπείς, αλλά προπάντων προικισμένοι με το βασικό ένστικτο της πολιτικάντικης πολιτικής, που κι άλλες φορές το είδαμε να φανερώνεται και βαθιά το σιχαθήκαμε. Αυτό που τους επιβάλλει να προτάσσουν την αποφυγή του πολιτικού κόστους ως προτεραιότητα, έναντι της ευθύνης τους. Αυτό που τους κάνει τόσο πολυμήχανους στην αναζήτηση εκ των υστέρων δικαιολογιών, όσο αμήχανοι φαίνονται την ώρα της πράξης.

Ενας κύκλος έκλεισε, μόνον τυφλοί δεν το βλέπουν, στα αποκαΐδια της Αττικής. Κι είναι κρίσιμο η επόμενη μέρα να διαχειριστεί αυτήν την πολιτικά παραλυτική, απονομιμοποιητική αίσθηση απογοήτευσης. Ας αρχίσουμε από τα απλά. Μια ισχυρή δέσμευση εκείνων που φιλοδοξούν να συμμετέχουν στο άνοιγμα ενός νέου κύκλου. Δέσμευση για ένα διαφορετικό πολιτικό κλίμα, που δεν απαγορεύει τη συναίνεση, δεν αναπαράγει ένα ατέρμον «ή εμείς ή αυτοί», δεν χρειάζεται «μάχες φωτός και σκότους» για να αναπαραχθεί η πολιτική. Δέσμευση προπάντων για συγκεκριμένα, μετρήσιμα βήματα απελευθέρωσης του κράτους από την ασφυκτική κηδεμονία των κομμάτων που κυβερνούν. Κι ας αρχίσουμε από αυτό: στις καίριες θέσεις ευθύνης, όπως η πολιτική προστασία, τοποθετούνται οι καλύτεροι, όχι οι «δικοί μας».