Οι «Νεκροί» είναι το τελευταίο αφήγημα στη συλλογή «Οι Δουβλινέζοι» του Τζέιμς Τζόις, την πρώτη με την οποία το όνομά του αρχίζει να αναδεικνύεται το 1914. Όλες οι ιστορίες εκεί εκτυλίσσονται στο Δουβλίνο ως τόπο «ηθικής παράλυσης», όπου οι χαρακτήρες της βικτωριανής περιόδου φέρονται και άγονται σαν νεκροί εν ζωή. Από το βάθος ανεβαίνει κάποτε στην επιφάνεια (η λέξη με την ξεχωριστή σημασία που αποκτά στον Τζόις) η συνειδητοποίηση αυτής της παράλυσης. Οι ήρωες μένουν μόνοι με τον εαυτό τους, ο οποίος αποκαλύπτεται έξαφνα σαν να ήταν η μόνη στιγμή αλήθειας.

Στη σειρά «Μικρά» του Μεταίχμιου η σχεδόν νουβέλα κυκλοφόρησε πρόσφατα ως μεμονωμένο τομίδιο και φαίνεται πως υπήρχε λόγος: η διαφωτιστική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος υπογράφει επίσης τις σημειώσεις και το μικρό λεξικό ξένων και εξελληνισμένων όρων για τα κύρια ονόματα του διηγήματος (10 χαρακτήρες χώρεσε μέσα σε 86 σελίδες ο Τζόις). Η ιστορία είναι μάλλον γνωστή στους ενημερωμένους αναγνώστες: σε μια οικογενειακή γιορτή -μάλλον την παραμονή των Επιφανείων, τη «Δωδέκατη νύχτα» στη δυτική παράδοση- ο Γκέιμπριελ Κονρόι συναντάει τους συγγενείς και φίλους του βγάζοντας έναν λόγο για τον οποίο ανησυχεί λόγω των ακαδημαϊκών του αναφορών. Αντιμετωπίζει επίσης την Ιρλανδή εθνικίστρια Άιβορς και επιστρέφει στο σπίτι με τη γυναίκα του Γκρέτα. Η τελευταία μοιάζει αναστατωμένη και του εκμυστηρεύεται ότι το τραγούδι «The Lass of Aughrim» που άκουσε στη γιορτή επανέφερε στη μνήμη της το νεκρό αγόρι που κάποτε αγάπησε στο Γκόλγουεϊ: τον Μάικλ Φιούρι. «Ο Γκέιμπριελ αισθάνθηκε ταπεινωμένος απ’ την αποτυχία της ειρωνείας του και την ανάκληση από τους νεκρούς της μορφής ενός αγοριού που δούλευε στο γκάζι. Ενώ ήταν γεμάτος αναμνήσεις από την κοινή μυστική τους ζωή, γεμάτος τρυφερότητα και χαρά και πόθο, εκείνη τον συνέκρινε μέσα της με άλλον. Μια ντροπιαστική αυτεπίγνωση τον έπληξε. Είδε τον εαυτό του σαν γελοία φιγούρα, σαν το παιδί για τα θελήματα των θειάδων του, έναν νευρικό, καλοπροαίρετο αισθηματία, που έβγαζε λόγους σε άξεστους και εξιδανίκευε τους δικούς του γελοίους πόθους, τον αξιολύπητο ηλίθιο που ‘χε δει στιγμιαία στον καθρέφτη».

Ο Τζόις αρχίζει να γράφει τους «Νεκρούς» το 1906-1907, όταν βρίσκεται στη Ρώμη ως τραπεζικός υπάλληλος (στο διάλειμμα ενός χρόνου από την Τεργέστη, όπου ζει με τη Νόρα Μπαρνάκλ και τον νεογέννητο Τζιόρτζιο). Στον πυρήνα του αφηγήματος υπήρχε ένα περιστατικό που η Νόρα έζησε στο πραγματικό Γκόλγουεϊ, όπως γράφει ο βιογράφος του Τζόις, Ρίτσαρντ Έλμαν (εκδ. Scripta, 2005, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, επιμ. Άρης Μπερλής): «Εκεί ο Μάικλ (“Σόνυ”) Μπόντκιν φλέρταρε τη Νόρα, προσβλήθηκε όμως από φυματίωση και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι (σ.σ.: η πρώτη ερώτηση του Γκέιμπριελ στην Γκρέτα είναι αν ο Μάικλ Φιούρι πέθανε από φυματίωση). Λίγο αργότερα ο Μπόντκιν φαίνεται πως κατάφερε να το σκάσει από το δωμάτιό του παρά τον βροχερό καιρό, για να της τραγουδήσει. Λίγο μετά πέθανε. Όταν η Νόρα γνώρισε τον Τζόις, εκείνο που την τράβηξε σ’ αυτόν, όπως είπε η ίδια σε μια αδελφή της, ήταν η ομοιότητά του με τον Σόνυ Μπόντκιν. Η συνήθεια του Τζόις να ξετρυπώνει λεπτομέρειες τον έκανε να ανακρίνει εξαντλητικά τη Νόρα επί του θέματος, πριν ακόμη φύγουν από το Δουβλίνο [1905]. Το γεγονός ότι άλλοι άντρες πριν απ’ αυτόν είχαν κινήσει το ενδιαφέρον της Νόρας τον αναστάτωνε… Η ιδέα πως, κατά κάποιο τρόπο, ήταν αντίζηλος ενός νεκρού, θαμμένου στο μιρκό κοιμητήριο του Ραχούν στο Γκολγουέι, ήταν φυσικό να έρθει εύκολα και ανεπιθύμητα σ’ έναν άνθρωπο της ζηλότυπης ιδιοσυγκρασίας του Τζόις».
Μια άλλη ομοιότητα με τον Γκέιμπριελ είναι ότι, όπως εκείνος, έτσι και ο Τζόις έγραφε κριτικές βιβλίων για την «Daily Express» του Δουβλίνου. Αλλά και στο γράμμα που στέλνει ο Γκέιμπριελ στην αρχή του ειδυλλίου με την Γκρέτα μερικές αράδες είναι αυτούσιες από επιστολή του Τζόις στη Νόρα το 1904: «Γιατί μου φαίνονται τόσο πληκτικές και ψυχρές τέτοιες λέξεις; Μήπως επειδή δεν υπάρχει λέξη αρκετά τρυφερή για να ‘ναι τ’ όνομά σου;».
Κι ύστερα, στην τελική σκηνή, πέφτει το χιόνι: «Έπεφτε σε κάθε γωνιά της σκοτεινής κεντρικής πεδιάδας, στους γυμνούς λόφους, έπεφτε απαλά στο Μπογκ-οφ-Άλεν, και πιο πέρα, στα δυτικά, έπεφτε απαλά στα σκοτεινά ταραγμένα νερά του Σάνον. Έπεφτε και σε κάθε γωνιά του μοναχικού νεκροταφείου στο λόφο όπου ήταν θαμμένος ο Μάικλ Φιούρι. Απλωνόταν, πυκνό, πάνω στους γερμένους σταυρούς και στις ταφόπλακες, στα μυτερά κάγκελα της μικρής πύλης, στα στείρα αγκάθια. Η ψυχή του [Γκέιμπριελ] τρέκλισε αργά καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει ελαφρά στο σύμπαν κι ελαφρά να πέφτει, σαν τον ερχομό του έσχατου τέλους τους, πάνω σ’ όλους τους ζωντανούς και νεκρούς». Ο Ρ. Έλμαν επισημαίνει πως κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη σύλληψη αυτή του Τζόις, που οδηγεί σε μία εικόνα ανθολογίας για την παγκόσμια λογοτεχνία (με τις θρησκευτικές αναφορές να αποτελούν μια ανάλυση χωριστά). Πιθανότατα επεξεργάστηκε κάποια κρυπτομνησία από βιβλίο
που είχε διαβάσει. Ο Αχ. Κυριακίδης επισημαίνει την αρχική παράγραφο από το βιβλίο «Gabriel Conroy» (να το πρωταγωνιστικό όνομα) του Αμερικανού Μπρετ Χαρτ με το «χιόνι που πέφτει, πάντα σιωπηλά». Ο Έλμαν υποδεικνύει ως πιθανότητα και την παρομοίωση στο 12ο βιβλίο της Ιλιάδας: «…πυκνές πέφτουν οι νιφάδες μια μέρα του χειμώνα, όταν ο Δίας αρχίζει να χιονίζει για να δούνε οι άνθρωποι τα βέλη του. Κοιμίζει τους ανέμους και το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, ωσότου σκεπάσει τις ψηλές βουνοκορφές και τα κατάραχα, τ’ ανθισμένα λιβάδια και τους εύφορους αγρούς, και τους κόρφους και τ’ ακρογιάλια της σταχτιάς θάλασσας, και μόνο το κύμα σαν έρχεται κοντά το διώχνει».
Ο Τζόις ήταν 25 ετών όταν έγραψε το διήγημα. Μέσα του είχε δικαιολογήσει τη φυγή από την Ιρλανδία, αλλά συνέχιζε να αναζητά το καταφύγιό του. Στην Τεργέστη και τη Ρώμη η πατρίδα του απλώς τον ακολουθούσε. Εκεί μάθαινε να είναι Δουβλινέζος. «Οι Νεκροί είναι το πρώτο τραγούδι του της εξορίας» θα γράψει ο Έλμαν.







