Η πρόσφατη εκδημία του Νικόλαου Παπαδάκη, γενικού διευθυντή στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος» στα Χανιά λειτούργησε και ως ερέθισμα για την εκ νέου «επίσκεψη» στη βιβλιογραφία που έχει συσσωρευτεί χάρη στις δικές του πρωτοβουλίες. Οι μονογραφίες και τα πρακτικά συνεδρίων για τον κορυφαίο ηγέτη που έχουν τη σφραγίδα του Ιδρύματος είναι δεκάδες. Στεκόμαστε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος και πολιτιστική πολιτική» ((Μουσείο Μπενάκη/ Εθνικό Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος, 2012), τόμος που βασιζόταν στο συμπόσιο της 21ης και 22ας Νοεμβρίου 2008 στο Μουσείο Μπενάκη.

Εκτός άλλων, οι αναγνώστες μπορούν να ενημερωθούν εδώ: για τη δράση της Ακαδημίας Αθηνών κατά την πρώτη δεκαετία της ζωής της (είχε ιδρυθεί το 1926 με απόφαση του Δημήτριου Αιγινήτη, υπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση Πάγκαλου), τη θεσμική συγκρότηση της θεατρικής δράσης (το Εθνικό Θέατρο ιδρύεται τον Μάιο του 1930 και εγκαινιάζεται το 1932 με τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου και τη μονόπρκατη κωμωδία του Γ.Ξενόπουλου «Ο θείος Όνειρος». την ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων και την αρχαιολογική πολιτική των κυβερνήσεων Βενιζέλου. Την «Ομάδα Τέχνη» (1917 – 1919), με υποκινητή τον Νικόλαο Λύτρα, τη δημόσια γλυπτική, την κινηματογραφική παραγωγή στη διάρκεια του Μεσοπολέμου κ.ά.
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείωμα της Χριστίνας Ντουνιά για τη διάκριση ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς λογοτέχνες, η οποία όντως διαπερνά την αντίστοιχη παραγωγή της περιόδου. Στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», ως γνωστόν, αποτυπωνόταν «το όραμα της ανανέωσης της λογοτεχνίας, με την πίστη στη δυναμική του πολιτικού φιλελευθερισμού, κάτω από την ακτινοβολία της προσωπικότητας του Ελευθέριου Βενιζέλου». Από την άλλη, τον ενθουσιασμό της Γενιάς του ’30 «δεν μοιράζονταν βέβαια ούτε οι “καταραμένοι” της δεκαετίας του 1920 ούτε οι μαρξιστές του Μεσοπολέμου.
Σε ένα οφθαλμοφανές παράδειγμα της πρώτης «πλευράς», η απήχηση του Βενιζέλου δίνει στον Θεοτοκά την έμπνευση για το έβδομο κεφάλαιο του μυθιστορήματός του Αργώ, με τον τίτλο «Ο Πρόεδρος», όπως θυμίζει η Ντουνιά. «Για τον Θεοτοκά, ο Βενιζέλος δεν ήταν απλώς ένας προικισμένος πολιτικός. Ήταν ένας καλλιτέχνης, που έδινε στον ελληνισμό μαθήματα ύφους: “ένας καλλιτέχνης που εκφραζόταν με τις γραμμές της δράσης, με τον ρυθμό των περιστάσεων, με τον κομψό και πνευματώδη χειρισμό των μεγάλων και τυφλών ομαδικών δυνάμεων, ένας άνθρωπος που είχε συλλάβει ένα style, ένα ύφος στην υπηρεσία της Ελλάδας”». Τις συνδέσεις και τον θαυμασμό τους με την προσωπικότητα του Κρητικού ηγέτη θα υπενθυμίσουν επίσης οι Άγγελος Τερζάκης, Θ.Πετσάλης-Διομήδης (βιογράφος του, άλλωστε), ο Στρατής Μυριβήλης, ακόμη και ο υπερρεαλιστής -και για ένα διάστημα μαρξιστής- Ανδρέας Εμπειρίκος: «Εάν έπαυσα προ πολλού να είναι κομματικώς φιλελεύθερος, ουδέποτε έπαυσα να είμαι συναισθηματικώς “βενιζελικός”…».
Στην αντίπερα όχθη, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης -με σταθερή συμπάθεια για τις σοσιαλιστικές ιδέες- αποφαίνεται με σκωπτικό ύφος σε ένα αχρονολόγητο σημείωμά του (μάλλον προς το τέλος της δεκαετίας του 1920): «Όταν είναι κανένας έξυπνπς δεν μπορεί βέβαια να είναι βασιλικός. Όταν όμως είναι και τίμιος δεν μπορεί να είναι και βενιζελικός». Ο Δημοσθένης Βουτυράς, Πέτρος Πικρός και ο Κώστας Βάρναλης αδιαφορούν ή αποστρέφονται τον φιλελευθερισμό και προτάσσουν τις ιδέες κοινωνικής αμφισβήτησης. Φυσικά τα οραματικά σχέδια και των δύο πλευρών, όπως καταλήγει η Ντουνιά, θα αναστείλει το 1936 η δικτατορία του Μεταξά, «η οποία θα αναδιαμορφώσει και πάλι το ιδεολογικό τοπίο στον χώρο της διανόησης και θα αναδιατάξει τα δεδομένα του λογοτεχνικού πεδίου».







