Αν και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ υποστήριξε επανειλημμένα ότι οι δασμοί που επέβαλε πλήττουν οικονομικά τις ξένες χώρες, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως το μεγαλύτερο μέρος του κόστους μετακυλίεται στους ίδιους τους Αμερικανούς. Κατά τη διάρκεια του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε κυρίως κατά της Κίνας, αλλά επεκτάθηκε και σε συμμάχους όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Καναδάς, η αμερικανική οικονομία αντιμετωπίζει σημαντικές πιέσεις, με επιχειρήσεις και καταναλωτές να επωμίζονται άμεσα ή έμμεσα τις συνέπειες των δασμών.
Η General Motors αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η εταιρεία ανακοίνωσε ότι οι δασμοί οδήγησαν σε αύξηση του κόστους της παραγωγής, με αποτέλεσμα να καταγράψει απώλειες κερδών που ξεπερνούν το 1,1 δισεκατομμύριο δολάρια. Αν και επέλεξε να απορροφήσει το επιπλέον κόστος χωρίς να το μετακυλήσει στους καταναλωτές, η κίνηση αυτή επηρέασε αρνητικά την καθαρή της κερδοφορία. Συγκεκριμένα, τα κέρδη ανά μετοχή για το ίδιο διάστημα ήταν 2,53 δολάρια — ξεπερνώντας τις προβλέψεις, αλλά σαφώς χαμηλότερα από τα 3,06 δολάρια της προηγούμενης χρονιάς.
Αντίστοιχα, άλλες κατηγορίες εισαγόμενων προϊόντων, όπως τα παιχνίδια, τα ηλεκτρονικά είδη και οι οικιακές συσκευές, παρουσίασαν σημαντικές αυξήσεις τιμών, δείχνοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις το επιπλέον κόστος τελικά το επωμίστηκε ο καταναλωτής. Παράλληλα, τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας δείχνουν ότι οι τιμές των εισαγωγών — εξαιρουμένων των καυσίμων — αυξήθηκαν αισθητά, κάτι που διαψεύδει τον ισχυρισμό του Τραμπ ότι οι ξένες επιχειρήσεις μείωσαν τις τιμές τους για να απορροφήσουν το βάρος των δασμών.
Σύμφωνα με οικονομικές αναλύσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και ανεξάρτητων ινστιτούτων όπως το Peterson Institute for International Economics, το κόστος των δασμών επιβαρύνει κυρίως τους Αμερικανούς εισαγωγείς. Αυτοί πληρώνουν τους φόρους τη στιγμή που τα προϊόντα εισάγονται στη χώρα, και είτε μειώνουν τα περιθώρια κέρδους τους είτε αυξάνουν τις τιμές για να διατηρήσουν τη βιωσιμότητά τους. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ξένες εταιρείες μείωσαν τις τιμές τους, γεγονός που καταρρίπτει τη βασική πολιτική αφήγηση του Τραμπ ότι «οι Κινέζοι πληρώνουν για όλα».
Ο αντίκτυπος των δασμών δεν περιορίστηκε μόνο στο επίπεδο των τιμών. Σύμφωνα με μελέτες της Fed, ο εμπορικός πόλεμος επέφερε μείωση του αμερικανικού ΑΕΠ κατά 0,3% ετησίως, ενώ οι συνολικές απώλειες για τις ΗΠΑ από δασμούς και αντίμετρα έφτασαν τα 57 δισ. δολάρια ετησίως. Επιπλέον, η Κίνα ανταποκρίθηκε με αντίποινα, επιβάλλοντας δασμούς σε αμερικανικά αγροτικά προϊόντα όπως η σόγια, πλήττοντας σοβαρά τους Αμερικανούς παραγωγούς.
Η πραγματικότητα είναι πως οι δασμοί, αντί να τιμωρήσουν τις «άδικες» εμπορικές πρακτικές των ξένων κρατών, λειτούργησαν τελικά ως φόρος στον ίδιο τον αμερικανικό πληθυσμό. Αν και βραχυπρόθεσμα μπορεί να προστατεύουν συγκεκριμένες βιομηχανίες, μακροπρόθεσμα αυξάνουν τις τιμές, μειώνουν την ανταγωνιστικότητα και επιβραδύνουν την ανάπτυξη. Ο ισχυρισμός ότι «οι άλλες χώρες πληρώνουν» αποδείχθηκε περισσότερο πολιτικό σύνθημα παρά οικονομική πραγματικότητα. Και είμαστε ακόμη στην αρχή…







