Η Συρία μπορεί να έχει απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο – για μεγάλο μέρος του λαού της και αρκετές ξένες κυβερνήσεις – καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο εφιάλτης του πολέμου όμως δεν την έχει εγκαταλείψει. Απόδειξη αποτελεί ο νέος γύρος πολύνεκρων συγκρούσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη τις τελευταίες μέρες, αυτή τη φορά με επίκεντρο την πόλη Σουάιντα και την ομώνυμη επαρχία, η οποία βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και θεωρείται προπύργιο της μειονότητας των Δρούζων Μουσουλμάνων.

Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Ας το διατυπώσουμε όσο πιο απλά γίνεται: Τουρκία και Ισραήλ διασταυρώνουν τα ξίφη τους στο έδαφος της Συρίας, διεκδικώντας να την εντάξουν στη σφαίρα επιρροής τους. Και συνεχίζουν, με τον τρόπο αυτό, την παράδοση που έχει δημιουργηθεί στη συγκεκριμένη χώρα μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου το 2011 και τη θέλει να αποτελεί ένα πεδίο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ανάμεσα σε μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις, πότε απευθείας και πότε δι’ αντιπροσώπων.

Σύγκρουση δι’ αντιπροσώπων

Μια ματιά στα σημερινά αντίπαλα στρατόπεδα αρκεί προκειμένου να το επιβεβαιώσει: Από τη μία, το νέο καθεστώς της Δαμασμού, υπό την ηγεσία του – πρώην τζιχαντιστή και νυν μεταβατικού προέδρου και συνομιλητή της διεθνούς κοινότητας – Αχμέντ αλ-Σάρα, βρίσκεται υπό την πολιτική και στρατιωτική προστασία της Άγκυρας και του Ταγίπ Ερντογάν. Από την άλλη, οι Δρούζοι αποτελούν παραδοσιακούς συμμάχους του Ισραήλ, το οποίο τώρα επικαλείται την ασφάλειά τους για να βομβαρδίζει ανηλεώς τις «κυβερνητικές» δυνάμεις και να απειλεί ακόμη και με γενικευμένη επέμβαση.

Οι δηλώσεις που έχουν γίνει μέχρι στιγμής συνάδουν απολύτως με την παραπάνω εικόνα. Για του λόγου το αληθές, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, στη σχετική ανακοίνωσή του, όχι απλώς καταδικάζει τις ισραηλινές επιθέσεις, αλλά τονίζει πως «τα βήματα εκ μέρους της συριακής κυβέρνησης με σκοπό την εδραίωση της ασφάλειας σε ολόκληρη τη χώρα και την ενίσχυση της παρουσίας της πρέπει να υποστηριχθούν». Αντιθέτως, ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ κάλεσε το καθεστώς της Δαμασκού «να αφήσει ήσυχους τους Δρούζους», ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι η χώρα του «δεν

πρόκειται ποτέ να τους εγκαταλείψει και θα επιβάλει την αποστρατιωτικοποίησή της, όπως έχει αποφασίσει».

Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι εκρηκτική και, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, φέρνει πιο κοντά μια ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πιο ισχυρές στρατιωτικά χώρες της περιοχής: την Τουρκία και το Ισραήλ. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα σενάριο – εφιαλτικό, δίχως αμφιβολία – το οποίο αρκετοί είχαν αναδείξει αμέσως μετά την ανατροπή του καθεστώτος του αλ-Άσαντ, που κατέρρευσε σαν «χάρτινος πύργος» τον περασμένο Δεκέμβριο, αναδεικνύοντας σε αδιαμφισβήτητους κερδισμένους τις δύο αυτές χώρες.

«Πονοκέφαλος» για τις ΗΠΑ

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως – που έχουν καταφέρει να αποδυναμώσουν σημαντικά την επιρροή της Ρωσίας και του Ιράν στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή – η κόντρα αυτή αποτελεί ένα σημαντικό «πονοκέφαλο». Κι αυτό διότι το Ισραήλ και η Τουρκία αποτελούν τους δύο πιο στενούς συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή, ενώ τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Νετανιάχου έχουν άμεση πρόσβαση στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τους έχει χαρακτηρίσει καλούς και πολύτιμους φίλους και συμμάχους.

Θα καταφέρει, λοιπόν, η Ουάσιγκτον να αποτρέψει μια σύγκρουση ανάμεσά τους, επιχειρώντας να μοιράσει η ίδια την «τράπουλα» όσο πιο ισότιμα γίνεται; Ή θα αποδειχθεί τελικώς αναπόφευκτη μια απευθείας σύγκρουση η οποία, όσο σύντομη και αν είναι, θα δημιουργήσει συνολικά νέα δεδομένα και θα ξεκαθαρίσει ποιος έχει το πάνω χέρι;

Το σίγουρο είναι πως οι εξελίξεις σε αυτό το μέτωπο αφορούν όλα τα κράτη της «γειτονιάς» – συνολικά δηλαδή τον αραβικό κόσμο, καθώς και τους Παλαιστίνιους – στην οποία πλέον Τουρκία και Ισραήλ είναι μεγάλοι «παίκτες». Ανάμεσά τους και την Ελλάδα, η οποία είναι φανερό ότι έχει επιλέξει στρατόπεδο εδώ και καιρό, εξακολουθεί όμως να ελπίζει (παρά τα όσα συχνά-πυκνά δηλώνουν ορισμένοι «θερμοκέφαλοι») ότι δεν θα αναγκαστεί να εμπλακεί ενεργά σε κάποιο «θερμό επεισόδιο».