Αυτό που συνέβη την περασμένη Παρασκευή θα μπορούσε να είχε συμβεί μια δεκαετία και κάτι νωρίτερα. Ο Νετανιάχου ήταν και τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ. Ηθελε και τότε να χτυπήσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Είχε δώσει τη σχετική εντολή και μάλιστα δύο φορές. Αλλά η εντολή δεν εξετελέσθη. Η ηγεσία των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων είχε επιμείνει μέχρι τέλους στη διαφωνία της. Και, το σημαντικότερο, ο αμερικανός πρόεδρος είχε βάλει βέτο. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, ο Ομπάμα είχε πει στους συμβούλους του πως «δεν θα ήθελε να τον ξυπνήσει ένα πρωί στις 3 η ώρα ένα τηλεφώνημα ότι το Ισραήλ επιτέθηκε». Είχε φροντίσει όλες οι αεροπορικές δραστηριότητες του Ισραήλ να βρίσκονται υπό διαρκή και αυξημένη επιτήρηση από τις αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας. Κάπως έτσι, η επίθεση ματαιώθηκε.
Εκείνη η κρίση ήταν η αφετηρία των συνομιλιών που οδήγησαν στη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν το 2015. Αλλά όταν ο Τραμπ εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη συμφωνία και επέστρεψαν στην πολιτική των κυρώσεων. Το Ιράν έπαψε και αυτό, λίγο αργότερα, να τηρεί τις υποχρεώσεις του και, στο τέλος, ούτε καν τα προσχήματα. Παράλληλα, στο εσωτερικό της χώρας, επικράτησαν οι σκληρότεροι του καθεστώτος και ενισχύθηκε η καταπίεση. Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να αναβιώσει τη συμφωνία των πυρηνικών, αλλά απέτυχε. Την παραμονή μιας τελευταίας απόπειρας, εκδηλώθηκε η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ. Και τις παραμονές μιας σχεδιαζόμενης νέας προσπάθειας συνομιλιών ΗΠΑ – Ιράν, τώρα, εκδηλώθηκε η επίθεση του Ισραήλ στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Το οποίο, στο μεταξύ, έχει βρεθεί, σύμφωνα με την αρμόδια υπηρεσία του ΟΗΕ, εγγύτερα παρά ποτέ στο κρίσιμο, για τη δημιουργία πυρηνικών όπλων, σημείο.
Συμπέρασμα πρώτο, οι ακραίοι κάθε πλευράς σε αυτή τη σύγκρουση αλληλοτροφοδοτούνται. Συμπέρασμα δεύτερο, το ισραηλινό χτύπημα της περασμένης Παρασκευής μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αυτή τη φορά οι στρατηγοί στο Ισραήλ έχουν πολύ χαμηλότερες αντιστάσεις στις πολιτικές εντολές. Εχουν, ίσως, και λιγότερους λόγους – με τη Χεζμπολάχ εξουθενωμένη, τον Ασαντ εξόριστο και τη Χαμάς καθηλωμένη στον πόλεμο της Γάζας – να φοβούνται τις συνέπειες μιας επίθεσης στο Ιράν. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο Λευκός Οίκος δεν έχει καμιά διάθεση να αντιτάξει βέτο. Και να είχε, είναι αμφίβολο αν ο Νετανιάχου θα του έδινε σημασία.
Ο εν εξελίξει νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγήσει. Οι ειδικοί λένε πως όλα τα σενάρια – από μια εσωτερική κρίση στην Τεχεράνη που θα οδηγούσε σε ανατροπή του καθεστώτος μέχρι έναν γενικευμένο πόλεμο και, φυσικά, μια νέα οικονομική κρίση με τις τιμές του πετρελαίου να εκτινάσσονται – είναι αυτή τη στιγμή ανοιχτά. Μα αν δεν μπορούμε να μαντέψουμε την έκβασή του, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τα δύο βασικά πολιτικά συμπεράσματα που προκύπτουν. Κρίσιμα και τα δύο, για τα δικά μας, τα ελληνικά πράγματα.
Το ένα είναι ότι οι ΗΠΑ δεν αποσύρονται απλώς από τον ρόλο που τα τελευταία 80 χρόνια, κι ακόμη περισσότερο τα τελευταία 35 χρόνια, είχαν στον κόσμο. Χάνουν, με γρήγορο ρυθμό, και την ικανότητα να διαδραματίζουν έναν ανάλογο ρόλο. Η σημαντικότερη συνέπεια του τυφώνα Τραμπ είναι αυτή. Οσο ο Τραμπ, στο εσωτερικό της Αμερικής, ισχυροποιείται καταλύοντας τα θεμέλια της αμερικανικής soft power – τους δημοκρατικούς θεσμούς, τα αντίβαρα στην εξουσία, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ή την πνευματική αίγλη των μεγάλων πανεπιστημίων της – τόσο η αμερικανική ισχύς απομειώνεται, απογυμνώνεται ως απλώς στρατιωτική δύναμη. Οσο ισχυρότερος γίνεται ο Τραμπ στο εσωτερικό της χώρας τόσο εξασθενεί η ισχύς της χώρας στον κόσμο.
Το δεύτερο είναι ότι το κενό που χάσκει στη διεθνή σκηνή, μοιραία καλύπτεται. Και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν το καλύπτει κάποια άλλη μεγάλη δύναμη που διεκδικεί ρόλο διεθνούς χωροφύλακα. Το καλύπτουν οι περιφερειακοί παίκτες που νιώθουν ότι έχουν αρκετή ισχύ πια ώστε να εκπληρώσουν φιλοδοξίες που χρόνια συντηρούν αλλά και κανένα εμπόδιο να το κάνουν, αφού δεν υπάρχει «εποπτεύουσα» υπερδύναμη, να θέτει όρια. Το έκανε το Ισραήλ με το Ιράν. Το έκανε η Τουρκία στη Συρία. Θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό ξανά.
Κάπως έτσι, η νέα κρίση στη Μέση Ανατολή, αποκτά μια άμεση μετάφρασή της στα ελληνικά. Ως έμπρακτη αμφισβήτηση των βασικών αρχών της αρχιτεκτονικής ασφαλείας που στήριζε την ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική δεκαετίες τώρα.