Φαίνεται πως απωλέσθη ο αρχετυπικός λόγος, ως έκφραση της αναζήτησης μιας αιώνιας αλήθειας [νέας αυταπάτης;], ότι ο «άνθρωπος δημιουργεί τον εαυτό του» [Μαρξ], καθώς η διαλεκτική της αμφιβολίας έχει εισχωρήσει τόσο μέσα στα ιδεολογικά πεδία, όσο και στις τεχνολογικές υπερκωδικοποιήσεις. Μοιάζει σαν να δημιουργείται ο νέος τύπος ανθρώπου [unus homo novus] μέσα στα υπόγεια των κρυφών εξουσιών και τα εργαστήρια της μυστικής έρευνας, με στόχο όχι την ευτυχία όλων αλλά την επιβίωση μερικών προνομιούχων.

Πώς αλλιώς να εξηγηθεί αυτός ο αγριεμένος τρόπος που επικοινωνούμε, αυτοί οι συχνά τεχνητοί δια-χωρισμοί και οι φονικές εκ-ρήξεις;

Σε κάθε φαινόμενο εμφανίζονται οι ένθεν/κακείθεν λάτρεις των «οιονεί-ταγμάτων κυνηγών», στους οποίους επικρατούν η κακία και η μοβοριά [Γιάννης Μόσχος, Αμνοί και Λέοντες], καθώς και οι ένθεν/κακείθεν υπέρμαχοι ανορθόδοξων απόψεων, όμηροι προ-καταλήψεων, χωρίς καμία νεοτόμο προ-οπτική.

Αυτά συμβαίνουν και στα πανεπιστημιακά προαύλια [και όχι μόνον], με συνέπεια κάθε τόσο να έχουμε βίαια επεισόδια και νέες αρχές διαλόγου [sic] μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων.

Η Παιδεία, ως σύστημα αρχών και αξιών ενός πεπαιδευμένου πολίτη, έχει εδώ και χρόνια υποβαθμισθεί σε Εκπαίδευση, ως μηχανισμό εξουσιών εντός του σχολείου, αναδιανομής τυπικών γνώσεων, αλλά και αποκλεισμού μαθητών β’ κατηγορίας.

Τόσο στη σχολική κοινότητα, όσο και στην πανεπιστημιακή, το καζάνι βράζει, χωρίς κάποιος ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη να σηκώσει το καπάκι για να μην εκραγούν.

Στο σημερινό σημείωμα θα ασχοληθούμε με τα πανεπιστημιακά πράγματα.

Σε «σιδερωμένο διάλογο» [Τεύκρος Μιχαηλίδης, Ο μέτοικος και η συμμετρία], όπου οι μεν μοιράζουν «συνεφόψωμα» [Μαγιακόβσκι] και οι δε εκστομίζουν «απειλές πλημμύρας» [Ουμπέρτο Εκο] αναρωτιέμαι:

Ποιο είναι ακριβώς το Κακό στην πανεπιστημιακή βία;

– το ότι οι δράστες φοράνε συνήθως κουκούλα και ότι τα θύματα απλώς βρίσκονται τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος;

– το ότι μερικά υποψήφια θύματα αντιμιλούν στον «επαναστατικό λόγο» [sic] των επιτιθέμενων  ή οι απόψεις τους δεν αρέσουν στους δράστες;

– το ότι ουδείς παρανομών φοβάται νόμο ή αστυνόμο, ενώ όλοι οι άλλοι τρέμουν μην καταστούν μέρος παράπλευρων απωλειών;

– το ότι ορισμένοι πανεπιστημιακοί καθηγητές ισχυρίζονται ότι «υπάρχει καλή βία», η οποία αντισταθμίζει τα εγκλήματα του πολέμου ή του εμφυλίου;

– το ότι πολλοί «συνοδοιπόροι» εκλαμβάνουν την όλη διαδικασία επιθέσεων, ως παρέμβαση ή ως happening, κι όχι ως παράνομη πράξη;

– το ότι οι περισσότεροι παρεπιδημούντες δεν ασχολούνται σε βάθος με τις εκατέρωθεν ευθύνες, αποφεύγοντας να εμπλακούν σε ιστορίες, απ’ όπου μπορεί να προδοθούν οι δικές τους παρανομίες;

– το ότι στα ΑΕΙ δεν αίρονται οι κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, ίσως και να δημιουργούνται και νέες;

– το ότι τα κόμματα θεωρούν μεταπολιτευτικά τα Πανεπιστήμια ως κατ’ εξοχήν χώρους «στρατολόγησης νέων στελεχών»;

– το ότι έχει όλη η κοινωνία παρανοήσει την έννοια της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών;

– το ότι η κάθε Κυβέρνηση νομοθετεί κατά το δοκούν;

Σε όλες αυτές τις μορφές του Κακού η Πολιτεία απαντάει με Παρατηρητήρια για φαινόμενα βίας αντί να ιδρύουν Παρατηρητήρια κατά της ακαδημαϊκής και κοινωνικής Αδιαφορίας.

Οι δρεπανοφόροι εκδικητές και οι υποκρυπτόμενοι ιδεολογικοί/πανεπιστημιακοί καθοδηγητές, οι οποίοι αρέσκονται να διαβάζουν την Ιστορία ανάποδα για να δικαιολογούν την πολιτικοεγκληματική βία, δεν αντιμετωπίζονται με Αστυνομίες και Νόμους, αλλά με την οριστική κι αμετάκλητη καταδίκη ΑΠΟ ΟΛΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΑΣΜΑ, δηλαδή ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ, τη συναινετική αλλά πιστή εφαρμογή των κανόνων ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ κι εν τέλει την πλήρη αποδοκιμασία [χωρίς αστερίσκους] ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.

Τα υπόλοιπα αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις

ΥΓ. «Τρέχω προς τα εκεί που πυροβολούν»

[Ηρακλεία Πέππα, Μαγιακόβσκι]

Ο Γιάννης Πανούσης είναι πρώην υπουργός