Τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση, εάν κι εφόσον εφαρμοστούν από τους δημόσιους φορείς και τους ενδιαφερόμενους γονείς, μπορεί να έχουν ένα «τεχνικό αποτέλεσμα». Το χαρακτηρίζω «τεχνικό» διότι αντιμετωπίζει το φαινόμενο σαν να είναι μία μηχανική βλάβη. Είναι όμως αυτή η ουσία του θέματος; Οι έφηβοι μας μιλάνε άλλοτε με ευγένεια κι άλλοτε με αγένεια, μας κοιτάζουν άλλοτε με ήρεμο ύφος κι άλλοτε με θράσος, μας αντιμετωπίζουν άλλοτε με υπομονή κι άλλοτε με επιμονή. Κι όλες αυτές, οι εντελώς φυσιο-λογικές αντιδράσεις, οφείλονται στο ότι συνήθως ενηλικιώνονται «παίρνοντας αποστάσεις» από τους ενήλικες και ιδιαίτερα από τους γονείς και τους πάσης φύσεως παιδο-νόμους.
Αλλο όμως η αντι-δραστική κι άλλο η εχθρικά επιθετική, μέχρι παραβατική, συμπεριφορά. Ποια είναι ενδεχομένως η αιτιολογία;
Είναι «η βία» εγγενές στοιχείο της οικογενειακής ζωής;
Είναι «η βία» εγγενές στοιχείο της γονεϊκής διαπαιδαγώγησης;
Είναι «η βία» εγγενές στοιχείο της εφηβείας;
Είναι «η βία» εγγενές στοιχείο της αρρενωπότητας για τ’ αγόρια ή και της χειραφέτησης για τα κορίτσια;
Είναι «η βία» εγγενές στοιχείο των αδελφών ή των συνομηλίκων;
Ή μήπως «η βία» είναι εγγεγραμμένη στο DNA μόνον ορισμένων, ως βιολογικό πεπρωμένο;
Επειδή πιστεύω ότι τίποτα δεν είναι εξαρχής δεδομένο, ως «κακή μοίρα» (ακόμα κι αν η επιθετικότητα χαρακτηρίζει μερικά άτομα), τα πάντα κρίνονται στο «παιχνίδι των σχέσεων», στα δίκτυα (προσωπικά και κοινωνικά), στο γενικό πλαίσιο διαβίωσης και στο ειδικό περιβάλλον συμβίωσης. Εκεί μέσα επωάζεται η αίσθηση της συλλογικής συνείδησης αλλά και της ατομικής ευθύνης.
Σε κάθε περίπτωση οι «αυτομαστιγώσεις» των γονέων (…δεν ήμουνα ο καλύτερος… εμείς φταίμε για όλα…), όπως και οι «κατηγορίες/καταγγελίες» των παιδιών (…δεν μ’ αφήνουν να κάνω ό,τι θέλω… έχω δικαιώματα…), δεν οδηγούν πουθενά
Τόσο ο υπερβολικός εγωτισμός, όσο και ο ακραίος δικαιωματισμός, δεν δίνουν κάποιου είδους διέξοδο στις διαφωνίες. Οι νέοι ψάχνουν – συχνά με επικίνδυνα μέσα (π.χ. χρήση ουσιών) – να βρουν τον δρόμο τους, την προσωπική τους ταυτότητα, χωρίς να γίνονται δική μας «φωτοτυπία», δηλαδή να μας μοιάζουν σε όλα ή να μας υπακούουν πάντοτε.
Χωρίς όμως όρια και κανόνες δεν είναι εφικτή η διαπαιδαγώγηση ή η κοινωνικοποίηση. Εκτός αν οι γονείς, για τους δικούς τους λόγους, «σηκώνουν ψηλά τα χέρια» και αρνούνται να παίξουν τον ρόλο τους (γινόμενοι όμηροι των παιδιών τους) και οι δάσκαλοι, φοβούμενοι τις εντάσεις αποφεύγουν τη διδαχή (καθιστάμενοι όμηροι των μαθητών τους).
Μία κοινωνία απέχουσα των ευθυνών της στη δημιουργία προτύπων και σταθερών αξιών ας μην απορεί για το τίμημα, όχι της εγκληματικής βίας, αλλά της απορριπτικής βίας από εκείνους για τους οποίους δεν νοιάστηκαν και δεν τους προσέφεραν ασφάλεια, φροντίδα και τρυφερή αγάπη.
Η ηθική πρόσληψη και η κοινωνική αναπαράσταση της όποιας βίας ακολουθούν τον πολιτισμό της ντροπής και της ενοχής κι όχι την κουλτούρα της ατομικής επιβίωσης και της διαγενεακής αποξένωσης. Αν η εφηβική επιθετικότητα είναι μία συμπεριφορά «που επερωτά» ας μην την αφήσουμε να μετεξελιχθεί σε μία βία «που ανταπαντά».
ΥΓ. Σήμερα διαπιστώνουμε μία μετάβαση από την κλασική παραβατικότητα των ανηλίκων σε πρώιμη εγκληματικότητα ενηλίκων. Εύκολη πρόταση διαχείρισης δεν υπάρχει. Ο κόσμος της Ανομίας παράγει άνομα αποτελέσματα. Ο φαύλος κύκλος των μη-υπεύθυνων και η μαύρη τρύπα των θεσμών δεν θα κλείσουν μ’ ευχολόγια, με αύξηση ποινών ή με την ύψωση τεχνολογικών τειχών (που εύκολα οι νέοι θα υπερπηδήσουν). Η συνεχής επικοινωνία, η συμπερίληψη, η κατανόηση, η επιείκεια, η αίσθηση του συν-ανήκειν και η αλληλεγγύη ίσως τελικά αποδειχθούν πλέον πρόσφορα μέτρα για να τους ξανα-φέρουμε κοντά μας.
ΥΓ2. «...για την αποκατάσταση του πραγματικού…» (Κ. Μαυρουδής, Οι κουρτίνες του Γκριμπάλντι).