To 1919 η Ζέλντα Σάιρ διαλύει τον αρραβώνα της με τον Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, καθώς δεν βλέπει καμία προοπτική στην ενασχόλησή του με τη διαφήμιση. Ο ίδιος παραιτείται από τη δουλειά του και στρέφεται στη λογοτεχνία – μια όχι και τόσο σοφή κίνηση για κάποιον που θέλει να επανεφεύρει τα εισοδήματά του. Αλλά ευτυχώς για τον ίδιο ζει στην Εποχή της Τζαζ, στα περίφημα Roaring Twenties των Αμερικανών. Ο εκδοτικός οίκος Scribner τεστάρει το ταλέντο του επίδοξου συγγραφέα ρίχνοντας τη ζαριά με το μυθιστόρημα «Η άλλη όψη του Παραδείσου». Και ο αρχάριος στο Αμερικανικό Ονειρο Φιτζέραλντ γίνεται πλούσιος και διάσημος μετά την κυκλοφορία.
Τρία χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει το μυθιστόρημα που αυτόν τον μήνα συμπληρώνει 100 χρόνια. Ο «Υπέροχος Γκάτσμπι» παραμένει η ιστορία ενός αυτοδημιούργητου πολυεκατομμυριούχου και του τιμήματος που πληρώνει για την αγάπη. Αλλά και μιας εποχής που μοιάζει με φαντασμαγορικό πάρτι γύρω από μια πισίνα, όπου οι καλεσμένοι βγαίνουν από το νερό, το φως λούζει τις επιφάνειες (να μια έννοια με βάθος μέσα στο μυθιστόρημα), τα κοκτέιλ πηγαίνουν κι έρχονται, τα γέλια προκύπτουν αβίαστα λεπτό προς λεπτό. Πίσω από τη χρυσόσκονη, όμως, κρύβεται η παρακμιακή αλήθεια. Οι πλούσιοι δεν είναι πλούσιοι. Είναι νεόπλουτοι – οικονομικοί μετανάστες στη διαδρομή προς την ανώτερη κοινωνική τάξη (από το West Egg του Γκάτσμπι, σαν να λέμε, προς το East Egg του αντιπάλου του, Τομ Μπιουκάναν). Και το Αμερικανικό Ονειρο, όσο πανίσχυρο ή φωτεινό κι αν είναι, δεν τους χωράει όλους. Ασκεί σαγήνη στους πολλούς, αλλά κατακτάται από λιγότερους.
Την ίδια χρονιά με την κυκλοφορία του «Γκάτσμπι» – που, παρεμπιπτόντως, δεν «ξεπούλησε» καταγράφοντας μέτριες πωλήσεις τους πρώτους μήνες – ο Σίνκλερ Λιούις, ο πρώτος νομπελίστας των ΗΠΑ (1930), κέρδιζε μια έμμεση αναγνώριση για το μυθιστόρημά του «Μπάμπιτ», που είχε κυκλοφορήσει το 1922. Κι αυτό επειδή προερχόταν από τους «αντιπάλους» του. Η επίσημη επιθεώρηση του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, «Nation’ s Business», εγκαινίαζε το 1925 μια σειρά άρθρων, όπου καλούσε τους αναγνώστες να υιοθετήσουν το αρνητικό στερεότυπο που ο Λιούις είχε ταυτίσει με το όνομα του πρωταγωνιστή του. «Μπάμπιτ» εκείνη την εποχή σήμαινε τον «υλιστή, ματαιόδοξο, εφησυχασμένο πολίτη – κυρίως επιχειρηματία – που συμμορφώνεται με τα πρότυπα του κοινωνικού συνόλου». Οσα πρέσβευε, δηλαδή, ο ήρωας του ομότιτλου μυθιστορήματος, ο Ρεπουμπλικανός μεσίτης ακινήτων Τζορτζ Φ. Μπούστερ, υπερήφανο μέλος του Εμπορικού Επιμελητηρίου, της Αθλητικής Λέσχης, της Λέσχης των Μπούστερ και της Λέσχης Προστασίας της Αλκης. Ο ήρωας που περιπλανιέται στη φανταστική πόλη Ζένιθ «παραπαίοντας από επιχειρηματικές συζητήσεις σε ενδοοικογενειακές προστριβές, από τυχοδιώκτες ευαγγελιστές ιεροκήρυκες σε υπερβολικά φιλικούς επισκοπελιανούς ιερείς, από διαλέξεις γκουρού της Νέας Σκέψης στη στήριξη φλογερών σοσιαλιστών, από απεργίες εργαζομένων σε ραντεβού με ελαφρά κοριτσόπουλα, από τον σκοτεινό κόσμο του λαθρεμπορίου της ποτοαπαγόρευσης σε εύθυμα αστικά πάρτι». Η συντακτική ομάδα του «Nation’ s Business» αναρωτιόταν: «Είναι ο Μπάμπιτ τόσο κακός; Πρέπει να τον μισούμε επειδή αισθάνεται υπερήφανος για την επιχείρηση του real estate… ή για την απλή χαρά που του δίνει η άνεση της ζωής και της οικογένειάς του; Δεν θα ήταν ο κόσμος καλύτερος αν είχαμε περισσότερους Μπάμπιτ;».
Κι έτσι από το αυτοδημιούργητο πλην παρακμιακό σύμπαν του Γκάτσμπι περνούσαμε στον ρηχό επαρχιωτισμό της μικρής αμερικανικής πόλης, την τυφλότητα της μετριότητας, που θέλει απλώς να «έχει ένα καθαρό σπιτάκι» και την υποκρισία τού υφέρποντος ρατσισμού.