Στους διαδρόμους του Εφετείου, ένας νέος, ταχέως ανερχόμενος ποινικολόγος πλησιάζει έναν ασπρομάλλη συνάδελφό του. «Ωραίο το κοστούμι σας, μετρ. Αλλά κάπως τριμμένο…», του λέει, χαμογελώντας του ειρωνικά. «Εμείς, ξέρετε, φορούσαμε κοστούμια από παλιά», τον αποστομώνει ο άλλος.

Μου έχει μεταφερθεί ως αληθινό περιστατικό. Ακόμα ωστόσο και να μη συνέβη, συνοψίζει την ιστορία της δικηγορίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Επισκεπτόμουν λόγω του πατέρα μου ως παιδί τη θρυλική οδό Σανταρόζα. Τα μέγαρά της – «μέγαρα» αποκαλούσαν τις μεγάλες πολυκατοικίες – έβριθαν από δικηγορικά γραφεία. Στην είσοδο αντίκριζες δεκάδες ταμπέλες, ποινικολόγων, αστικολόγων, εργατολόγων – αν και οι περισσότεροι εκείνα τα χρόνια δεν στέκονταν στην ειδίκευσή τους, αναλάμβαναν ό,τι τους έφερνε ο πελάτης. Περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένων. Αριστερών ή δεξιών. Ανθρώπων που σκίζονταν για το δίκιο των εντολέων τους και έπειτα δυσκολεύονταν, ντρέπονταν σχεδόν, να ζητήσουν αμοιβή. Και άλλων, οι οποίοι για να ασχοληθούν με μια υπόθεση απαιτούσαν προκαταβολή, «εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν». Ενα κοινό στοιχείο είχαν όλοι εκείνοι οι δικηγόροι στην Ελλάδα του ’70. Ηταν καλοραμμένοι. Από έξω και από μέσα.

Τι εννοώ «καλοραμμένοι από μέσα»; Οτι διέθεταν συγκρότηση, ραχοκοκαλιά, αυστηρή αντίληψη του κοινωνικού τους ρόλου. Της συμπεριφοράς και των ορίων που επέβαλλε η θέση τους. Προφανώς δεν θα κέρδιζαν όλοι βραβείο καλοσύνης. Ούτε καν ηθικής ακεραιότητας. Μα είχαν έστω μία βιτρίνα. Ενα λούστρο. Δικηγόρο κραυγαλέα άξεστο, με χυδαίους τρόπους, προκλητικά νεόπλουτο, νοσηρά επιδειξιομανή, πάρα πολύ δύσκολα έβρισκες.

Σήμερα το επάγγελμα – αποφεύγω την πομπώδη λέξη λειτούργημα –, σε ό,τι αφορά τους διάσημους εκπροσώπους του, έχει ξεπέσει φρικτά. Τείνουν οι υπερασπιστές να μοιάσουν στους εγκληματίες τους οποίους υπερασπίζονται.

Δεν αναφέρομαι προφανώς στο σύνολο των δικηγόρων. Ούτε καν στη μεγάλη τους πλειονότητα. Μιλάω για εκείνους που χειρίζονται τις πολύκροτες υποθέσεις, συχνάζουν στα κανάλια, αγορεύουν, διαπληκτίζονται μπροστά στις κάμερες σάμπως να βρίσκονται στο δικαστήριο. Αφού χαριεντιστούν με τους οικοδεσπότες – δημοσιογράφους, μπαίνουν στα πολυτελέστατα αυτοκίνητά τους, πηγαίνουν σε πανάκριβα εστιατόρια και παραγγέλνουν βάσει της τιμής. Το ακριβότερο πιάτο, το κρασί των διακοσίων, και των πεντακοσίων ακόμα ευρώ. Κατοικούν σε επαύλεις στα προάστια. Παραθερίζουν στη Μύκονο – θα μπορούσαν και στα Χάμπτονς της Νέας Υόρκης, εκεί όμως ποιος θα τους αναγνώριζε, ποιος θα τους φωτογράφιζε για να τους βάλει στις κοσμικές στήλες; Εχουν ύφος αυτοκρατορικό, το εγώ τους ξεχειλίζει. Κατά τα άλλα είναι εντελώς κενοί.

Πώς εκτινάχθηκαν επαγγελματικά αυτά τα υβρίδια αρχοντοχωριάτη και κουτσαβάκη, τα οποία δεν διακρίνονται καν για τη νομική τους σκέψη, επιστημονικά κινούνται περί του μετρίου; Διέθεταν συνήθως το θράσος που δίνουν τα στερημένα παιδικά χρόνια. Την αίσθηση ότι η ζωή σού χρωστάει όσα σου αρνήθηκε κατά την τρυφερότερη ηλικία σου. Πως πρέπει παντί τρόπω να πάρεις το αίμα σου πίσω. Να δοξαστείς, να πλουτίσεις.

Βρέθηκαν σε μια κοινωνία που είχε χάσει τις αντιστάσεις της. Οι ευάριθμοι γνήσιοι αστοί διατελούσαν σε αμηχανία, είχαν προ πολλού πάψει να δίνουν τον τόνο, είχαν κλειστεί στον στενό τους κύκλο. Οι ανερχόμενες τάξεις, οι νέοι από την επαρχία, από τις φτωχογειτονιές, ένιωθαν ότι για να τα καταφέρουν έπρεπε να απαρνηθούν τις ρίζες τους, τον εαυτό τους. Η Αριστερά από ηθικό βαρόμετρο είχε καταντήσει εν πολλοίς άλλοθι. Δήλωνες σοσιαλιστής, κομμουνιστής, ενίσχυες οικονομικά το κόμμα και είχες το ελεύθερο να κάνεις σχεδόν τα πάντα. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, άντε είχαν τα λουκέτα τους ξεχαρβαλωμένα. Μπήκαν και αλώνισαν.

Υπάρχει ελπίδα να πάψει το κεφάλι του ψαριού να ζέχνει; Κάθε εποχή φτάνει, αργά ή γρήγορα, στο τέλος της. Το φρικαλέο περιστατικό ξυλοδαρμού που μας απασχολεί αυτές τις μέρες ίσως να αρχίσει να ξηλώνει τον μανδύα της ματαιοδοξίας. Ισως η κοινή γνώμη να σταματήσει να θαμπώνεται από τους μάγους των τηλεπαραθύρων, που κάνουν το άσπρο μαύρο, που φέρνουν δήθεν τούμπα δικαστές και ενόρκους. Και να τους δει όπως πράγματι είναι. Ως κλόουν.