Η συζήτηση στη Βουλή, τουλάχιστον πριν μιλήσουν οι πολιτικοί αρχηγοί των δύο κομμάτων που υπέβαλαν την πρόταση δυσπιστίας και ο Πρωθυπουργός, ήταν ένας θρίαμβος μιας ακροδεξιάς πολιτικής ρητορικής που στηρίζεται στις θεωρίες της συνωμοσίας. Μιας ρητορικής καταιγιστικής που, στο όνομα της δικαιοσύνης, έχει ανακαλύψει διάφορα εξωφρενικά δήθεν συμβάντα.

Κορυφαίο αυτών των δήθεν συμβάντων ήταν ότι τα τρένα μετέφεραν κάποια εύφλεκτα και απαγορευμένα υλικά (ξυλόλιο, λέει ο χημικός μηχανικός Βελόπουλος, που επειδή αλληλογραφεί με τον Χριστό έχει τη δυνατότητα να ξέρει τα εκρηκτικά, πώς εκρήγνυνται και τι κακό κάνουν) που προκάλεσαν έκρηξη και έτσι είχαμε νεκρούς. Και για να κρύψουν τις συνέπειες από την έκρηξη, λέει αυτή η θεωρία, μπάζωσαν με χαλίκι τη μια πλευρά του πεδίου όπου έγινε το δυστύχημα. Και γι’ αυτό ευθύνεται, λέει η θεωρία αυτή, η κυβέρνηση και προφανώς ο Πρωθυπουργός, η οποία επιδιώκει τη συγκάλυψη.

Ο Επιστολογράφος του Χριστού έχει βρει τον τρόπο να κερδίζει ψήφους από τους αφελείς. Γι’ αυτό και χθες μεγαλούργησε στο Κοινοβούλιο. Εχει μεγάλη φαντασία και είναι δεινός ρήτορας, όταν μιλάει για πράγματα που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει. Η φωνή του ανεβαίνει και κατεβαίνει, είναι χρωματισμένη, χειρονομεί, σηκώνει χαρτιά, δείχνει φωτογραφίες που βρήκε στο Ιντερνετ, κατηγορεί τους πάντες, καταφέρνει ακόμα και να πει ότι είναι ΠΑΣΟΚ, το γνήσιο, το καλό, το παπανδρεϊκό. Είναι καταπληκτικός – και κλείνοντας την ομιλία του απευθύνεται στους πολίτες που σε λίγο καιρό θα κληθούν στις κάλπες για τις ευρωεκλογές, τους λέει ότι αυτός είναι ο γνήσιος κατήγορος αυτών που δεν νοιάζονται για τους νεκρούς του δυστυχήματος και τους καλεί να τον θυμηθούν στην κάλπη. Εχει αναθαρρήσει άλλωστε από τις δημοσκοπήσεις και νομίζει ότι το κλίμα που κυριαρχεί θα του φέρει ψήφους και μεγάλα ποσοστά. Βρίσκει την ευκαιρία να επικρίνει και τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας, δηλώνοντας υποταγή στο σενάριο στήριξης της Μόσχας, του εισβολέα κατά της ανεξάρτητης Ουκρανίας και μιας δύναμης που απειλεί να εμπλέξει σε πόλεμο όλο τον πλανήτη.

Ο Επιστολογράφος ήταν όντως ο θριαμβευτής αυτό το διάστημα. Αυτός οδήγησε τον πολιτικό λόγο της διαμαρτυρίας, αυτός έδωσε το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της αντικυβερνητικής κατεύθυνσης στο ζήτημα των Τεμπών. Αυτός μετέτρεψε την πολιτική αντιπαράθεση σε γήπεδο – ένα γήπεδο όπου έπαιξαν όλοι.

Και η μείζων και η ελάσσων αντιπολίτευση. Και η αριστερή και η ακροδεξιά. Δεν είναι πρωτοφανής αυτή η συσχέτιση. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ακροδεξιά και η (μη ανανεωτική) Αριστερά συναντιούνται στο πεδίο των θεωριών συνωμοσίας και, ευρύτερα, του λαϊκισμού. Την προηγούμενη δεκαετία ζήσαμε με τρόμο τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας – στο πεζοδρόμιο, όταν η ριζοσπαστική Αριστερά και η ριζοσπαστική Ακροδεξιά πολιτεύονταν με όπλο τη βία, και στον κοινοβουλευτικό βίο όταν οι ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ, παρέα με διάφορες sui generis προσωπικότητες, παραλίγο να στείλουν τη χώρα στα βράχια.

Αυτές τις μέρες στην Ελλάδα, η πολιτική συζήτηση οδηγήθηκε, ακόμα μια φορά, όχι από τη λογική και τα επιχειρήματα αλλά από τον θόρυβο. Εαν θόρυβο που απομακρύνει τους πολίτες από την πολιτική. Το ατύχημα είναι ότι κόμματα που έπρεπε να αναφέρονται στο όνομα των θεσμών, υιοθέτησαν τις παραδοξολογίες της ακροδεξιάς συνωμοσιολογίας. Δεν το λες και επιτυχία.