«Πήραν φωτιά τα τόπια» την Κυριακή με αφορμή το αποκαλυπτικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Βήμα», άλλη μια απόδειξη τού πόσο «καίει» το έγκλημα των Τεμπών. Πόσο «καίει» κυβέρνηση και κοινωνία. Για την κοινωνία, δεν αποτελεί κάποια έκπληξη ή κάτι περίεργο. Εναν χρόνο ύστερα από εκείνη τη φοβερή νύχτα του Φεβρουαρίου του 2023, που τη γέμισε πληγές, διαβάζει, μαθαίνει και πέφτει από τα σύννεφα. Γιατί καταλαβαίνει ότι εδώ, σ’ αυτή την τρομερή υπόθεση, παίχτηκε ένα βρώμικο παιχνίδι, ένα blame game όπως θα λέγαμε και στην εύανδρο Ηπειρο, για να περιοριστεί (και να προσδιοριστεί) η ευθύνη για το έγκλημα στο στενό πλαίσιο ενός «ανθρώπινου λάθους». Είναι η εκδοχή που πλασαρίστηκε τεχνηέντως από την πρώτη στιγμή του δυστυχήματος. Και έκτοτε την αναμασούν οι πάντες σαν φτηνή τσιχλόφουσκα, μήπως και καταφέρουν τελικά να κολλήσει στο μυαλό των ανθρώπων, ώστε να μην μπορέσουν να σκεφτούν τίποτε άλλο, εκτός από αυτό που τους παρουσιάστηκε με τόση επιδεξιότητα ως η αλήθεια που δεν είναι!

Αν υπάρχουν λοιπόν fake news σε αυτή την τραγωδία, προφανώς αυτά δεν αφορούν «Το Βήμα» και την άψογη δημοσιογραφική δουλειά που έκανε. Αφορούν εκείνους που από την πρώτη στιγμή έβαλαν στη «μονταζιέρα» τις συνομιλίες του σταθμάρχη Λάρισας και έκοψαν και έραψαν κατά το δοκούν, προκειμένου να διευκολύνουν το αφήγημα. Ηταν κυβερνητικά στελέχη αυτά; Ηταν δημοσιογράφοι; Ηταν άλλοι; Κάποιος/οι πάντως το έκανε/αν. Εδρασαν γρήγορα, μεθοδικά, με ακρίβεια και είχαν σαφή στόχευση. Να πειστεί η κοινωνία ότι όλο αυτό που συνέβη οφειλόταν σε έναν άσχετο, ανίκανο, εγκληματία, σταθμάρχη.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Στρατηγική συγκάλυψης

Και πάμε τώρα, στην κυβέρνηση. Η αντίδρασή της στο δημοσίευμα δεν ήταν απλά ενοχική, ήταν αντίδραση βγαλμένη από τις πιο σκοτεινές περιόδους του επιτελικού παρακράτους. Μπροστά σε μια αποκάλυψη, την οποία θα έπρεπε να καλοδεχτεί, και ευθύς εξαρχής τα στελέχη της να δηλώσουν ότι ζητούν την άμεση παρέμβαση της Δικαιοσύνης προκειμένου να διερευνηθεί τι ακριβώς έχει συμβεί, προτίμησαν να αναμασήσουν την άλλη φτηνή τσιχλόφουσκα, αυτή των «οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων» που επιχειρούν, τάχα μου, να θέσουν υπό ομηρεία την κυβέρνηση!!!

Τι όμως έκανε (και έπαθε) η κυβέρνηση αντιδρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο; Αναδέχθηκε την ευθύνη ότι πίσω από την άθλια ιστορία της «μονταζιέρας» βρίσκονται δικά της στελέχη – κάτι που ΔΕΝ της χρέωνε η εφημερίδα. Πρωτοφανές; Οχι, και τόσο. Γιατί η στάση αυτή έρχεται σε συνέχεια μιας στρατηγικής για το δυστύχημα των Τεμπών που παρακολουθούμε έναν χρόνο τώρα και η οποία έχει δημιουργήσει στην κοινωνία την αίσθηση πως αυτό που επιχειρείται δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας και η παραπομπή των φυσικών και ηθικών αυτουργών στη Δικαιοσύνη, αλλά η συγκάλυψη. Στρατηγική που σημαδεύτηκε από το ανούσιο πόρισμα της ΝΔ στην Εξεταστική, την απουσία του Πρωθυπουργού από τη σχετική συζήτηση της περασμένης εβδομάδας στη Βουλή και την πλήρη εξαφάνιση του πρώην υπουργού Κ. Καραμανλή από το προσκήνιο.

Στρατηγική που πλαισιώθηκε από τη συστηματική υποτίμηση και απαξία των προσπαθειών των συγγενών των θυμάτων για επιτάχυνση της Δικαιοσύνης και διεύρυνση του κατηγορητηρίου με τη συμπερίληψη πολιτικών ως υπευθύνων για το δυστύχημα…

Ωρα για σκληρές αποφάσεις

Η τραγική από κάθε άποψη αυτή στρατηγική παράγει πλέον αποτέλεσμα στις δημοσκοπήσεις και το δυστύχημα για την κυβέρνηση είναι ότι έως και προχθές, με αφορμή το επίμαχο δημοσίευμα της εφημερίδας, έγινε απόπειρα να «δικαιωθεί» από τον θρίαμβο των περσινών εκλογών! Από το 41% του Ιουνίου του 2023.

Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για την πιο σοβαρή απόδειξη της χρεοκοπίας της. Και της αδυναμίας της κυβέρνησης να αντιληφθεί έστω και τώρα, στο παρά 1′ του να λάβει πλέον χαρακτήρα χιονοστιβάδας η υπόθεση, ότι οφείλει, για τη δική της προστασία, να λάβει τις αναγκαίες σκληρές αποφάσεις. Με κρύο αίμα.

Για παράδειγμα, ουδείς πλέον αντιλαμβάνεται στην κοινωνία, την πολιτική τάξη, αλλά ακόμη και την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ προς τι η προστασία που παρέχεται από το Μέγαρο Μαξίμου στον πρώην υπουργό Υποδομών Κώστα Καραμανλή. Είναι στη βάση κάποιας συμφωνίας μεταξύ του Πρωθυπουργού και του κ. Καραμανλή; Εχει τη βάση της στον φόβο να μη διαταραχθούν περαιτέρω οι εσωκομματικές ισορροπίες με τις βαρονίες της ΝΔ; Είναι κάτι άλλο;

Ο,τι και να συμβαίνει πάντως, από τη στιγμή που ο ίδιος ο κ. Καραμανλής αρνείται να διευκολύνει την κατάσταση, δηλώνοντας ότι παραιτείται της ασυλίας του προκειμένου να αντιμετωπίσει τη Δικαιοσύνη ως κοινός πολίτης, είναι μονόδρομος πλέον η ανάληψη πρωτοβουλίας από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.

Εχω την αίσθηση, συνομιλώντας με κάνα δυο σοβαρά κυβερνητικά στελέχη χθες, ότι αυτό θα συμβεί με την επιστροφή του από τον Καναδά. Ισως και στη διάρκεια της τριήμερης συζήτησης επί της πρότασης δυσπιστίας που καταθέτει σήμερα το ΠΑΣΟΚ.

Γαλάζιο κρυφτούλι

Η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, πάντως, παρουσιαζόταν κατά το πρώτο 24ωρο μετά το δημοσίευμα εντυπωσιακά διχασμένη. Οχι μόνο στην περίπτωση του Κ. Καραμανλή, αλλά και γενικότερα. Ας πούμε, στον πανικό που προκάλεσε η αποκάλυψη από το «Βήμα» της «μονταζιέρας» στα Τέμπη τι μπορούσε να παρατηρήσει κανείς με ευκολία ως χθες το πρωί; Οτι πλην του Αδωνη, μερικών τρολ της «Ομάδας Αλήθειας» και ορισμένων βουλευτών (εκ των οποίων κάνα δυο εκλεγόμενοι στον Πειραιά…), τα περισσότερα κορυφαία στελέχη του κόμματος και της κυβέρνησης απέφευγαν επιμελώς να πάρουν θέση. Κρύβονταν. Μακρινοί, αμέτοχοι παρατηρητές.

Ηταν δε τόσο ηχηρή η απουσία αυτή, στο προσκλητήριο στήριξης που σήμανε από το νωρίς το πρωί της Κυριακής, ώστε δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα η εκτίμηση ότι συνιστούσε ανοιχτή αποδοκιμασία στη στρατηγική που ακολουθείται έως τώρα, για το δυστύχημα των Τεμπών. Και χρειάστηκε να κινητοποιηθεί άμεσα χθες το πρωί με αυστηρή εντολή Κυριάκου το βαρύ πυροβολικό του Μαξίμου (Παπασταύρου, Μπρατάκος), για να αρχίσουν να εμφανίζονται ένας ένας οι κορυφαίοι υπουργοί, στην αρένα.

Κίνδυνος θάνατος να χάσουν το κεφάλι τους, η υπόθεση…

Η μαχητική εισαγγελέας

Αναγνώστης μου εκ Πατρών, με αφορμή μια προ ημερών αναφορά μου στην ευρωπαία εισαγγελέα Λάουρα Κοντρούτσα Κιόβεσι και ειδικότερα στην επισήμανσή μου ότι διώχθηκε από τη θέση της στη Ρουμανία για άγνωστους σε εμένα λόγους, μου συνέστησε να προσφύγω στη Wikipedia. Προσέφυγα λοιπόν στο σχετικό λήμμα και διαβάζω μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Στις αρχές του 2018, ο Υπουργός Δικαιοσύνης (της Ρουμανίας) Τοντορέλ Τόντερ πρότεινε την απόλυσή της ως γενική εισαγγελέας της DNA (Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς), αφού παρουσίασε έκθεση σχετικά με τη διαχειριστική της δραστηριότητα στη DNA βάσει 20 κατηγοριών και ισχυρισμών. Μεταξύ των κατηγοριών ήταν: υπερβολικά αυταρχική συμπεριφορά, διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέα της DNA, συμμετοχή σε έρευνες άλλων εισαγγελέων, ιεράρχηση των φακέλων σύμφωνα με τον αντίκτυπο των μέσων ενημέρωσης, παραβίαση των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας και υπογραφή παράνομων συμφωνιών με τις Μυστικές Υπηρεσίες. Ο Πρόεδρος Γιοχάνες αρνήθηκε αρχικά να την ανακαλέσει, αλλά μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου τον ανάγκασε να το κάνει, δηλώνοντας ότι μπορεί να επαληθεύσει μόνο τη νομιμότητά του, όχι τα επιχειρήματα που οδηγούν στην πρόταση».

Εναν χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 2019, και αφού είχε ανακριθεί δύο φορές από τις εισαγγελικές Αρχές, η κ. Κιόβεσι, λέει, απηλλάγη των κατηγοριών με βούλευμα. Τέσσερις μήνες μετά, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, επελέγη, αντί ενός γάλλου ανθυποψηφίου της, ως η πρώτη ευρωπαία εισαγγελέας. Λογικό. Ηδη το όνομά της είχε βγει εκτός συνόρων, ως η γενική εισαγγελέας της Ρουμανίας που διεξάγει πραγματικό αγώνα για την πάταξη της διαφθοράς, σε μια χώρα της πρώην Ανατολικής Ευρώπης.

Γενικά δεν είναι εύκολη περίπτωση και όσοι από την κυβέρνηση επιχειρούν να την απαξιώσουν δεν κάνουν καλά. Αυτό μόνο έχω να πω.