Είχα χρόνια να τον δω. Από κοντά μού φάνηκε σαν μην είχε αλλάξει καθόλου. Η ίδια ψηλόλιγνη φιγούρα που γνωρίζω περισσότερα από 30 χρόνια. Το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα πίσω από τα χωρίς σκελετό διορθωτικά γυαλιά και κάτω από τα ελαφρώς υψωμένα και συνήθως συνοφρυωμένα φρύδια που του δίνουν όψη αυστηρότητας αλλά κάποιες άλλες φορές εκπέμπουν τρυφερότητα. Το ίδιο πρόσωπο με τις κοφτές γωνίες, το ίδιο αμυδρά σαρκαστικό χαμόγελο, η ίδια επιβλητική χροιά στη δυνατή φωνή, το ίδιο πάθος για τα πράγματα, όλα τα πράγματα που ενδιαφέρουν τον δημοσιογράφο και κριτικό κινηματογράφου Παναγιώτη Τιμογιαννάκη και τα οποία δεν περιορίζονται στον κινηματογράφο.

Το ρεζερβέ τραπέζι στο La Pasteria της Αγίας Παρασκευής, όπου είχαμε κλείσει αυτό το ραντεβού για φαγητό, βρισκόταν σε καλό σημείο, απέναντι από τη vineria, την κάβα των κρασιών, και δίπλα στην τζαμαρία από όπου κοιτάς την πίσω αυλή. «Ωραία δεν είναι εδώ; Ησυχα για κουβέντα, όπως μου ζήτησες!» μου λέει για τη δική του επιλογή εστιατορίου. Προς στιγμή μού έρχεται στο νου μια ταινία του Λουί Μαλ, «Το δείπνο μου με τον Αντρέ», όλη γυρισμένη σε ένα εστιατόριο όπου δύο φίλοι συναντιούνται ύστερα από καιρό και κουβεντιάζουν. Η παραγγελία φειδωλή σε ποσότητα, μια μικρή σαλάτα για τη μέση και δύο κυρίως πιάτα· ταλιατέλες με σολομό για εκείνον, ριζότο λαχανικών για μένα. Οταν ο Γιάννης, ο σερβιτόρος μας, άρχισε να εξηγεί γιατί το λευκό κρασί ταιριάζει περισσότερο και στα δύο πιάτα, ο Παναγιώτης έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από μένα. Ρωτούσε να μάθει λεπτομέρειες. Ετσι ήταν πάντα. Περίεργος. Τον ενδιέφεραν από τα πολύ μεγάλα ως τα πολύ μικρά θέματα.

Οπως λίγο αργότερα επρόκειτο να μάθω, ένα από τα μεγάλα θέματα που ανέκαθεν τον προβλημάτιζαν και δεν έχει σταματήσει να μελετά σε βάθος είναι η Ελλάδα στη γερμανική κατοχή. «Πέρα από το ότι η Ιστορία με ενδιαφέρει γενικότερα, με ενδιέφερε επίσης πάρα πολύ η περίοδος της επιβίωσης των Ελλήνων στη γερμανική Κατοχή» είπε. «Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, όμως πάντα σκεφτόμουν τι θα έκανα αν κάτι τέτοιο συνέβαινε σε εμάς που είμαστε έτσι καλομαθημένοι. Με τον κορονοϊό μπήκα για τα καλά στην επιχείρηση «επιβίωση». Οπως είχα μάθει ότι γινόταν στην Κατοχή».

Γκρεμίζοντας τείχη

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 ο Τιμογιαννάκης αυτοαποκλείστηκε στο σπίτι του στα Εξάρχεια έχοντας επιλέξει να μη βγαίνει ποτέ έξω παρά μόνο για σουπερμάρκετ ή φαρμακείο. Πήρε ριζικές αποφάσεις μέσα στην πανδημία. «Αν και κάποιες αποφάσεις τις είχα ήδη πάρει μέσα μου από την περίοδο της πρώτης οικονομικής κρίσης και το Καστελλόριζο, όταν είδα πού πήγαινε το πράγμα, μέσα στον κορονοϊό κουβέντιασα πολύ με τον εαυτό μου γιατί μου αρέσει να τα συζητάμε οι δυο μας». Πού κατέληξε; «Μπροστά σε μια νέα κατάσταση, πετάμε. Πετάμε πράγματα από το παρελθόν, πετάμε συνήθειες, ψάχνουμε τον καινούργιο κόσμο, τον νέο μας εαυτό, για να δούμε τι γινόμαστε. Ερωτήματα για διάφορα πράγματα προκύπτουν. Εξακολουθώ να θέλω εκείνο ή το άλλο; Με ικανοποιεί; Πληρεί τις ανάγκες μου;». Κάνοντας το φιλτράρισμά του αποφάσισε να κόψει το τσιγάρο· σχεδόν δεν το έχει καλά καλά χωνέψει, όμως λέει ότι έγινε πολύ εύκολα. «Συνήθειες σαν του τσιγάρου είναι δικές μας κατασκευές. Μες στα τείχη που ‘χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει. Ε, ήρθε η ώρα να γκρεμιστούν».

Και το δεύτερο που αποφάσισε ήταν να εγκαταλείψει το πολυαγαπημένο του κέντρο, όπου ζούσε επί δεκαετίες αφότου έφυγε από τον Πειραιά (γεννήθηκε στην Καστέλλα, μεγάλωσε στη Λεύκα και έχει ζήσει και αλλού στον Πειραιά). «Δεν άντεχα πια την ασχήμια του κέντρου, δεν μπορούσα να μπαίνω στη Σταδίου και να νιώθω ότι βρίσκομαι στο Ανατολικό Βερολίνο. Ουδέτερη ζώνη. Ερημιά. Η Στοά του Βιβλίου ξηλωμένη. Οκτώ η ώρα το βράδυ και η Ακαδημίας νεκρή, με μόνα ανοιχτά μαγαζιά κάτι πανερατζίδικα που πουλάνε μεταχειρισμένες κάλτσες. Μα είναι δυνατόν; Δεν μπορούσα! Και ύστερα, στην ας πούμε αποκατάσταση, άρχισαν να κλείνουν τα σινεμά, οπότε είπα ότι αυτό δεν θα το ξαναπεράσω». Και έτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει το αθηναϊκό κέντρο. «Το σινεμά στην αίθουσα έχει τελειώσει» δηλώνει κατηγορηματικά. «Αυτό το παραδέχτηκα. Και καθάρισα με το πένθος μου. Τελειώσανε οι αυταπάτες. Ολος ο κόσμος βλέπει τις ταινίες στο λάπτοπ του, 500 ταινίες τη μια μετά την άλλη. Η αίθουσα δεν καλύπτει ανάγκες, γι’ αυτό και κλείνει. Και αυτό ισχύει στον κόσμο όλων των ηλικιών, όλων των κοινωνικών τάξεων και όλων των οικονομικών βαλαντίων. Σε όλη την Ελλάδα. Τόσο απλό. Μωρέ, εδώ πήγα στην Κόνιτσα, πολύ ωραίο μέρος, δεν λέω, αλλά είχε ένα καφέ που ήταν πρώην σινεμά και στο οποίο είχαν διατηρήσει το ντεκόρ της αίθουσας με όλα τα κινηματογραφικά!». Του επισημαίνω ότι υπάρχουν ταινίες που συγκεντρώνουν πλήθη στις αίθουσες, ακόμα και αν αυτές οι περιπτώσεις μοιάζουν με εξαιρέσεις. Το «Top Gun Maverick», ο «Οπενχάιμερ», η «Μπάρμπι», ακόμα και το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου σημείωσαν μεγάλη επιτυχία στα σινεμά. «Ναι, θα πάνε σ’ αυτά. Απλώς το σινεμά δεν ζούσε με τα τρία-τέσσερα events. Ζούσε με όλα. Κι εμένα αυτό με ενδιέφερε».

Η πρώτη των μεγάλων πληγών των κινηματογράφων που ο Παναγιώτης βίωσε ήρθε το 1973. «Ολες οι αίθουσες Β’ προβολής, όλα τα συνοικιακά σινεμά, όπως και τα σινεμά στην υπόλοιπη Ελλάδα, έκλειναν· εκείνη την εποχή πήγαινα συχνά στη Θεσσαλονίκη και βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε λουκέτα. Είχα καταστεναχωρηθεί. Στα σινεμά του Πειραιά είχα περάσει τα παιδικά μου χρόνια, από εκεί έχω την πρώτη μου ανάμνηση από το σινεμά, όταν δυο χρονών είδα τη «Μουσίτσα». Πήγαινα με τον παππού και τη γιαγιά μου που έμεναν στον Κορυδαλλό στα σινεμά της γύρω περιοχής. Είχε 13 θερινά! Οπως και η Νίκαια. Από τότε που έγινε το ρημαδιό δεν ξαναπέρασα ποτέ από την οδό Κονδύλη στη Νίκαια, εκεί όπου ήταν όλα τα σινεμά μαζεμένα». Ορκίστηκε να μην πατήσει ποτέ το πόδι του σε ό,τι έχουν μετατραπεί αυτοί οι χώροι, τουλάχιστον του Πειραιά, και δεν έχει αθετήσει τον λόγο του». Η δεύτερη φάση του ρημάγματος ήρθε περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με αρχές του ’90. «Τότε ρημάχτηκε όλη η Α’ προβολή του Πειραιά, με τα αριστοκρατικά σινεμά του λιμανιού να κλείνουν. Οπως και η Καλλιθέα. Τα μόνα που έμειναν ήταν κάποια σινεμά στο κέντρο της Αθήνας που θύμιζαν εκείνη την εποχή. Και μετά, όταν ήρθε η καταστροφή του Αττικόν και του Απόλλωνα, άρχισε να τα παίρνει και αυτά ο διάολος».

Την ίδια ώρα όμως που τα λέει όλα αυτά, ο Τιμογιαννάκης δεν είναι νοσταλγός του παρελθόντος. «Οχι! Καθόλου. Καθόλου! Ως παρόν με στεναχωρούν πολλά από αυτά που βλέπω. Αλλά ποτέ δεν άντεξα εκείνα τα «θυμήσου τότε που είχαμε πάει εκεί…» και «τι χρόνια!». Α, πα-πα. Τα θυμάμαι αλλά τι να κάνουμε τώρα; Οπως μου άρεσαν πράγματα στο τότε, έτσι μου αρέσουν κάποια πράγματα στο τώρα».

«Το αρχείο είναι παγίδα»

Τον ρωτάω αν με την εμπειρία που έχει θα ήθελε κάποια στιγμή να ασχοληθεί ο ίδιος με το σενάριο. Το αρνείται κατηγορηματικά. «Ακολουθώ τα πάντα με βάση αυτό που είμαι. Είμαι προορισμένος για να μιλάω για τα έργα και αυτό κάνω. Αν ήταν να γράψω εγώ ένα σενάριο, δεν θα είχα την υπομονή. Για τον ίδιο λόγο βαριέμαι και τα βιβλία. Γι’ αυτό και δεν έχω γράψει. Χώρια το ότι ο εκδότης θα σου ζητήσει να το πληρώσεις εσύ για να το βγάλει, στη συνέχεια θα μείνει δυο μέρες στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου και μετά θα βγει, και αυτό ήταν. Γι’ αυτό και τα βιβλία αποσύρονται από την κυκλοφορία. Ολα αυτά που λένε, ότι το βιβλίο μένει κ.λπ., είναι μια μπούρδα!». Οταν τον ρωτάω αν είχε σκεφτεί ποτέ να εκδώσει παλιά κείμενά του, εκείνα στον «Ταχυδρόμο», στον «Ελεύθερο Τύπο», σε όλα τα «μαγαζιά» του Τύπου από τα οποία έχει περάσει, τα μάτια του γουρλώνουν. «Χριστός και Παναγία! Οχι, αγάπη μου! Κατ’ αρχάς δεν είμαι άνθρωπος του αρχείου. Γιατί προσωπικά θεωρώ ότι το αρχείο, η αρχειοθέτηση, είναι μεγάλη παγίδα! Δεν σε αφήνει να πας μπροστά. Τρως χρόνο για να ξαναδιαβάζεις τι έγραψες τότε. Οχι! Αυτά γίνανε και φύγανε. Ο Πιραντέλο με καλύπτει απόλυτα. Οταν το έργο ολοκληρωθεί, φεύγει από τα χέρια του δημιουργού. Ο,τι έγραψα και εκδόθηκε, όπου εκδόθηκε, πήρε τον δρόμο του. Κάποιοι θα το έχουν διαβάσει, κάποιοι όχι, κάποιοι θα γίνουν φανατικοί, κάποιοι όχι. Πάει, τέλειωσε. Εδώ με πλησιάζουν άγνωστοι και μου δείχνουν κείμενά μου που έχουν κρατήσει στο αρχείο τους και δεν έχω εγώ! Δεν κρατάω τίποτα!».

Επισημαίνω στον Παναγιώτη ότι δεν σκέφτονται όλοι οι δημιουργοί έτσι όπως ο Πιραντέλο το διατύπωσε και ένα τρανό παράδειγμα ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. «Πολλοί! Αυτοί όμως που διαφωνούν το κάνουν από εγωισμό, γιατί διανοητικά το καταλαβαίνουν πολύ καλά. Είναι το εγώ του δημιουργού που δεν θέλει να του το πειράξουν. Εν μέρει, αν και το διαχωρίζω, καταλαβαίνω όταν μιλάει το εγώ του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη γιατί αυτοί είναι ευφυείς άνθρωποι και ξέρουν. Δεν μπορεί ο Χεμινγκγουέι να μην έχει πει ποτέ καλή κουβέντα για κάποια ταινία που στηρίχθηκε σε βιβλίο του και να έχουν γίνει ταινιάρες. Το ίδιο και ο Τενεσί Γουίλιαμς, όπως και ο Χατζιδάκις που λένε ότι υποτιμούσε το «Ποτέ την Κυριακή». Οταν πήρε το Οσκαρ, τούμπες έκανε, τη σκούφια του πέταξε, και πήγε στην Παξινού και την παρακάλαγε να φωτογραφηθεί με το δικό της Οσκαρ μέχρι να ‘ρθει το δικό του από την Αμερική. Αλλά εκεί ήταν άλλο το θέμα, ανεξαρτήτως Οσκαρ. Η σχέση του με το ζεύγος (Μελίνα Μερκούρη – Ζυλ Ντασσέν) ήρθε σε ρήξη όταν κατάλαβε ότι το ζεύγος τον είχε εξαπατήσει με τα δικαιώματα του τραγουδιού. Η σχέση τους δεν αποκαταστάθηκε ποτέ».

«Global τα Οσκαρ»

Εφόσον η κουβέντα έφτασε στα Οσκαρ, τομέα στον οποίο ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης είναι πολύ αφοσιωμένος και κατά κάποιον τρόπο καθ’ ύλην αρμόδιος, τον ρώτησα πώς του φαίνεται η εξέλιξη των Οσκαρ σήμερα. Εχουν υπάρξει αλλαγές που ενδεχομένως τον ενοχλούν; «Οχι» απάντησε αμέσως. «Το μόνο που έχω δει είναι ότι το Οσκαρ, πλέον, είναι ο απόλυτος και παγκόσμιος κυρίαρχος. Η Ακαδημία είναι κατ’ επίφαση αμερικανική, έχει γίνει απολύτως global, έχει ανοιχτεί προς όλα και έχει συμπεριλάβει τα πάντα, γιατί όλοι θέλουν το Οσκαρ. Οταν η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου (στην οποία ο Παναγιώτης είναι μέλος) φτάνει στο σημείο να αλλάζει το καταστατικό και τις ημερομηνίες της, να θυσιάζει μια ολόκληρη χρονιά (το 2025 δεν θα δοθούν βραβεία) ώστε από το 2026 η απονομή να γίνεται Γενάρη για να είναι μέσα στο προ-οσκαρικό γίγνεσθαι, ε, τι άλλο να πούμε; Ολοι δουλεύουν για τα Οσκαρ».

Αυτό εξάλλου υποστηρίζει και στα κείμενά του· τόσο στην ιστοσελίδα του, pantimo.gr, όσο και στα κοινωνικά δίκτυα στα οποία άρχισε να είναι πραγματικά ενεργός μέσα στην COVID. «Μέσα στην πανδημία σκέφτηκα ότι είχα τη δυνατότητα να προσφέρω αυτό που μπορώ στον κόσμο που βρισκόταν σε απελπισία, για να αρχίσει να παίρνει λίγο τα πάνω του. Αυτό το έναυσμα μου το έδωσαν οι «Αγριες Μέλισσες», όταν άρχισα μέσω των κοινωνικών δικτύων να εκφέρω με έναν διαδραστικό τρόπο τις απόψεις μου. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε σε αυτή την προσπάθεια και αισθάνθηκα πολύ ωραία. Ετσι μπήκα με έναν πιο δυναμικό τρόπο στα κοινωνικά δίκτυα, με τα οποία βέβαια είχα ήδη επαφή μέσω του pantimo.gr».