Στην ταινία «Ο γόης» (1969), σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, ο Κώστας Βουτσάς και ο κολλητός του (Χρόνης Εξαρχάκος) ερωτεύονται δύο πλουσιοκόριτσα. Ο Βουτσάς, για να τα εντυπωσιάσει, σκαρφίζεται έναν θείο από την Αμερική που του παρέχει τα πάντα ώστε να ζει πλουσιοπάροχα. Νοικιάζει, για λίγες μέρες, μια πολυτελή έπαυλη που παρουσιάζει ως μόνιμη κατοικία του και επιστρατεύει και την αδελφή του Ρίζου να παριστάνει την οικιακή βοηθό. Η συνέχεια της πλοκής δεν έχει και τόση σημασία, εξάλλου το χιτ της ταινίας είναι μια ατάκα του Βουτσά, εκείνο το «Κατίνα, σαλαμάκι» που έλεγε στην υποτιθέμενη υπηρεσία. Μια φράση που, πέρα από το κωμικό στοιχείο, περιγράφει και ένα δραματικό απωθημένο. Του ανθρώπου που στερείται αυτό που λαχταρά και όταν το αποκτά, έστω προσωρινά και σε συνθήκες ψεύδους, το «φωνάζει» με όποιον τρόπο μπορεί.

Αυτές όμως ήταν συμπεριφορές και νοοτροπίες του 1969, δηλαδή πριν από πενήντα πέντε χρόνια. Αν η ιστορία συνέβαινε σήμερα, ο Βουτσάς θα φωτογραφιζόταν ολημερίς κι ολονυχτίς στη νοικιασμένη έπαυλη, σε όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία, από την πισίνα έως τη walkin closet, με κοστούμι και γραβάτα, με κάτι τύπου «πέταξα τα σκεπάσματα κι έβαλα ό,τι βρήκα», με μαγιό, μπορεί και με μπουρνουζοπετσέτα. Θα φωτογράφιζε γενικά πλάνα, εσωτερικά και εξωτερικά, του σπιτιού για να δείξει την άπλα του, αλλά και «γωνίες» για να αναδείξει τις διακοσμητικές λεπτομέρειες. Και όλα αυτά θα τα ανέβαζε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και επίσης θα ανέβαζε και πολλές φωτογραφίες με φαγητά, από υπερπαραγωγές έως κάτι πρόχειρο, και βέβαια το κρασί ή το ποτό που τα συνόδευσε. Και για να περάσουμε στο κεφάλαιο «σαλάμι» που το είχε άχτι, θα «έπαιζαν» και διάφορα σαλάμια σε διάφορες κοπές.

Ο υποτιθέμενος σύγχρονος Βουτσάς, βέβαια, θα πλήρωνε ελάχιστα για όλα αυτά τα δήθεν. Αν μάλιστα ήταν (ή νόμιζε ότι ήταν) ινφλουένσερ, μπορεί να μην πλήρωνε τίποτα απολύτως. Φτάνει να έγραφε κάπως διακριτικά ότι το σπίτι νοικιάζεται με βραχυχρόνια μίσθωση (μπανάλεψε το Αirbnb), να φαινόταν λίγο η ετικέτα της μπουρνουζοπετσέτας, να διευκρίνιζε πόσο ουάου αισθάνεται στο καινούργιο του κοστούμι μάρκας τάδε, να σημείωνε ότι κάθε επίσκεψη στο δείνα μαγαζί είναι εμπειρία, να τοποθετούσε τα τρόφιμα έτσι ώστε να είναι ευδιάκριτη η ετικέτα των πρώτων υλών.

Τόσοι και τόσοι το κάνουν αυτό, περισσότεροι από τους ινφλουένσερ «με τη βούλα». Kάποιες χιλιάδες ακόλουθοι φτάνουν για να σε αναγάγουν σε δημοσιότητα. Και ως δημοσιότητα μπορείς να εξασφαλίσεις, εν μέρει, τη ζωή σου με το σύστημα της αντιπαροχής. Εγώ σου δίνω προβολή, εσύ μου δίνεις από μανικιούρ – πεντικιούρ έως το βούτυρο της χρονιάς τζαμπέ. Ο,τι τι δηλαδή; Πέσαμε από τα σύννεφα με το περίφημο γαμήλιο πάρτι της φοροδιαφυγής;

Ζωές σε «αντιπαροχή»

Οι τρόποι είναι πολλοί, αλλά ο στόχος είναι ένας. Μια ζωή πιο «μεγάλη», πιο πλούσια, πιο φανταχτερή από αυτήν που η οικονομική σου κατάσταση επιτρέπει. Αλλά συγχρόνως μια ζωή υποθηκευμένη ή «δανεισμένη» σε χορηγούς. Και όχι πάντα με τον καθιερωμένο τρόπο. Το κατιτίς μας να κερδίσουμε. Επαγγελματικά ταξίδια που πλασάρονται στα σόσιαλ ως τρόπος ζωής, ως «passion for travel», ως επιλογή και όχι ως χορηγία που είναι στην πραγματικότητα. Διαμονή σε hip ξενοδοχεία, γεύματα σε μοδάτα εστιατόρια που δεν τα αντέχει ένας μισθός. Φτάνει να αναφερθεί με ενθουσιασμό το όνομα του ξενοδοχείου ή του εστιατορίου. Και χωρίς να είσαι κανονικός ινφλουένσερ. Φτάνει να είσαι κάπως γνωστός ηθοποιός, τραγουδιστής, μοντέλο, παρουσιαστής, πανελτζής. Ή δημοσιογράφος. Θλίψη…

Θυμάμαι πριν από λίγα χρόνια είχα πάει με έναν φίλο, γνωστό ηθοποιό, να αγοράσει κάτι από ένα κατάστημα. Οταν ο άνθρωπος πήγε να πληρώσει, η ταμίας τού είπε: «Α, κύριε τάδε, αν έχετε τόσους ακολούθους, θα σας κάνουμε έκπτωση 50%, αν έχετε περισσότερους από τόσους, θα το πάρετε δωρεάν. Φτάνει βέβαια να κάνετε το σχετικό ποστ». Ο φίλος, που δεν είναι στα σόσιαλ, με έπιασε από το μπράτσο και, με χιούμορ εννοείται, μου ψιθύρισε: «Πάμε να φύγουμε. Εδώ μας βρίζουν».