«Πολλές φορές δημιουργούμε από ανάγκη και όχι γιατί είμαστε γεννημένοι για να γίνουμε δημιουργοί», μου είπατε. Τι εννοείτε;

Διαμορφώθηκαν εκείνες οι συνθήκες στη ζωή μου ώστε έπρεπε να αφήσω τη νυχτερινή δουλειά ως πιανίστας σε μαγαζιά, καμπαρέ, μπαρ κ.λπ. και να βρω τρόπο να ζήσω. Σε εκείνα τα πρώτα βήματά μου ως μουσικού, πέρα των δικών μου επιθυμιών και ονείρων, έπρεπε να συνεισφέρω και στο σπίτι. Αργότερα αγόρασα σπίτι στους γονείς μου γιατί ποτέ δεν είχαμε δικό μας. Οι συναλλαγματικές που είχα υπογράψει έπρεπε να καλυφθούν. Ετσι έμενα στα μαγαζιά και εργαζόμουν για να έχω σίγουρα χρήματα. Ομως ήρθε και ο έρωτας με τη Μαρία.

Και έγιναν πιο δύσκολα ακόμη τα πράγματα.

Πολύ, διότι ο πεθερός μου μού έβαλε το δίλημμα ή να παντρευτώ τη Μαρία, που ήμασταν τότε πολύ ερωτευμένοι, ή να σταματήσουμε τη σχέση μας. Αναγκαστήκαμε να χωρίσουμε για αρκετά μεγάλο διάστημα. Ηταν μια αδυσώπητη δοκιμασία για εμένα. Ισως επειδή βίωσα την έλλειψη του ερωτικού συντρόφου να έγινα ένας ερωτικός, όπως με χαρακτηρίζουν, συνθέτης. Εξαιτίας του χωρισμού δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω.

Πώς ξανασμίξατε;

Κατάλαβε ότι είμαι ένας πιστός άνθρωπος ο πεθερός μου και βεβαιώθηκε ότι αξίζω να είμαι δίπλα στην κόρη του. Ακόμη, ύστερα από τόσα χρόνια, είμαστε μαζί. Τελικά αποφάσισα να υποχωρήσω για να κερδίσω τη Μαρία. Εφυγα από τα μαγαζιά όπου εργαζόμουν ως πιανίστας και ξεκίνησα να γράφω τραγούδια. Θυμάμαι ότι έρχονταν μουσικοί της πιάτσας και μου πρόσφεραν πολλά χρήματα για να επιστρέψω στη νύχτα. Νόμιζαν ότι έφυγα για τα χρήματα. Εγώ όμως ήθελα να με προσέξουν οι εταιρείες γιατί αν έπαιζα τα βράδια στα μαγαζιά ως μουσικός δεν θα με έπαιρναν στα σοβαρά. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν άνθρωποι για να σου πουν πώς να προχωρήσεις. Να ξέρεις τι πρέπει να θυσιάσεις για να πετύχεις αυτά που θες και ονειρεύεσαι. Στη ζωή δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Πρέπει να χάσεις κάτι. Και είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις να χάνεις σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και στο τάβλι.

Μέχρι να έρθει η επιτυχία πώς ζούσατε;

Από τις ενορχηστρώσεις και από τη μουσική που έγραφα για τις ταινίες της Φίνος. Ενορχήστρωση τον δίσκο του Σταύρου Ζώρα που περιέχει το τραγούδι «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο». Η πρώτη ταινία ήταν «Οι αμαρτωλοί» το 1970. Ηταν η πρώτη μας φορά στο σινεμά για εμένα και τους δύο πρωταγωνιστές, τον Χρήστο Νομικό και την Μπέτυ Λιβανού. Ετσι άρχισα να βγάζω αρκετά χρήματα, τόσα ώστε να μην επιστρέψω στη νύχτα.

Αρα, μάλλον καλό σάς έκανε αυτή η δοκιμασία του χωρισμού.

Βέβαια, γιατί με οδήγησε στο ν’ ανακαλύψω τη δυνατότητα που είχα να γράψω μουσική. Αν έμενα στη νύχτα, θα έπαιζα ακόμη σε κανένα πιάνο – μπαρ. Ισως ούτε αυτό, γιατί δεν σε παίρνουν αν είσαι ασπρομάλλης όπως εγώ.

Την αγάπη για τη μουσική ποιος σας την ενέπνευσε;

Ο πατέρας μου ήταν μουσικός, έπαιζε τα βράδια και παρέδιδε και μαθήματα. Ηταν αριστερός διανοούμενος, αλλά πάντα μου έλεγε να μην ασχοληθώ με την πολιτική. Αυτό μου στοίχισε γιατί τα παιδιά στο Ωδείο δεν συνδικαλίζονται όπως στο Πανεπιστήμιο. Είναι τέτοια η διαδικασία των μαθημάτων που μπορεί σε μια πορεία διδασκαλίας 12 ετών, όπως για παράδειγμα απαιτείται για το πιάνο, να μη συναντήσεις παρά ελάχιστα τους άλλους συμμαθητές σου. Επίσης είναι τόσο απαιτητική σπουδή η τέχνη της μουσικής που σε απορροφά απολύτως. Πήγα φαντάρος και δεν ήξερα ποιος είναι πρωθυπουργός της χώρας. Οταν βγήκα στην πιάτσα, όλοι με ρωτούσαν τι ψηφίζω. Επειδή δεν επιβεβαίωνα ότι βρίσκομαι στον χώρο της Αριστεράς, αυτομάτως έβγαλαν το συμπέρασμα, με κατατάξανε στη Δεξιά. Εγώ ήμουν πάντα στη ζωή μου πιο προοδευτικός από τους αριστερούς.

Γιατί πιστεύετε ότι σας κατέταξαν στη Δεξιά;

Οταν είσαι ανταγωνιστικός, σε ροκανίζουν από τα πρώτα σου βήματα. Δεν είχα καμία ένταξη σε κανένα κόμμα. Κατά την άποψή μου, αυτό που δηλώνει την ιδεολογική μας κατεύθυνση είναι η νοοτροπία μας και η συμπεριφορά μας. Το τι θα δηλώσουμε ότι είμαστε είναι δευτερευούσης σημασίας. Αλλωστε εγώ εργαζόμουν από δεκατριών ετών. Δεν είχα περιθώρια για τέτοιες αναζητήσεις.

Για να βοηθήσετε την οικογένειά σας, όπως είπατε.

Βέβαια. Δούλευα στα καμπαρέ για το μεροκάματο. Δεν παραπονιέμαι γιατί πιστεύω ότι ήμουν τυχερός στη ζωή μου. Ημασταν μια πενταμελής οικογένεια: τρία αγόρια και οι γονείς μου. Και εκείνη την εποχή, θα το ξαναπώ, η ανάγκη μάς οδηγούσε. Ολοι έκαναν τα παιδιά τους ό,τι ήταν οι ίδιοι. Και οι τρεις μας – εγώ και τα δυο μου αδέλφια – γίναμε μουσικοί. Ο ένας εργάζεται ως μουσικός πολλά χρόνια στην Ελούντα της Κρήτης. Ο αδελφός μου ο Θέμης εργαζόταν σε κρουαζιερόπλοια. Μάλιστα, εξαιτίας αυτού, κάποια στιγμή με έψαχνε η «Σταρ Ελλάς» της Αυστραλίας – ή Μις, δεν θυμάμαι ακριβώς τον τίτλο.

Τι εννοείτε και γιατί γελάτε τόσο πολύ;

Μα είναι μια πολύ αστεία ιστορία. Οπως είπα, ο αδελφός μου εργαζόταν σε κρουαζιερόπλοια. Εκεί φαίνεται ότι γνώρισε αυτό το κορίτσι. Εκείνη τον αναζήτησε ως Χατζηνάσιο χωρίς να πει το μικρό του όνομα. Επικοινώνησε με τον πατέρα μου, ο οποίος με ενημέρωσε ότι με ψάχνει η Μις ή Σταρ, μια εστεμμένη τέλος πάντων, από την Αυστραλία. Χάρηκα κι εγώ! Νόμιζα ότι μ’ ερωτεύτηκε με τα τραγούδια μου. Ηρθε, τη φιλοξένησε ο πατέρας μου και διαλευκάνθηκε το μυστήριο.

Και διαπίστωσε ότι είστε διάσημο πρόσωπο στην Ελλάδα. Κύριε Χατζηνάσιο, πώς επιλέγατε τους συνεργάτες σας;

Δύο είναι τα κριτήρια: η αξία και ο χαρακτήρας, που ιδανικά θα πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία.

Εχετε βρεθεί μπροστά σε περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε καλή ισορροπία ανάμεσα στην καλλιτεχνική αξία και την προσωπικότητα;

Δεν παντρευόμαστε αυτούς με τους οποίους δουλεύουμε. Το ζητούμενο είναι να σου προσφέρει αυτό που περιμένεις. Αν μπορείς να ξεπεράσεις ότι δεν ταιριάζεις δηλαδή με κάποιον αλλά μπορείς να εργαστείς μαζί του γιατί έχει αυτό που θες, συνεχίζεις. Ομως είναι όλα σχετικά. Εγώ με τη Δήμητρα Γαλάνη είμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι και σκοτωνόμασταν. Μετά όμως αγκαλιαζόμασταν, όπως κάνουν οι ερωτευμένοι. Δεν κάναμε ποτέ παρέα, αλλά έχουμε τις μεγαλύτερες επιτυχίες. Ταιριάζαμε σε καλλιτεχνικό επίπεδο, αλλά όχι ως άνθρωποι.

Με ποιους ταιριάξατε και σε προσωπικό επίπεδο;

Από τους τραγουδιστές, με τον Μανώλη Μητσιά έχω πολύ καλή σχέση. Ο,τι του έχω ζητήσει, δεν μου έχει πει ποτέ «όχι». Τον εκτιμώ πολύ.

Σε αυτό που αναζητούσατε, την επιτυχία, μεγάλο μερίδιο είχαν και οι τραγουδιστές που θα επιλέγατε.

Βέβαια. Χρειαζόταν να κάνω ένα εύκολο τραγούδι που ν’ ακουστεί. Ετσι ήρθε το «Κρίμα το μπόι σου» που είπε η Μαρινέλλα και ηχογραφήθηκε και στα γαλλικά.

Με αυτή την ωραία τζαζ εισαγωγή.

Εκανα τους μπουζουκτσήδες να μελετάνε τζαζ!

Δεν εγκαταλείψατε τις ακαδημαϊκές σπουδές σας ακόμη και όταν γράφατε λαϊκά!

Ναι, αλήθεια είναι τώρα που το συζητάμε. Δεν μπορείς να αφήσεις αυτά που πιστεύεις ότι θα σε κάνουν να ξεχωρίσεις, επειδή άλλαξες νοοτροπία. Για να μη χάσω τη Μαρία έγινα συνθέτης. Ηταν ένα μεγάλο ρίσκο επαγγελματικό. Αλλά δεν φοβήθηκα στιγμή. Πάντα όμως κουβαλάω μέσα μου τον πιανίστα που παίζει τα βράδια.

Πόσο εύκολο είναι να επιβάλει, ή να εμπνεύσει καλύτερα, ένας συνθέτης αυτό που οραματίζεται για τη δημιουργία του σ’ έναν αναγνωρισμένο τραγουδιστή;

Δεν γεννάται ζήτημα επιβολής. Οι τραγουδιστές είναι υποχρεωμένοι να είναι μαθητές απέναντι στον συνθέτη. Την ίδια στιγμή όμως θα πρέπει να είναι και ελεύθεροι. Για παράδειγμα, η Γαλάνη τραγουδάει με τη φωνή μου. Τραγουδάει αυτό που δεν έχω, το μετουσιώνει και το κάνει καταπληκτικό.

Δεν υπηρετούν όλοι οι τραγουδιστές με αυτόν τον τρόπο τα έργα σας;

Οχι. Ο Κόκοτας έκανε τα δικά του τερτίπια, όπως και ο Μητροπάνος και η Μαρινέλλα. Μου άρεσαν όμως και δεν τους έλεγα ποτέ τίποτα. Αλλωστε είναι η δουλειά τους αυτή.

Ποια φωνή θα θέλατε να είχατε αν ήσασταν τραγουδιστής;

Τη φωνή που έχει ο Μιχάλης Χατζηγιάννης. Το σκεφτόμουν από τότε που τον συνάντησα 19 ετών για να πει το τραγούδι για τη σειρά «Αγγιγμα ψυχής».