Το ογκώδες και πολυσύνθετο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Καπετάν Μιχάλης», που μέχρι σήμερα παρέμενε ανέγγιχτο στο σινεμά, αντιμετωπίστηκε με τον απαραίτητο σεβασμό και με προσοχή στις λεπτομέρειες του «περιβλήματός» του από τον Κώστα Χαραλάμπους, στην τέταρτη και πιο φιλόδοξη μέχρι σήμερα ταινία του, τον «Καπετάν Μιχάλη» (Ελλάδα, 2023).

Ο καπετάν Μιχάλης, τον οποίο υποδύεται με σιωπηλή αποφασιστικότητα ο Αιμίλιος Χειλάκης σε έναν ρόλο για τον οποίο θα τον θυμόμαστε για πάντα στον κινηματογράφο (όπου ούτως ή άλλως δεν εμφανίζεται συχνά), είναι το βαρόμετρο της περιοχής του, στην υπό τουρκική κατοχή Κρήτη του 1889.

Αλλά συγχρόνως, όπως ακούμε στην ταινία, είναι ένας «προπομπός για τον άλλο κόσμο» γιατί η προσπάθειά του να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε Κρητικούς και Τούρκους δείχνει μάταιη μπροστά στο απύθμενο μίσος που ως επί το πλείστον κυλάει στις φλέβες των πρώτων.

Ο Χαραλάμπους κινηματογραφεί την ιστορία χωρίς να κρύβει τον θαυμασμό του για τον ήρωα του Καζαντζάκη, ίσως επειδή μέσα στις αδυναμίες, τα ελαττώματα μα και τα λάθη του – και εδώ θα παίξει τον ρόλο της μια Τουρκάλα, η Εμινέ, που υποδύεται η Τζένη Καζάκου – ο Καπετάν Μιχάλης είναι τελικά αυτό που θα έπρεπε να είναι ο ιδανικός Ελληνας.

Υπερήφανος αλλά και ορθολογιστής, πεισματάρης αλλά και ένας άνθρωπος που ξέρει να ακούει, να επεξεργάζεται πριν πάρει την τελική απόφαση (που μπορεί να είναι λανθασμένη αλλά έχει τα κότσια να πάρει το ρίσκο).

Είναι ένας δυνατός άνθρωπος, μέσα κι έξω του – και πρέπει να είναι γιατί, όπως επίσης ακούμε, «άνθρωπος χωρίς δύναμη δεν έχει γνώμη». Και νοιάζεται στ’ αληθινά την ενωμένη Κρήτη. Οι υποϊστορίες της ταινίας, που βεβαίως είναι ψηφίδες για το σύνολο που βλέπουμε, έχουν όλες αρκετό ενδιαφέρον αλλά όχι το ίδιο βάρος.

Βλέποντας την ταινία, θέλεις όσο το δυνατόν περισσότερο Χειλάκη, αυτός και μόνον αυτός είναι το θέμα: η κινησιολογία του, το βλέμμα του, ακόμα και η ξεχωριστή «αθηναϊκή» ομιλία του γιατί δεν θα τον ακούσουμε ποτέ να «υποδύεται» την κρητική ντοπιολαλιά.

Εν τέλει θυμάσαι όλες τις σκηνές του και κάποιες, όπως η αντιπαράθεσή του με τον Τούρκο Αλέκο Συσσοβίτη (με τον οποίο ο Μιχάλης έχει «δεσμούς αίματος»), χαράσσονται βαθιά στη μνήμη σου· σίγουρα πολύ πιο βαθιά απ’ όσο οι σκηνές μαχών που ναι μεν είναι ένα μεγάλο στοίχημα αυτής της παραγωγής αλλά συγχρόνως είναι και η μεγαλύτερη αδυναμία της.

Μετά τη ληστεία

Η ίδια η ληστεία δεν είναι το κεντρικό θέμα της αργεντίνικης ταινίας «Παραβατικοί» (Los delincuentes, Αργεντινή / Χιλή / Βραζιλία / Λουξεμβούργο, 2023), παρότι είναι μια ληστεία πρωτότυπη που λαμβάνει χώρα στην αρχή της ταινίας, χωρίς πολλά λόγια και με αρκετό χρόνο διάρκειας.

Ομως αυτό που στην πραγματικότητα απασχολεί τον σκηνοθέτη Ροντρίγκο Μορένο, κινώντας ταυτόχρονα το δικό μας ενδιαφέρον, είναι το τι μέλλει γενέσθαι μετά τη ληστεία. Καθώς επίσης η ιδέα της θυσίας ορισμένων χρόνων από τη ζωή σου, εν προκειμένω στη φυλακή, ώστε να απολαύσεις όλα τα υπόλοιπα χρόνια σου χωρίς να χρειαστεί ποτέ ξανά να εργαστείς.

Γιατί αυτή είναι η προοπτική του Μοράν (Ντανιέλ Ελίας), το κίνητρό του για να κλέψει ένα σημαντικό ποσό από την τράπεζα στην οποία εργάζεται και κατόπιν να παραδοθεί στις Αρχές. Το σχέδιό του είναι η απόλαυση των λαφύρων μετά την αποφυλάκισή του αφού ως τότε θα τα έχει κρυμμένα ο Ρομάν (Εστεμπάν Μπιλιάρντι), ο φίλος και συνάδελφός του στην τράπεζα, ο οποίος όμως, καθότι ενοχικός, συμφωνεί διστακτικά να μπει στο κόλπο.

Ολη αυτή η παράξενη περίπτωση εγκλήματος με κεντρικούς ήρωες δύο ανθρώπους που δεν είναι ακριβώς υψηλού IQ αλλά φαίνεται ότι έχουν την τύχη με το μέρος τους, είναι στημένη με πολύ έξυπνο τρόπο και μοιρασμένη σε κεφάλαια που σου φτιάχνουν τη διάθεση.

Η ληστεία, η περιήγηση του Μοράν στην επαρχία πριν από την παράδοσή του στην αστυνομία, η δυσκολία του Ρομάν να μην προδοθεί στην τράπεζα όπου όλοι τον υποψιάζονται (λόγω της σχέσης του με τον Μοράν), η ίδια η φυλάκιση του Μοράν όπου τα πράγματα δεν θα πάνε έτσι όπως τα είχε σκεφτεί, η γυναίκα που θα μπλέξει ανάμεσα στους δύο φίλους· όλες αυτές οι ψηφίδες φτιάχνουν ένα ευφάνταστο, έξυπνο και παρά την τρίωρη διάρκειά του συμπαγές σύνολο, μέσα από το οποίο βλέπεις επίσης σε μικροσκόπιο μια τοιχογραφία της σύγχρονης Αργεντινής.

Παρανοϊκός κόσμος

Μια μαύρη γυναίκα (Νατάσα Γουανγκάνεν), μόνη, κλεισμένη σαν ζώο μέσα σε ένα κλουβί, εκτεθειμένη στην απεραντοσύνη της ερήμου. Η εισαγωγή της ταινίας «Η επιβίωση της ευγένειας» (The survival of kindness, Αυστραλία, 2023) είναι σίγουρα εντυπωσιακή μέσα στη μακάβρια όψη της.

Τι μπορεί να κάνει αυτή η γυναίκα για να γλιτώσει; Ολα δείχνουν ότι είναι αρκετά έξυπνη για να μην το βάλει κάτω, και πράγματι αυτό ακριβώς συμβαίνει, οπότε, βγαίνοντας από το κλουβί, αρχίζει να περπατά περήφανα, ίσως και με κάποια αλαζονεία προς την ελευθερία.

Ποια όμως ελευθερία; Η οδύσσειά της μέχρι να φτάσει στον πολιτισμό είναι αρκετά δύσκολη, αλλά ο ίδιος ο πολιτισμός είναι φρικτός και ανελέητος. Μασκοφόροι άντρες σπέρνουν τον τρόμο χωρίς λόγο, κάποιοι αντάρτες αντιστέκονται, γινόμαστε μάρτυρες ενός ακατανόητου μακελειού, με τη μαύρη γυναίκα στη μέση.

Αναμφισβήτητα πρόκειται για την πιο παράξενη ταινία του αυστραλού auteur Ρολφ ντε Χίερ, αρκετές ταινίες του οποίου («Tracker», «10 canoes») είναι αφοσιωμένες στο τραύμα των Αβοριγίνων της Αυστραλίας. Φυσικά και «Η επιβίωση της ευγένειας» έχει πολιτικό προσανατολισμό, μέσα όμως σε μια ευφάνταστη (και πολύ ευπρόσδεκτη) αφαιρετικότητα, χωρίς τίποτα να ερμηνεύεται, σχεδόν στη σφαίρα του σουρεαλισμού. Ακόμα και η γλώσσα στην ταινία είναι ακατάληπτη· στην πραγματικότητα η μετάφραση των όσων ακούμε είναι θέμα αποκλειστικά της φαντασίας μας.

Ακολουθώντας ίσως τη «λογική» της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», ο Ντε Χίερ αποτυπώνει άψογα το εφιαλτικό ταξίδι αυτής της γυναίκας, ενός ευγενικού ανθρώπου, σε έναν κόσμο παρανοϊκό – τον κόσμο μας; Και ακριβώς επειδή ο κόσμος είναι παρανοϊκός, ο δημιουργός του αρνείται να δώσει περαιτέρω «βοηθήματα» αφήνοντάς μας μόνους να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Οικολογικό animation

Η παιδική αθωότητα συνδυάζεται με την οικολογία στα τρυφερά υποθαλάσσια κινούμενα σχέδια των Κριστίν Νταλέρ Ντιπόν, Νικολά Λεμέ «Κατάκ: Η γενναία φάλαινα» (Katak: The brave beluga, Καναδάς, 2023) που έχουν στο επίκεντρό τους τον Κατάκ, μια αρσενική φάλαινα στην εφηβεία, που για να αποδείξει ότι έχει τις ικανότητες του ηγέτη θα αποπειραθεί ένα δύσκολο, γεμάτο κινδύνους ταξίδι, χωρίς σύντροφο.

Η φάλαινα δεν είναι ένα πλάσμα που συναντάμε συχνά στα κινούμενα σχέδια και οι γραμμές των σκίτσων διακρίνονται από έναν ευχάριστο μινιμαλισμό, χωρίς τίποτα το εκκωφαντικό ή υπερβολικό προκειμένου να «γεμίσει» σπάταλα η οθόνη.

Και πάνω από όλα αυτή η ταινία, μέσω μιας κλασικής ιστορίας ενηλικίωσης, πετυχαίνει τον βαθύτερο στόχο της: έναν εύπεπτο και ευανάγνωστο σχολιασμό για την εκμετάλλευση των ωκεανών του πλανήτη όπως και για την εξαφάνιση ορισμένων ειδών, ανάμεσα στα οποία και οι φάλαινες μπελούγκα.

Προβάλλονται επίσης

Στην περιπέτεια φαντασίας «Aquaman: Το χαμένο βασίλειο» (Aquaman and the lost kingdom, ΗΠΑ, 2023) του Τζέιμς Γουάν δεν μπορούμε να ασκήσουμε κριτική γιατί δεν παρουσιάστηκε στους δημοσιογράφους. Πρόκειται πάντως για μια κινηματογραφική επιστροφή του χάρτινου ήρωα της DC Comics, πέντε χρόνια μετά την πρώτη κινηματογραφική περιπέτεια του «Aquaman», επίσης του Γουάν και με πρωταγωνιστή και πάλι τον θηριώδη Τζέισον Μομόα. Δίπλα του οι Πάτρικ Γουίλσον, Αμπερ Χερντ, Ντολφ Λούντγκρεν, Μπεν Αφλεκ και Νικόλ Κίντμαν.

Προβάλλεται επίσης η ταινία του Δημήτρη Αθανίτη «Η περιπέτεια του βλέμματος» (Ελλάδα, 2023) που είναι κάτι σαν δοκιμιακό κολάζ σκηνών προηγούμενων ταινιών του, «ενδεδυμένων» με φιλοσοφικό και αόριστο σπικάζ για το σινεμά, το βλέμμα, την ευτυχία και άλλα τέτοια θέματα. Δεν κατάλαβα τίποτα, εμπέδωσα για τα καλά τον ναρκισσισμό του σκηνοθέτη και μου άρεσε που ξαναθυμήθηκα κάποιες κανονικές ταινίες του, όπως ο «Αόρατος» με τον Γιάννη Στάνκογλου.

Τέλος, απόψε στις 20.00, στο Ρομάντζο (Αναξαγόρα 3, Ομόνοια), θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ για την Πολυκλινική Αθηνών «Το καταφύγιο στην Ομόνοια» της Φένιας Παπαδόδημα και θα μιλήσουν ο Νικόλαος Αλιβιζάτος, συνταγματολόγος και εγγονός του ιδρυτή της Πολυκλινικής Νικόλαου Αλιβιζάτου, ο γιατρός Γεράσιμος Αλιβιζάτος, γιος του Τζον Αλιβιζάτου, που υπήρξε ο τελευταίος διευθυντής της Πολυκλινικής από την οικογένεια των ιδρυτών, και η σκηνοθέτρια.