Η νέα έκθεση της Coldiretti -της Εθνικής Συνομοσπονδία Αγροτών της Ιταλίας– δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών.

Με τον υψηλότερο πληθωρισμό στα τρόφιμα εδώ και σχεδόν 40 χρόνια, στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης οι νεόπτωχοι αυξάνονται.

Μέσα στο τελευταίο έτος πάνω από 3,1 εκατομμύρια κάτοικοι της γειτονικής χώρας βασίστηκαν στην επισιτιστική βοήθεια για να επιβιώσουν.

Εξ αυτών, οι 630.000 -σχεδόν το ένα πέμπτο- είναι ανήλικοι κάτω των 15 ετών.

Οι περισσότεροι, περίπου τα 2 εκατομμύρια, είναι άτομα μεταξύ 16 και 64 ετών.

Καταφεύγουν κυρίως σε «τράπεζες τροφίμων» ή σε δέματα διανομής.

Συνολικά μιλάμε για 92 χιλιάδες τόνους τροφίμων σε ετήσια βάση.

Αυτά ενώ τα νοικοκυριά στην Ιταλία (και όχι μόνο) «στρώνουν τραπέζι» στο πιο ακριβό καλοκαίρι εδώ και δεκαετίες και οι οικονομικά ευάλωτες ομάδες όχι μόνο μεγαλώνουν σε αριθμό, αλλά και επεκτείνονται στην κοινωνική «σφαίρα».

Στις τάξεις τους συγκαταλέγονται πλέον 356 χιλιάδες ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών.

Άτομα σε παραγωγικές ηλικίες που έχασαν τις δουλειές τους.

Μικροέμποροι ή βιοτέχνες που έβαλαν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους, «τσακισμένοι» από την εκτίναξη των τιμών σε πρώτες ύλες και ενέργεια.

Εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή που δουλεύουν «μαύρα» και δεν δικαιούνται κρατική ενίσχυση.

Στη «σειρά» μπαίνουν τώρα και απασχολούμενοι στον αγροτικό τομέα, που στον ιταλικό βορρά μετρά πληγές από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Στις υποστηριζόμενες επισιτιστικά ομάδες ανήκουν επίσης πάνω από 90 χιλιάδες άστεγοι που ζουν στο δρόμο, σε καταφύγια έκτακτης ανάγκης, σε σκηνές ή σε αυτοκίνητα, καθώς και 34.000 άτομα με αναπηρίες.

Στη λίστα, δε, προστέθηκαν μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες 48 χιλιάδες πρόσφυγες στην Ιταλία από την εμπόλεμη Ουκρανία.

Από τα τρία εκατομμύρια όσων ζητούν βοήθεια για να τραφούν, αναφέρει η Coldiretti, σχεδόν 1 στους 4 (23%) είναι μετανάστης, που αδυνατεί να εξασφαλίσει ακόμη και το καθημερινό ψωμί σε μια χώρα που αποτελεί βασική «πύλη» εισόδου στην Ευρώπη.

Εντεινόμενη φτωχοποίηση

Συν τω χρόνω το φαινόμενο στην Ιταλία επιδεινώνεται, χωρίς να αφήνει ανεπηρέαστο ούτε ένα τμήμα της χώρας.

Τα τελευταία τρία χρόνια -τονίζει η Coldiretti- ο αριθμός των ανθρώπων που ζήτησαν επισιτιστική βοήθεια αυξήθηκε κατά 64% στο νότο, 22% στον βορρά και 14% στα κεντρικά της χώρας.

Πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι λαμβάνουν υποστήριξη σε τρόφιμα σε διαρκή βάση.

Το υπόλοιπο ένα και πλέον εκατομμύριο των νεόπτωχων απευθύνεται περιστασιακά σε προγράμματα και δομές βοήθειας, ως έσχατη λύση.

Στην συντριπτική πλειονότητα το κάνουν παραλαμβάνοντας πακέτα τροφίμων.

Τα προτιμούν επειδή ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες τους, αλλά και «από ντροπή», υπογραμμίζεται στην έκθεση.

«Προτιμούν αυτή τη μορφή υποστήριξης», διευκρινίζεται, «από την κατανάλωση δωρεάν γευμάτων σε φιλανθρωπικές δομές».

Τέτοια «καλάθια αλληλεγγύης» μοιράζει αυτές τις ημέρες η Coldiretti, στη μεγάλη αγροτική αγορά της Campagna Amica.

Καθένα από αυτά είναι γεμάτο με βασικά αγαθά: από γάλα μακράς διαρκείας (23%), όσπρια ( 5%), αλεύρι, μαρμελάδα, τυρί και παξιμάδια (2%), μέχρι ζυμαρικά (9%), σάλτσα ντομάτας (8%) χυμούς φρούτων και ζάχαρη (5%), καφέ και μπισκότα (4%), κονσέρβες κρέατος και τόνου (3%).

Όμως η φιλότιμη αυτή εκστρατεία, όπως και πολλές ανάλογες φαντάζουν με «τσιρότο» σε μια όλο και διευρυνόμενη «πληγή».

Στην πρόσφατη ετήσια έκθεσή του, το ινστιτούτο κοινωνικο-οικονομικών μελετών Censis διαπίστωσε ότι το 25,4% του πληθυσμού της Ιταλίας βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.

Ήδη 5,6 εκατομμύρια ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Ακόμη πάντως και νοικοκυριά που βρίσκονται πάνω από αυτόν τον «πήχη», υπόκεινται πλέον σε σοβαρές στερήσεις για να βγάλουν πέρα.

Κυμαίνονται από τρόφιμα -όπως κρέας και ψάρι- μέχρι άλλα αγαθά, δραστηριότητες και υπηρεσίες που, βάσει των εθνικών προτύπων, θεωρούνται απαραίτητα για μια αξιοπρεπή ζωή.

Διεύρυνση των ανισοτήτων

Μέχρι και σήμερα εν τω μεταξύ η Ιταλία παραμένει από τις λίγες χώρες της ΕΕ που δεν έχει εθνικό κατώτατο μισθό.

Αυτός καθορίζεται αντίθετα ανά κλάδο, μέσω συλλογικών συμβάσεων.

Πρακτικά καθηλωμένοι εδώ και χρόνια, οι πραγματικοί μισθοί πλέον εξαϋλώνονται από τον πληθωρισμό.

Ως εκ τούτου, υπολογίζεται ότι ένας στους δέκα εργαζόμενους στην Ιταλία είναι φτωχός. Στις τάξεις των νέων, η αναλογία εκτιμάται ότι είναι ένας στους έξι.

Το τελευταίο διάστημα έχουν γίνει αρκετές απεργίες στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, με αίτημα να μπει τέλος στις επισφαλείς, προσωρινές και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Όμως στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας που υπαγορεύουν οι Βρυξέλλες, η κυβέρνηση Μελόνι προτιμά άλλου είδους παρεμβάσεις.

Όπως π.χ. με εφάπαξ περικοπές στη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, που αποφέρουν ψίχουλα στις τσέπες των εργαζομένων.

Παράλληλα επέβαλε περικοπές στις κοινωνικές παροχές και προωθεί τη σταδιακή κατάργηση του Εισοδήματος του Πολίτη, που μέχρι πρότινος παρείχε πρόσθετη στήριξη σε περίπου 1 εκατομμύριο απόρους.

Κατά τα λοιπά, μείωσε σημαντικά τον φόρο επί των υπερκερδών στις ενεργειακές εταιρείες και ενέκρινε χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου για τη βραχυπρόθεσμη απασχόληση, ενόψει και της καλοκαιρινής περιόδου.

«Είναι άχρηστο να αυταπατώμαστε: Η Ιταλία έχει “στρατό” φτωχών, ο τουρισμός δεν μας σώζει», είπε τις προάλλες στην Il Fatto quotidiano ο Βιντσέντζο Βίσκο, οικονομολόγος και πρώην υπουργός Οικονομικών στις κυβέρνησεις Πρόντι και Ντ’ Αλέμα.

Απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης, επεσήμανε, η κυβέρνηση Μελόνι έχει μέχρι τώρα αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη, μπερδεύοντας στον δημόσιο διάλογο «ζητήματα ταυτότητας, πολιτιστικά και ατομικών δικαιωμάτων».

Κατά τα λοιπά, παρατηρεί, η Ιταλία «παραμένει με τα συνήθη προβλήματά της: καμία μεγάλη βιομηχανία -εκτός από τις τρεις ή τέσσερις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.

»Πολύ λίγες ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις. Καμία ικανότητα δαπανών του ιταλικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

»Υποδομές στο ελάχιστο, μαζική φοροδιαφυγή και φυγή στο εξωτερικό».