Στροφή 180 μοιρών έκαναν οι ΗΠΑ και η Γερμανίααποφασίζοντας να στείλουν άρματα μάχης στην Ουκρανία. Αν και ο Ζελένσκι,  έκανε απανωτές εκκλήσειςγια τα τανκς, οι ΗΠΑ ήθελαν περισσότερο χρόνο να εξετάσουν το αίτημα, καθώς προσπαθούσαν να υπολογίσουν την αντίδραση της Ρωσίας σε περίπτωση αποδοχής αυτού του αιτήματος.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα των Financial Times, ο Σολτς ήταν εκείνος που έπεισε τον Μπάιντεν για την αποστολή αρμάτων μάχης, αν και προκλήθηκε ένταση μεταξύ των δύο χωρών. Όπως ήταν εύλογο, οι προγραμματισμένες παραδόσεις αμερικανικών αρμάτων μάχης M1 Abrams και γερμανικών Leopard αντιμετωπίστηκαν με αγαλλίαση από το Κίεβο και ανακούφιση από τις δυτικές πρωτεύουσες -σε μια νέα, ενδεχομένως, καμπή στη διατλαντική απάντηση στην εισβολή του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.

Ουκρανία: Μετά τα τανκς το Κίεβο θέλει F-16 και F-15

Σιωπηλός και επίμονος ο Σόιμπλε

Ο Σολτς επέμεινε ότι δεν θα έστελνε Leopards στην Ουκρανία, εκτός και αν οι ΗΠΑ επέλεγαν να κινηθούν ταυτόχρονα στέλνοντας τα δικά τους άρματα μάχης. Η τηλεφωνική επικοινωνία του Μπάιντεν με τον Σολτς στις 17 Ιανουαρίου ήταν αυτή που αποκάλυψε το ρήγμα και έθεσε ξεκάθαρα τις βάσεις για την συμφωνία.

Ο Μπάιντεν είχε αναφέρει πως οι ΗΠΑ ήταν απρόθυμες, λόγω υλικοτεχνικών δυσκολιών να στείλουν τα Abrams στο έδαφος της Ουκρανίας. Από την άλλη, ο Σολτς ανέφερε πως πάντα οι δύο χώρες ενεργούσαν σε απόλυτη αρμονία για την παροχή όπλων στο Κίεβο. Το μήνυμα του Σολτς ήταν ξεκάθαρο – η Γερμανία θα έστελνε τανκς μόνο αν γινόταν από τις ΗΠΑ.

Προσπαθούσε να βρει λύση ο Μπάιντεν

Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε να επικοινωνήσει με τον Σολτς έχοντας βρει μία λύση. Αμέσως μετά συναντήθηκε με τον υπουργό των Εξωτερικών και τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Τζέικ Σάλιβαν και τους είπε ότι θέλει να βρεθεί μία λύση.

Μάλιστα, αξιωματούχος του Λευκού Οίκου τόνισε ότι «Ήταν σημαντικό για τον πρόεδρο να διατηρήσει την ενότητα και να προσφέρει στην Ουκρανία», είπε ένας αξιωματούχος του Λευκού Οίκου. Κατόπιν τούτου, υπήρξαν συνεχείς συνομιλίες μεταξύ του Σάλιβάν και του Γερμανού ομολόγου του, Γενς Πλότνερ, για «να καταλήξουν πώς θα φτάσουν στο «ναι»», είπε ο αξιωματούχος του Λευκού Οίκου.

Παρόλα αυτά η αντιπαράθεση συνεχίστηκε και κλιμακώθηκε.Κατά τη διάρκεια συνάντησης με μια ομάδα Αμερικανών βουλευτών στο Νταβός, στις 18 Ιανουαρίου, ο Γερμανός καγκελάριος επανέλαβε τη θέση του ότι η Αμερική πρέπει να παραδώσει τα δικά της άρματα μάχης.

Ο λόγος της γερμανικής προσέγγισης ήταν ότι υπήρχε η πεποίθηση ότι κινούμενοι μαζί στο θέμα των αρμάτων μάχης, οι δυτικοί σύμμαχοι θα μείωναν τον κίνδυνο ρωσικών αντιποίνων.

«Με άδεια χέρια»

Την περασμένη Παρασκευή, όταν ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, επισκέφθηκε την αμερικανική αεροπορική βάση Ramstein στη δυτική Γερμανία, η έλλειψη συμφωνίας αύξησε την πίεση και στις δύο πλευρές.

Η συνάντηση στο Ramstein είχε σκοπό να επιδείξει τη δυτική ενότητα και υπήρχαν μεγάλες ελπίδες ότι η Γερμανία θα τη χρησιμοποιούσε για να ανακοινώσει την αποστολή Leopard. Τελικά, όμως, σημαντική πρόοδος δεν υπήρξε, προκαλώντας μια έκρηξη απογοήτευσης από την Ουκρανία, την Πολωνία και τα έθνη της Βαλτικής και αυξάνοντας την ώθηση για μια συμφωνία, συμπεριλαμβανομένης της επανεξέτασης από την Ουάσιγκτον του θέματος των αρμάτων μάχης Abrams.

Μέχρι τη Δευτέρα, αξιωματούχοι των ΗΠΑ εξακολουθούσαν να υποβαθμίζουν δημόσια την ανάγκη αποστολής των Abrams. Αλλά αυτή ήταν μια κρίσιμη μέρα στις συνομιλίες. Σάλιβαν και Πλότνερ μίλησαν τρεις φορές και οι Σάλιβαν, Όστιν και Μαρκ Μίλεϊ, αρχηγός του αμερικανικού στρατού, συναντήθηκαν με τον Μπάιντεν για να λάβουν την τελική καθοδήγηση για τις διαπραγματεύσεις.

Εν τω μεταξύ, ο Όστιν είχε παρουσιάσει μια νέα πρόταση στον πρόεδρο, που «ξεπέρασε ορισμένες από τις προκλήσεις» για την αποστολή των αρμάτων μάχης Abrams στην Ουκρανία. Ο Αμερικανός πρόεδρος ενέκρινε, τελικά, τη συμφωνία την Τρίτη.

Το ρίσκο

Η προσέγγιση του Σολτς στο ζήτημα προκαλούσε και μεγάλα ρίσκα. Ορισμένοι μάλιστα στον συνασπισμό του ανησυχούσαν για τη ζημιά που θα μπορούσε να προκαλέσει στην σχέση ΗΠΑ – Γερμανίας.  Επιμένοντας στα Abrams ως προϋπόθεση, ο Σολτς «προσπάθησε ουσιαστικά να πιέσει τον Μπάιντεν», είπε ένας αξιωματούχος στο Βερολίνο.

Την Τετάρτη, πάντως, ο Μπάιντεν απέρριψε κάθε υπόνοια ότι δέχθηκε πίεση από τον Σολτς. «Η Γερμανία δεν με ανάγκασε να αλλάξω γνώμη. Θέλαμε να βεβαιωθούμε ότι ήμασταν όλοι μαζί», τόνισε.

Η συμφωνία δικαίωσε την προσέγγιση του Μπάιντεν έναντι του Σολτς, η οποία συχνά περιγράφεται ως «στρατηγική υπομονή» προς το Βερολίνο. Οι ΗΠΑ έχουν αποφύγει οποιαδήποτε δημόσια πίεση ή κριτική στη Γερμανία σχετικά με την απροθυμία της να λάβει ορισμένα μέτρα, είτε για κυρώσεις είτε για στρατιωτική βοήθεια.