Ο Χριστός του συναισθηματικού και εμπορικού διάκοσμου της σημερινής γιορτής είναι ένας ακίνδυνος Χριστός. Το γραφικό βρέφος της φάτνης, τριγυρισμένο από αγγελούδια και από τους μάγους της Ανατολής, εντάσσεται δίχως δυσκολία στη διακοσμητική της γιορτινής εμπορικής διακίνησης των καταναλωτικών αγαθών και στην ωραιοποιημένη μνήμη της παιδικής χαράς τη θρεμμένη με το παραμύθι.

Το ίδιο ακίνδυνος και χρήσιμος για την καταναλωτική μας ευζωία είναι και ο Χριστός των ηθικολόγων, στις εξάρσεις της γιορταστικής ωραιολογίας. Απογυμνωμένος από το «σκάνδαλο» της θεανθρώπινης φύσης του, προσαρμόζεται ο Χριστός στην κοντόθωρη χρησιμοθηρία του κοινωνικού μας ορθολογισμού. Δεν είναι πια «σημείον αντιλεγόμενον», «εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών», αλλά είναι ο «γλυκύς Ιησούς», που κήρυξε στις ακρογιαλιές της Γενησαρέτ το «αγαπάτε αλλήλους», αυτό το ύψιστο σύνθημα κοινωνικής συμπεριφοράς. Ολόκληρο το κήρυγμα του Χριστού, που καταγράφτηκε στα Ευαγγέλια και ενσαρκώθηκε στην αλήθεια της Εκκλησίας, εξαντλείται για τους ηθικολόγους στο «αγαπάτε αλλήλους», που ερμηνεύεται σαν κανόνας κοινωνικής συμπεριφοράς, δίχως να θίγεται το υπαρκτικό πρόβλημα του ανθρώπου, το πρόβλημα της σωτηρίας, η περιπέτεια ή η τραγωδία της ελευθερίας του ανθρώπου από τον ίδιο τον εαυτό του.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.12.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο πολιτισμός της ατομοκεντρικής ευημερίας, σαν συγκεκριμένη πράξη ζωής, έχει αυστηρά λογοκρίνει τον Χριστό των Ευαγγελίων, τον Χριστό της Εκκλησίας. Του έχει αφαιρέσει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να αφυπνίση την υπνωτισμένη καταναλωτική μονάδα, να της αποκαλύψη στόχους ζωής άλλους από τους στόχους του ελεγχόμενου καταναλωτικού μας «συστήματος». Επιτρέπει ένα λογοκριμένο και ακίνδυνο Χριστό, το γιορτινό Χριστό του συναισθηματικού ρομαντισμού και τον Χριστό της χρησιμοθηρικής ηθικολογίας. Η γλώσσα της Θεολογίας, η ριζοσπαστική και ασυμβίβαστη με την κατεστημένη βολή μας, αυτή η ίδια η γλώσσα των Ευαγγελίων μοιάζει σήμερα ακατανόητη και λησμονημένη. Πόσοι από μας γνωρίζουν ή θυμούνται ότι μαζί με το «αγαπάτε αλλήλους» ο Χριστός είπε και κάποια επικίνδυνα και ακατανόητα για τα κοινωνικά μας κριτήρια λόγια, που μόνο αυτά διαφωτίζουν το νόημα της δικής του αγάπης και ειρήνης: «Ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι» (Λουκ. 14, 26). Και αλλού: «Δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ ή διαμερισμόν» (Λουκ. 12, 51). «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Ματθ. 10, 34). Ποιος, ακόμα, θυμάται την αντιστροφή των κοινωνικών μας αξιών που ενσαρκώνει η Εκκλησία, τους πρώτους που αποδείχνονται έσχατοι και τους έσχατους που φανερώνονται πρώτοι, τους τελώνες και τις πόρνες που μας «προάγουν» στη Βασιλεία του Θεού και την καταδίκη των «πεποιθότων εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι». Μέσα σε έναν πολιτισμό «αποταμίευσης» και «ασφαλίσεων», ποιος θα τολμούσε να σαμποτάρη το «σύστημα» θυμίζοντας την άσκηση που κηρύττει η Εκκλησία σα ριζοσπαστική οδό ελευθερίας, και τα λόγια του Χριστού για την απαλλαγή από τα δεσμά της μέριμνας και του θησαυρισμού των αγαθών.

Δίπλα στον ακίνδυνο Χριστό της ελεγχόμενης ευζωίας υπάρχει, θεληματικά λησμονημένος, ο επικίνδυνος Χριστός της Εκκλησίας και της σωτηρίας. Και Εκκλησία δεν σημαίνει την εκκλησιαστική διοίκηση που έχει υποταχτεί στο «σύστημα» και υπηρετεί την καταναλωτική αντίληψη των «θρησκευτικών αναγκών» του λαού, δηλαδή τα οργανωμένα συμφέροντα της κατεστημένης κοινωνικής μας «ισορροπίας» ή τη θανατερή αυτάρκεια της ηθικολογικής «αρετής». Η Εκκλησία σημαίνει τη συγκεφαλαίωση της αλήθειας του κόσμου και της Ιστορίας στο θεανθρώπινο Σώμα της Ευχαριστίας, τη λατρευτική σύναξη που ιερουργεί τη σωτηρία, έστω κι αν στην κεφαλή βρίσκεται ένας ανάξιος ιερέας ή επίσκοπος.

Σήμερα, λοιπόν, η Εκκλησία γιορτάζει τη Γέννηση του Χριστού, του «επικίνδυνου» Χριστού της δικής της ασυμβίβαστης αλήθειας. Η γιορτή είναι «μυστική», είναι «μυστήριο μέγα και παράδοξο». Η πράξη της γιορτής, το κορύφωμά της, είναι το μυστικό Δείπνο της Ευχαριστίας, και μόνο εκεί οι πιστοί θα «δουν» «πού εγεννήθη ο Χριστός», τον τόπο και τον τρόπο της ένωσης του Θεού με τον άνθρωπο, μόνο εκεί θα μιλήσουν την αλήθεια της Γιορτής με τη γλώσσα της ποίησης και την αμεσότητα της Εικόνας.

[…]

*Απόσπασμα από άρθρο του διακεκριμένου καθηγητή Φιλοσοφίας και συγγραφέα Χρήστου Γιανναρά, που έφερε τον τίτλο «Ο ακίνδυνος και ο επικίνδυνος Χριστός» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1974, ημέρα Τετάρτη.

Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ψηφιδωτή παράσταση της Γέννησης του Χριστού στο καθολικό της μονής Δαφνίου (11ος αιώνας).