Επιτρέψτε μου, αν και νομίζω θα συμφωνήσετε. Οι ερμηνευτές που έχουν γράψει πρωτότυπα έργα με τον Μάνο Χατζιδάκι έχουν μια ιδιαίτερη αξία και εγγράφονται μοναδικά στο ελληνικό τραγούδι. Ακόμη μεγαλύτερο – συχνά ενδιαφέρον – έχουν εκείνοι που δεν διεκδίκησαν κάτι από την τύχη και τη συνισταμένη των γεγονότων που τους έφερε δίπλα στον μεγάλο δημιουργό, αλλά έχουν ακολουθήσει μια χαμηλών τόνων πορεία.

Η Βούλα Σαββίδη άφησε εποχή με τα περίφημα «Πέριξ» του Μάνου Χατζιδάκι. Μετά είχε την παράδοξη πορεία ενός αερικού. Μακριά από δημόσιες σχέσεις, δεν σήκωσε ποτέ το τηλέφωνο σε μια εφημερίδα, οι εμφανίσεις της στη Θεσσαλονίκη γίνονται γνωστές από φίλο σε φίλο και επιλέγει εκείνη αυστηρά το πότε και το πού. Με τα χρόνια έχει διαμορφώσει ένα δικό της κοινό που την ακολουθεί με όρους ευλάβειας. Περιπτώσεις Ελλήνων που έχουν έρθει από την Τυνησία για να την ακούσουν ή ακόμη και νιόπαντρα ζευγάρια που κάνουν μια στάση στα στέκια όπου εκείνη τραγουδά – όλα αυτά που σας λέω είναι πραγματικότητα. Με έντονη κοινωνική συνείδηση η Βούλα Σαββίδη, κρατιέται μακριά από κάθε μηχανισμό, ενώ και η επιστροφή της στη δισκογραφία με το «Εργο» (μουσική ο Τάσος Γκρους σε στίχους Βαγγέλη Βελώνια και Μαρίας Τσιμικλή) γίνεται με όρους χειροτεχνίας και μακριά από τα «καναπεδάκια και δελτία Τύπου των μεγάλων εταιρειών». Φίλοι εξάλλου τη φιλοξενούν στην Αθήνα, με φίλους έγραψε τα κομμάτια και το μικρό μα θαυματουργό label του Μετρονόμου την εξέδωσε μόλις και σε μια εποχή που το τραγούδι ψάχνει τον χώρο του ανάμεσα στη νέα ιντερνετική ζωή και τα νέα ήθη του κόσμου.

Το «Εργο», η νέα σας δισκογραφική εργασία, σηματοδοτεί μια επιστροφή; Τι είδους απουσία είναι αυτή που καταγράφετε;

Δεν θα μπορούσα να τα βάλω αυτά μαζί, αφού σποραδικά έκανα live. Απλώς είχα παρατεταμένες σιωπές. Εμφανίσεις έκανα κάπου κάπου. Δισκογραφικά, από τα «Καινούρια ρούχα» (1994) σε σύνθεση του Τάσου Γκρους έχουν περάσει 28 χρόνια. Είχα κάνει όμως μετά την «Αλκυονίδα μέρα» (1996), έναν δίσκο με πολλούς συνθέτες.

Γιατί επιστρέφετε;

Να πω κάτι που θα σας φανεί παράδοξο: δεν αισθάνθηκα ποτέ απούσα. Πάντα ήμουν μέσα και θα ‘ρχόταν το πλήρωμα του χρόνου για να βγω. Με τον Τάσο (σ.σ.: τον Γκρους) έχουμε ξανασυνεργαστεί, είναι πολύ δημιουργικός άνθρωπος και σαν οικογένεια για μένα. Ανήκει στην κατηγορία ανθρώπων που δεν κάνουν θόρυβο. Είναι κάτι που το σκεφτόμασταν. Και πρόκυψε.

Είναι η εποχή μας πάντως άνυδρη για το τραγούδι…

Δεν παρακολουθώ τα πράγματα. Στην πορεία μου, όχι μόνο στη μουσική, ό,τι σημαντικό για μένα βρήκα, το βρήκα σε δεύτερο ή τρίτο πλάνο. Πρέπει να ψάξεις. Οσα προβάλλονται δεν σημαίνει πως είναι και τα καλύτερα.

Ηταν αλλιώς η εποχή που ο δίσκος ήταν κυρίαρχος ως μορφή;

Καθαρά άλλη εποχή. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Οταν έκανα τα «Πέριξ» (1974) ήταν ένα πανηγύρι. Ενιωθες τη δημιουργία, την Τέχνη. Τώρα, λυπάμαι που θα το πω, δεν συναντιούνται ο ερμηνευτής με τον δημιουργό. Τη δημιουργία εγώ όμως την αισθάνομαι ως συνύπαρξη. Να έχει την αύρα της συμμετοχής. Ενα έργο δεν αφορά μόνο έναν, αλλά πολλούς. Παλιά είχαμε δημιουργία της Τέχνης, τώρα βιομηχανία της Τέχνης.

Εχει αλλάξει κι ο άνθρωπος, με τα κοινωνικά δίκτυα ας πούμε;

Δεν είμαι καθόλου σε αυτά, με το ζόρι έκανα λογαριασμό. Δεν βλέπω τηλεόραση, βλέπω μόνο το timeline μου. Στον πυρήνα του ο άνθρωπος έχει τα ίδια ερωτήματα, το ανικανοποίητο. Τα ίδια συστατικά που τον περικλείουν.

Αυτό διατρέχει και την τέχνη σήμερα παρ’ όλ’ αυτά;

Θα σας πω για μένα. Αν μου πεις πως θα μου φέρεις τραγούδια για τον έρωτα, η ανάγκη μου σήμερα είναι για τα κακώς κείμενα. Σε επίπεδο κοινωνικό. Σε επίπεδο αξιών. Νομίζω γενικότερα πως υπάρχει κατάλυση αξιών σε όλα τα επίπεδα. Οι σταθερές μου δεν άλλαξαν, χωρίς να σημαίνει πως δεν αναθεωρώ. Δεν είμαι στατική. Με ενδιαφέρει το κοινωνικό πρόσημο, το υπαρξιακό. Πολύ με χαροποίησε το γεγονός με τον ΛΕΞ. Τον οποίο δεν γνώριζα. Ο γιος μου τον γνώριζε λόγω Θεσσαλονίκης. Δεν το βλέπω τοπικιστικά, εγώ αισθάνομαι εξάλλου οικουμενική. Τι μας απέδειξε όμως; Πως ένα παιδί χωρίς προβολή και μέσα υποστήριξης έφτιαξε αυτό το πράγμα, και τον ακολουθεί τόσος κόσμος. Και τι μας δείχνει: πως αν έχεις κάτι να πεις, θα φτάσει. Και χωρίς τη βοήθεια άλλων. Θα σου πω κάτι: ρώτα όποιον θες αν έχω ποτέ σηκώσει το τηλέφωνο σε εφημερίδα, δημοσιογράφο. Τα είπα τα τραγούδια, ας ταξιδέψουν. Πολύ με χαροποίησε ο ΛΕΞ. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος σχεδόν χαμένος. Πώς γίνεται να έχω κόσμο; Δεν με ξεχνάνε. Ακούγεται εγωιστικό.

Γιατί δεν σας ξεχνούν; Τα «Πέριξ» είναι η αιτία, ο δίσκος και η συνεργασία σας με τον Χατζιδάκι;

Τα είπα με έναν άδολο τρόπο. Δεν είχα ιδέα από ρεμπέτικο τότε. Ο,τι άκουγα από τα τζουκ μποξ που κυρίως παίζανε λαϊκά. Εχω τέτοια μνήμη. Αγαπώ πολύ τη φωνή του Καζαντζίδη. Οχι το σημερινό λαϊκό. Οταν είσαι παιδί οι μνήμες αφήνουν γερό αποτύπωμα. Μεγάλωσα σε μια λαϊκή γειτονιά, τώρα δεν υπάρχουν τέτοιες. Το πατρικό μου είναι στη Μονή Λαζαριστών. Ακουγα οικοδόμους να τραγουδούν Καζαντζίδη. Και αισθανόμουν σαν να εκκλησιάζομαι.

Ακούγατε στο σπίτι μουσική;

Στο σπίτι μου δεν θυμάμαι να ακούμε μουσική. Εφυγε ο μπαμπάς όταν ήμουν 11 ετών, στα 14 μου ήρθε ένα μικρός θησαυρός από τον αδελφό μου από τη Νότια Αφρική. Ο αδελφός μου ο ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ Αχιλλέας Σαββίδης είχε πάει εκεί όπως και ο Μίμης ο Στεφανάκος. Και παίζουν εκεί. Και μου έρχεται ένα βαλιτσάκι όπου έχει 50 LP. Και περισσότερα. Με Βeatles, Rolling Stones, Frank Sinatra, Χατζιδάκι, κ.ά. Αυτό το βαλιτσάκι συν το στερεοφωνικό με βοήθησε να διευρύνω τα μουσικά μου ακούσματα. Ανοίχτηκε ένας κόσμος. Εκείνο το «Help» το είχα ξετινάξει. Τραγουδάω δε από μικρή. Ανεβαίνουμε σε μια ταράτσα με μια φίλη μου. Εγώ λέω τα πιο λαϊκά. Τότε το κύμα της μετανάστευσης ήταν σε έξαρση. Πολλές γυναίκες με τα καρεκλάκια τους κάθονταν έξω. Και ξέρεις, μου λέγανε: Βούλα, δεν θα τραγουδήσεις σήμερα; Το ηχόχρωμα το είχα από νεαρή ηλικία. Δεν έχει μεγάλη διαφορά.

Και πότε γίνεται το άλμα για εσάς από την ταράτσα στην Αθήνα;

Είμαι ανακάλυψη του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου της Columbia που είχε έρθει για μένα στη Θεσσαλονίκη. Αλλά δεν θέλω να σου μιλάω για τον εαυτό μου.

Ενα λεπτό: Για να έχει έρθει, από κάπου είχε την πληροφορία.

Ο Γεράσιμος Λαβράνος.

Δεν το έχετε πει ποτέ.

Οχι. Ενας υπέροχος άνθρωπος. Εκανα παρέα πριν το ’81, με τη Μαριάννα Κούτση, την αδελφή του Μαρούδα, του υπουργού του ΠΑΣΟΚ. Και ήξερε τον Γεράσιμο και είχαμε γίνει παρέα. Κι έρχεται ο Λαμπρόπουλος πάνω. Είμαι στο Μινουί, όπου τραγουδούσαν ο Μητσιάς, ο Ζευγάς (ωραία φωνή που σκοτώθηκε νωρίς) και η Σοφία Σαπίδου, μετέπειτα Διαμαντή, που τραγούδησε στην «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και στα «Δήθεν». Νομίζω ήταν και ο Κηλαηδόνης και ο Μηλιόπουλος μαζί με τον Λαμπρόπουλο. Μου δίνει ραντεβού. Η Lyra είχε υποκατάστημα στην Τσιμισκή και η Columbia στην Αγίας Σοφίας.

Με περίμενε στο υπόγειο και μου δίνει 12 τραγούδια ευρείας γκάμας. Οχι από ένα είδος. Και με καλεί στην Αθήνα. Και κάνω συμβόλαιο πριν κάνω δοκιμαστικό. Είχε στο γραφείο του τη δική μου μπομπίνα. Και έτσι με διάλεξε ο Λεοντής. Δούλευα τότε στην Πλάκα. Μια Πλάκα που έσφυζε, κάναμε τρία προγράμματα την ημέρα στο Ζουμ. Ολα δούλευαν τα μαγαζιά. Και κάνουμε με τον Λεοντή το «Δώδεκα παρά πέντε», όπου είπα βέβαια δύο τραγούδια, βασική ήταν η Μαρινέλλα και ένα παιδί που σκοτώθηκε νέος, ο Γιώργος Φωτόπουλος. Απογοητεύθηκα λίγο τότε αφού ήταν να τα πω όλα εγώ, αλλά λόγω μιας παγίδας ενός παραγωγού, δεν έγινε έτσι. Και κάθομαι στο καφέ στο Μουσείο, με τον αδελφό μου Στέλιο, εγώ απογοητευμένη, θέλω να τα παρατήσω. Και κρατάμε ο ένας «ΤΑ ΝΕΑ», ο άλλος την «Ελευθεροτυπία». Και οι δύο εφημερίδες έχουν πλαίσιο ότι ο Χατζιδάκις ζητάει νέες φωνές.

Ετοιμη να τα παρατήσετε όντως;

Να σου πω την αλήθεια, όχι. Αφού τα πράγματα πάντα σε πάνε εκεί όπου πρέπει να σε πάνε. Την ώρα που χωρίζουμε μου λέει ο αδελφός μου: Ξανασκέψου το. Και πάω την άλλη μέρα στην ακρόαση και έχει πολύ κόσμο που περιμένει έξω. Στην πρώην Αυλαία αυτά, μετά έγινε Πολύτροπον. Ο Βαγγέλης Σκούρτης το είχε. Που μετά συνδεθήκαμε πολύ στενά. Και με την τρόικα Γιώργος Σκούρτης (αδελφός του) – Μήτσος Ευθυμιάδης – Μπάμπης Τσικληρόπουλος. Ο άνδρας μου τότε μου προτείνει: «Γιατί δεν τους λες ένα λαϊκό;». Πάω λοιπόν, έρχεται η σειρά μου. Τι θα πείτε; Την «Πίκρα σήμερα».

Ποιοι άλλοι ήταν με τον Μάνο;

Ο Βασίλης Τενίδης και η Κική Μορφονιού. Και το λέω τόσο χάλια! Εχει στεγνώσει το στόμα μου. Εχω πεθάνει. Την ώρα που φεύγω μου λέει η Μορφονιού: Εχεις σπάνια φωνή, αν ξανάρθεις πιες νερό, κάνε κάτι. Την άλλη μέρα χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Τενίδης. Μπορείτε να έρθετε που σας θέλει ο κύριος Χατζιδάκις; Πάω στο μαγαζί – έχει γίνει ένα ξεσκαρτάρισμα. Και είναι εκεί παρέα ο Σκούρτης και η παρέα του. Και μου λέει ο Γιώργος, που ερχόντουσαν συχνά και με άκουγαν, γιατί δεν λες ένα λαϊκό; Και λέω ένα «μάνα μου γιατί να με γεννήσεις, στην ψευτιά αυτού του κόσμου», ούτε ξέρω ποιο είναι. Μετά η σκηνή είναι μοναδική, αλλά δεν θα σας την πω. Αγγέλου έβγαλα. Και είπα και το «Είπα να σβήσω τα παλιά», όχι όλο, κι άλλο ένα. Τερμάτισε την οντισιόν. Μαγεία.

Και έρχονται τα «Πέριξ». Που όμως έχει ξανακάνει ο Μάνος ρεμπέτικα σε δική του διασκευή, όπως τις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές», τον «Σκληρό Απρίλη του ’45» κ.ά.

Δεν θα έβαζε φωνή. Με μένα έβαλε. Είμαι ευγνώμων. Ξέρεις τι σημαίνει να κάνεις ένα έργο σπουδαίο; Ο χρόνος τα αξιολογεί όλα. Αργησα πολύ να καταλάβω πόσο ισχυρό αποτύπωμα άφησε στα πρόγματα. Ο χρόνος βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

Ξανασυνεργαστήκατε με τον Χατζιδάκι μετά τα «Πέριξ»;

Στον Σκορπιό. Ηταν πριν το στέκι του Χατζή. Και πάει ο Μάνος και κάνει διάφορα όπως τις «Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς». Η σχέση μας ήταν καλή, δεν επικοινωνούσαμε συχνά.

Τι κρατάτε από εκείνον;

Κατάλαβα τι σημαίνει να υπηρετείς την Τέχνη, χωρίς να υποκύπτεις στο ευτελές. Δεν σου υποδείκνυε, αλλά όταν συνυπήρχες μαζί του, η παρουσία του σου δρομολογούσε τα πράγματα.

Μετά, το ’80 πού είστε;

Κάνουν ένα μαγαζί στο Κολωνάκι, στη Σπευσίππου, με το όνομα Πέριξ, με δημιουργό τον Κατρανά, έναν φαρμακοποιό. Γεννάω τον γιο μου και λέω θα μεγαλώσω το παιδί μου.

Φεύγετε στο πικ σας…

Δεν μετάνιωσα.

Εν τω μεταξύ κάνατε λάιβ;

Κατεβαίνω στην Αθήνα. Κάνω μερικά λάιβ. Στον Πύργο Αθηνών εκεί απ’ που είχε περάσει και η Φλέρυ, στο Ρόπτρο, στο Μετρό. Τα τελευταία χρόνια έκανα μερικές εμφανίσεις και στη Θεσσαλονίκη. Με τρώει πάντα και έχω μέσα μου το ανικανοποίητο.

Για τη Θεσσαλονίκη τι λέτε; Εχει χάσει την πνευματική της κίνηση;

Δεν σταματούν τα πράγματα, έχουν μια ροή. Μπορεί να μην είναι στον ίδιο βαθμό. Συμβαίνει όμως αυτό μόνο στη Θεσσαλονίκη;

Πού πάτε, πώς ζείτε;

Εχουμε μια καλύβα στο Δέλτα του Αξιού, μαζεύονται εκεί με χορδές και με όργανα. Με φαγητά ρεφενέ. Φίλοι. Εχω και τρεις γιατρούς φίλους. Είναι στην πρώτη γραμμή του ΕΣΥ – πνευμονολόγοι. Με πήγαν στο Στέκι του Πασά, μου άρεσε πολύ. Ακουσα ρεμπέτικα που δεν τα ήξερα καθόλου. Λένε και δεκαετία του ’60, λαϊκά. Εμένα δεν μου αρέσουν τα νεωτεριστικά μαγαζιά, μου θυμίζουν τους νεόπλουτους Ελληνες. Δώσ’ μου κουτούκι! Ηρθα για να μείνω. Κρύβεται φωνή που δεν βγήκε όλη.

Ο Ελληνας σήμερα, πώς σας φαίνεται;

Ζούμε σε ένα μεταίχμιο για να πάμε σε μια άλλη κατάσταση. Καλύτερη; Θα σου πω ναι. Αυτό που βιώνουμε είναι τόσο σκοτεινό… Πιστεύω πολύ στην αφύπνιση της λογικής συνείδησης. Το Σύμπαν έχει μια μουσικότητα. Και οι ανισότητες είναι σαν φάλτσο.