«Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ήμασταν φίλοι και συγκάτοικοι το 1970 στην Θεσσαλονίκη, φοιτητές στο Μαθηματικό τμήμα. Ήταν ένας γλυκός «κακομαθημένος’» έφηβος. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας. Είχε διαλέξει και ψευδώνυμο: Παύλος Αστέρης. Εκείνη την εποχή του άρεσαν τα drums και κάναμε ντουέτο στο σπίτι. Εγώ κιθάρα και αυτός τύμπανα σε μία πάνινη πολυθρόνα με κουτάλια και μπαγκέτες. Τον θυμάμαι στη συναυλία του James Brown στο Παλλάς να πάλλεται στην ένταση και το ρυθμό της μπάντας.

»Άλλη μία φορά στα καμαρίνια του Μετρό να μου λέει πως όπου να ‘ναι «καθαρίζει»… Ο Παύλος ήταν ένας βιωματικός τύπος όπως πρέπει να είναι ο καλλιτέχνης μόνο που η χημεία που διάλεξε να παλέψει μαζί της, δεν σηκώνει αστεία και έτσι έφυγε νωρίς… αφήνοντας τα τραγούδια του πίσω για παρηγοριά». Με αυτά τα λόγια είχε μιλήσει ο Βαγγέλης Γερμανός για τον αξεπέραστο Παύλο Σιδηρόπουλο, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 42 ετών από υπερβολική δόση ηρωΐνης στις 6 Δεκεμβρίου του 1990.

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα. Ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της γνωστής ποιήτριας Έλλης Αλεξίου. Σ’ αυτές τις δύο διαφορετικές του ρίζες έβλεπε την αιτία της συνύπαρξης σ’ αυτόν του ρόκερ και του σκεπτικιστή.

Ας θυμηθούμε τον Παύλο Σιδηρόπουλο με τα δικά του λόγια και ένα απόσπασμα από παλαιότερη συνέντευξη στην ΕΡΤ3:

«Υπάρχει ένα παρελθόν σε μένα. Και το παρελθόν αυτό είναι το εξής. Είμαι δισέγγονος του Ζορμπά, και ως γνωστόν ο Ζορμπάς ήταν rock and roll, όπως και να το κάνουμε. Και πολύ μάλιστα. Αυτό μας το λέει κι ο Καζαντζάκης. Απ’ την άλλη μεριά όμως, έχω και σπέρμα από την γενιά των Αλεξίου. Της Ελλης της Αλεξίου, η οποία είναι θεία μου. Κι έτσι έχω μέσα μου και τον διανοούμενο και τον αλήτη. Από τη σύγκρουση αυτών των δύο βγαίνει άλλοτε καταστροφή κι άλλοτε δημιουργία.

Θα έλεγα αυτό που είπε ο Εγγονόπουλος ή ο Νάνος ο Βαλαωρίτης, δεν θυμάμαι καλά, ότι πια δεν είμαστε Ελληνες αλλά είμαστε σαν Ελληνες μετά την Τουρκία, με αποτέλεσμα να έχουμε πάρα πολύ ανατολική κουλτούρα. Με τα προϊόντα και τα υποπροϊόντα της, τα πολιτιστικά. Παρόλα αυτά όμως, η ανατολική αυτή κουλτούρα όταν συγχωνεύτηκε από εμάς τους Ελληνες, απόκτησε μια ιδιαιτερότητα. Και οι πεντατονικές κλίμακες οι θρακιώτικές, και τα καραγκούνικα, και τα νησιώτικα, και τα κρητικά, όλα αυτά αποκτήσανε μια ιδιαιτερότητα. Τα ρεμπέτικα, τα νεολαϊκά, όλα αυτά έχουν ιδιαιτερότητα. Αυτή είναι η ανατολική κουλτούρα.

Photo: Wikipedia Commons

Δίνω τη δυτική κουλτούρα για ποιο λόγο; Γιατί αυτή τη στιγμή είμαστε κατά 70 με 30, παίζει αυτό το ποσοστό, περισσότερο ανατολίτες παρά δυτικοί. Οταν λοιπόν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, μονάχο του έτσι ώστε ο μεσήλικας να μην ενοχλείται από την ηλεκτρική κιθάρα, ο νεαρός να μην ενοχλείται από το μπουζούκι, οι μουσικοί οι ίδιοι οι μπουζουκζίδες και αυτό που αντιπροσωπεύουν, και η ηλεκτρική κιθάρα κι αυτό που αντιπροσωπεύει να μην έχουν στήσει δυο ταμπούρια απέναντι ο ένας απ’ τον άλλο και να μάχονται αλλά να έχει γίνει πια σαν τρόπος ζωής η χρυσή τομή των δύο αυτών κουλτούρων, δηλαδή εν ολίγοις να έχει επέλθει ένα 50 – 50, μια ισορρόπηση μέσα μας. Και μέσα απ’ αυτό το πράγμα να πηγάσει η χρυσή τομή του τραγουδιού, της ιδιαιτερότητας που έχουμε στην ανατολική κουλτούρα και της ιδιαιτερότητας που θα αποκτήσουμε στην δυτική κουλτούρα, με τα υποπροϊόντα της.

Μ’ αρέσει το rock and roll, μ’ αρέσει η στιχουργική του, μ’ αρέσουν αυτά που περνάει στον κόσμο και γενικά μ’ αρέσει το ότι είναι προπάντων μουσική για τον άνθρωπο, για τα πάθη του, για το συναίσθημά του κι όχι για την ψυχρή λογική και προπάντων όχι για την τεχνοκρατία».

Η μουσική του πορεία ξεκινά το 1970 από τη Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει Μαθηματικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Εκεί γνωρίζει τον Παντελή Δεληγιαννίδη, με τον οποίο δημιουργούν το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Μαζί κυκλοφορούν τον δίσκο 45 στροφών «Το ξέσπασμα / Ο κόσμος τους» και συμμετέχουν στη συλλογή «Ζωντανοί στο κύτταρο». Από το 1972 έως το 1974 ενσωματώνονται στα «Μπουρμπούλια». Καρπός αυτής της συνεργασίας είναι το 7ινστο «Ο Ντάμης ο σκληρός».

Εν μέσω δικτατορίας, το σχήμα διαλύεται και τα «Μπουρμπούλια» ακολουθούν τον Διονύση Σαββόπουλο. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος επιλέγει να συνεργαστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και συμμετέχει ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του: «Θεσσαλικός Κύκλος», «Μετανάστες» και «Οροπέδιο».

Το 1976 δημιουργεί, μαζί με τους Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο, το γκρουπ «Σπυριδούλα» και κυκλοφορούν ίσως τον κορυφαίο δίσκο της ελληνικής ροκ δισκογραφίας, τον «Φλου». Και αυτό το σχήμα διαλύεται, αφήνοντας πίσω του έναν ολοκληρωμένο ροκ ήχο και μια σειρά συναυλιών.

Οι «Απροσάρμοστοι» μιλούν για τον Παύλο Σιδηρόπουλο:

«Θέλω να θυμούνται τον Παύλο για την γνησιότητά του και το ταλέντο του, είτε αυτό αφορούσε στην ποίηση, είτε στο ροκάδικο κομμάτι του». Αυτά τα λόγια ανήκουν στην αδερφή του, Μελίνα Σιδηροπούλου και σε μία πρόσφατη συνέντευξή της.

«Ήτανε ζωηρός και πειραχτήρι, δεν με άφηνε σε ησυχία. Ένα από τα παιχνίδια του ήταν να με τρομάζει και να γελά. Αλλά και όταν έκανε σκανταλιές και ο πατέρας μας τον έβαζε τιμωρία, εμένα φώναζε να του δώσω ότι θα ήθελε και στα κρυφά, να μην μας πάρουν χαμπάρι. Σαν μεγάλοι ποτέ δεν έλεγξε την προσωπική μου ζωή. Ήμασταν πάντα αγαπημένοι και με αλληλοσεβασμό.

»Έχουμε έξι χρόνια διαφορά, που για τη νεαρή ηλικία είναι μεγάλη. Όσο ήμουν έφηβη, στο γυμνάσιο, ο Παύλος έλειπε στη Θεσσαλονίκη φοιτητής. Όταν γύρισε, που είχε ήδη τη συμμετοχή του στα μουσικά δρώμενα, εγώ ήμουν φοιτήτρια και όλη η μέρα μου ήταν έξω από το σπίτι μας. Όταν επέστρεφα ή έλειπε ή τον θυμάμαι κλεισμένο στο δωμάτιό του. Ήταν οι δικές του στιγμές που έγραφε, διάβαζε. Άλλοτε πάλι άκουγες τους πειραματισμούς του με την κιθάρα. Τους στίχους του δεν τους μοιραζόταν με κανέναν, εξαίρεση αποτελούσε μερικές φορές η μητέρα μας. Σ’ εκείνην τον είχα ακούσει να διαβάζει στίχους του και να την πειράζει και να γελάει αν κάποιοι απ’ αυτούς δεν της άρεσαν.

»Ήθελε να γίνει συγγραφέας και έγραφε με το ψευδώνυμο Παύλος Αστέρης. Και το πρώτο του διαβατήριο, επάγγελμα «συγγραφεύς» είχε».

«Να εδώ χορεύει ζεϊμπέκικο» θα πει η Μελίνα δείχνοντας μια φωτογραφία του αδερφού της. «Του άρεσε το ρεμπέτικο. Το θεωρούσε ροκ. Αλλά τον θυμάμαι από μικρό, να ακούει ροκ μουσική… Όταν φεύγει κάποιος, έτσι όπως έφυγε ο αδερφός μου, ξεδιπλώνεται όλη η αλήθεια και γίνεται πιο έντονη. Θέλω να θυμούνται τον Παύλο για την γνησιότητά του και το ταλέντο του, είτε αυτό αφορούσε στην ποίηση, είτε στο ροκάδικο κομμάτι του. Αυτό που έκανε, να το αγκαλιάζουν με αγάπη. Κάπως το λέει ωραία ο Πουλικάκος: «Έδωσε απλόχερα την ίδια του τη ζωή, για τη ζωή»».

Δείτε τη συνέντευξή της: