«Ζήσαμε με τόση ένταση / την ώρα που αλλάζανε μορφές τ’ αγάλματα / και μείναμε σ’ ένα άδειο μουσείο / τις κρύες νύχτες του χειμώνα / προσπαθώντας να ζεστάνουμε την ατμόσφαιρα / προσποιηθήκαμε για λίγο τους θεούς / τον έρωτά μας βορά στις φαντασιώσεις μας / και καταλήξαμε στον θάλαμο αναμονής / να σκαλίζουμε την υπογραφή μας / πάνω στους ξύλινους πάγκους». Είναι ένα από τα ποιήματα του Παύλου Σιδηρόπουλου που δεν πρόλαβε να μελοποιήσει. Ο θαυμασμός στο έργο του και η επίμονη έρευνα του Δημήτρη Καρρά τα έβγαλαν στο φως.

Η πρώτη φορά που ήρθε σε επαφή με τη μουσική του Παύλου Σιδηρόπουλου ήταν το 1995, σε ηλικία 16 ετών, όταν ξεκίνησε να παίζει με συγκροτήματα. Τραγούδια όπως «Το ’69 με κάποιο φίλο», «Ροκ εν ρολ στο κρεβάτι» ή «Ο Μπάμπης ο φλου» ήταν στο playlist όλων των συναυλιών των εφηβικών γκρουπ. Τότε δεν περνούσε από το μυαλό του ότι δική του μουσική θα συναντούσε κάποτε τους στίχους του ειδώλου του. Οταν έφτασαν στα χέρια τού κιθαρίστα ανέκδοτα ποιήματα του «πρίγκιπα» της ελληνικής ροκ, άρχισε να φαντάζεται τις μελωδίες. Και να πώς αφηγείται τη διαδρομή του δίσκου «Εξακρίβωση» που κυκλοφόρησε: «Γνώριζα από έναν γνωστό μου πως υπάρχουν ακυκλοφόρητα κείμενα του Παύλου. Δεν ήξερα σε τι μορφή. Ρώτησα τον εκδότη και φίλο Δ. Βασιλειάδη αν μπορεί να με φέρει σε επαφή με την αδερφή του Παύλου, τη Μελίνα. Η πληροφορία μου ήταν σωστή και έτσι προχώρησα στη μελοποίηση των ποιημάτων. Τα ποιήματα του Παύλου ήρθαν στα χέρια μου όταν ακόμη δεν είχε βγει το βιβλίο «Εχω μια θλίψη για τα μακρινά Αριστουργήματα».

Η αδερφή του Παύλου Μελίνα το πήγε ως δώρο στον Πάνο Κατσιμίχα, πριν κυκλοφορήσει. Με δανεικό βιβλίο άρχισα να μελοποιώ με μανία αφού ο Σιδηρόπουλος είναι ένας από τους μουσικούς ήρωές μου». Η μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν μελετητή του έργου του Σιδηρόπουλου είναι όταν ανακαλύπτει κάτι καινούργιο: «Το ύφος του Παύλου είναι γνωστό από τη δισκογραφία του, τα έχει όλα! Ανακάλυψα ότι ήταν πολυγραφότατος και πολύ οργανωμένος σχετικά με τις σημειώσεις του. Ηξερε τι ήθελε πολύ καλά στα τραγούδια του. Επίσης διέκρινα ότι προστάτευε την παιδικότητά του».

Η αμεσότητα, οι εικόνες και η απλότητα είναι τα βασικά στοιχεία που διαπερνούν τους στίχους του Σιδηρόπουλου. Στοιχεία που επεδίωξε να αποτυπώσει στις μελωδίες του. «Ακροβατεί ο Παύλος με την ποίησή του σε σκοινιά πολύ δύσκολα, αλλά δεν πέφτει στην παγίδα, ούτε της ποιητικούρας ούτε της απλοϊκότητας. Υπηρέτησα τον λόγο, τουλάχιστον αυτό ήθελα να κάνω. Δεν ξέρω αν πέτυχε, αυτό θα το δείξει ο χρόνος. Ηθελα να παντρευτούν τα κείμενα με τις μελωδίες σαν να ήταν γραμμένα από έναν άνθρωπο. Οι μελωδίες να έχουν απλές φόρμες και όχι απλοϊκές, ακριβώς όπως η ποίησή του».

Οι ερμηνευτές

Πρόκληση ήταν και η επιλογή των φωνών. Κατέληξε στους σπουδαίους ερμηνευτές Δήμητρα Γαλάνη, Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Ελένη Βιτάλη, Χρήστο Θηβαίο, Ορφέα Περίδη, Μίλτο Πασχαλίδη, Δημήτρη Ζερβουδάκη, Φοίβο Δεληβοριά, Λεωνίδα Μπαλάφα, Angelika Dusk, Βιολέτα Ικαρη. «Ευτυχώς έχω πολυσυμμετοχικές δουλειές που μου επιτρέπουν να φαντάζομαι φωνές πάνω σε λόγια και μελωδίες. Ενας δεύτερος παράγοντας ήταν να απευθυνθώ σε συναδέλφους που γνώριζαν τον Παύλο ή σε συναδέλφους που στηρίζουν ακόμη και τώρα τον Παύλο, έχοντας τραγούδια του στο ρεπερτόριό τους ακόμη και σήμερα.

Ποιήματα απήγγειλαν οι Γιώργος Κιμούλης, Λίλιαν Χαριτάκη Ασιμου, Σωτήρης Καλυβάτσης, Αγγελική Σεΐδου και Δημήτρης Βραχνός». Ο ίδιος ο Δ. Καρράς ξεχωρίζει το ποίημα «Απόψε πάλι» που ερμηνεύει στον δίσκο ο Λ. Μπαλάφας, γιατί πιστεύει πως «έχει όλες τις πλευρές του Παύλου μέσα σε λίγα λόγια». Οπως λέει ο ίδιος για τον Σιδηρόπουλο στο σήμερα: «Τον φαντάζομαι να γυρνάει σε όλες τις μουσικές σκηνές κυνηγώντας καθετί καινούργιο σαν ένας πολύ καλός παραγωγός.

Σίγουρα θα χαιρόταν πάρα πολύ βλέποντας την επιτυχία που είχαν κάνει στα μέσα του ’90, και πιο μετά, συγκροτήματα όπως οι Τρύπες ή τα Ξύλινα Σπαθιά γεμίζοντας με μεγάλα ακροατήρια τους χώρους όπου έπαιζαν καθώς εκείνος ήταν που τα ξεκίνησε όλα αυτά στο ροκ με ελληνικό στίχο, αλλά δεν πρόλαβε να θερίσει τους καρπούς που έσπειρε. Μας βλέπει όμως και μας στέλνει χαμόγελα».