Πριν από 22 ακριβώς χρόνια, στις 31 Μαΐου 2000, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 66 ετών ο διαπρεπής επιστήμονας Νίκος Οικονομίδης, ένας δεινός μελετητής της βυζαντινής ιστορίας και ένας από τους κορυφαίους ερευνητές του κόσμου του Βυζαντίου σε όλες τις εκφάνσεις του.

Ο Οικονομίδης, με καταγωγή εκ πατρός από την Πόλη, είχε γεννηθεί στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 1934. Ευτύχησε να έχει δάσκαλό του στο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών τον διακεκριμένο πόντιο εκπαιδευτικό και ιστορικό Οδυσσέα Λαμψίδη (1917-2006). Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και από τα πρώτα κιόλας έτη των σπουδών του έδωσε δείγματα της επιστημοσύνης που έμελλε να τον διακρίνει καθ’ όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου του.

Αφού υπηρέτησε τη θητεία του στο Βασιλικό Ναυτικό, ο Οικονομίδης μετέβη στο Παρίσι, όπου παρέμεινε τρία χρόνια. Εκεί έκανε μεταπτυχιακές σπουδές (σεμινάρια βυζαντινής ιστορίας, παλαιογραφίας και παπυρολογίας) και ειδικεύτηκε στη σφραγιδογραφία. Το θέμα του διδακτορικού που επίσης έκανε στο Παρίσι ήταν το «Τακτικόν του Εσκοριάλ» (γνωστό και ως «Τακτικόν Οικονομίδη»), που ο ίδιος ανακάλυψε (επρόκειτο για κατάλογο βυζαντινών αξιωμάτων, βαθμών και τίτλων, που είχε συγγραφεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 970).

Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, το 1961, ο Οικονομίδης προσελήφθη από τον Διονύσιο Ζακυθηνό (ήταν ένας από τους καθηγητές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών) στο νεοσύστατο Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Βασιλικού Ιδρύματος Ερευνών, όπου ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με τα αρχεία των αγιορείτικων μονών.

Επί χούντας ο Οικονομίδης οργανώθηκε στη «Δημοκρατική Άμυνα», που είχε συγκροτηθεί λίγους μήνες μετά την επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος από κεντρογενείς προσωπικότητες του ευρύτερου ακαδημαϊκού χώρου και της διανόησης. Μετά την εξάρθρωση της εν λόγω οργάνωσης, το 1969, διέφυγε στο εξωτερικό, αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στον Καναδά. Εκεί διετέλεσε καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας και διευθυντής του Τμήματος Ιστορίας του γαλλόφωνου Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ. Κατά την περίοδο της διαμονής του στο εξωτερικό ο Οικονομίδης δίδαξε και έδωσε διαλέξεις σε πολλά ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα (μεταξύ αυτών και το περίφημο Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών Dumbarton Oaks του Πανεπιστημίου Harvard, στο οποίο διηύθυνε το Τμήμα Βυζαντινής Σφραγιδογραφίας).

Το 1987 ο Οικονομίδης εξελέγη καθηγητής της Βυζαντινής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μεταξύ των διοικητικών θέσεων που κλήθηκε να αναλάβει ο Οικονομίδης ήταν εκείνες του διευθυντή του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και του προέδρου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Επίσης, υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης.

Το συγγραφικό έργο του Οικονομίδη, αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, περιλαμβάνει δεκαπέντε βιβλία (τα οκτώ από αυτά τα συνέγραψε μόνος του, ενώ στα υπόλοιπα επτά συνεργάστηκε με άλλους συγγραφείς), εκατοντάδες δημοσιευμένες επιστημονικές μελέτες, επτά κεφάλαια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, δεκάδες βιβλιοκρισίες κ.ά.

Εξάλλου, ο Οικονομίδης δημοσίευσε και σχολίασε πλήθος ανεκδότων ή ατελώς δημοσιευμένων πηγών, ενώ καταπιάστηκε με όλες τις πτυχές της ζωής των Βυζαντινών (πολιτική, διοίκηση, οικονομία, εκκλησία, παιδεία, τέχνη, καθημερινή ζωή, σχέσεις με ξένους λαούς).

Κεφαλαιώδους σημασίας υπήρξε η συμβολή του Οικονομίδη στη μελέτη των μολυβδόβουλλων (τα μολυβδόβουλλα ή βούλλες ήταν οι σφραγίδες που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί, προκειμένου να εξασφαλίσουν το απόρρητο στην αλληλογραφία τους).

Αξιοσημείωτο είναι και το ενδιαφέρον που επέδειξε ο Οικονομίδης για την τέχνη του μεσαιωνικού ελληνισμού, για σημαντικά δημιουργήματα της βυζαντινής τέχνης (όπως, για παράδειγμα, τα ψηφιδωτά της Αγια-Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη), γεγονός που τον οδήγησε μάλιστα στην αναθεώρηση χρονολογήσεων και ερμηνειών.

Ο Οικονομίδης είχε νυμφευτεί την επιφανή καθηγήτρια Τουρκολογίας και σημαντική ερευνήτρια στο χώρο των τουρκικών σπουδών Ελισάβετ Ζαχαριάδου (1931-2018), με την οποία είχε αποκτήσει δύο κόρες.