Η ουκρανική κρίση δεν ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες όταν η Ρωσία άρχισε να ενισχύει τις μονάδες που έχει περιοχές κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, κίνηση που οι ΗΠΑ και η δύση, χαρακτήρισαν επιθετική ενέργεια και προετοιμασία για εισβολή στην Ουκρανία, απέναντι στην οποία ενίσχυσαν στρατιωτικά τις χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία, ενώ δεσμεύτηκαν για ιδιαίτερα αυστηρές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας σε περίπτωση που η τελευταία εισβάλλει στο ουκρανικό έδαφος.

Ουσιαστικά ξεκίνησε το 2013-2014 και εξαρχής δεν αφορούσε μόνο τις σχέσεις της Ουκρανίας με τη Ρωσία και τον τρόπο που η Μόσχα δεν έβλεπε με καλό μάτι to άνοιγμα προς τη Δύση, την ανάμειξη των ΗΠΑ σε αυτή τη «στροφή» και τις κινητοποιήσεις Κίεβο που τις αντιμετώπισε ως «χρωματιστή επανάσταση». Αφορούσε και την εσωτερική διαίρεση της Ουκρανίας που αποτυπώθηκε και στη διαφορετική τοποθέτηση μέρους του πληθυσμού στις ανατολικές επαρχίες αλλά και την Κριμαία, ουσιαστικά μια συνθήκη εμφύλιας σύρραξης. Προφανώς η Ρωσία έχει υποστηρίξει τους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία, όμως δεν ήταν απλώς τα «υποχείριά» της.

Αυτό σήμαινε ότι εξαρχής η υπέρβαση της κρίσης αφορούσε τόσο τις σχέσεις ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία και τις ανησυχίες της Ρωσίας για το εάν μια «Νατοϊκή» Ουκρανία θα αποτελούσε μια απειλή για την ασφάλειά της, όσο και την αντιμετώπιση του εσωτερικού προβλήματος της Ουκρανίας.

Οι συμφωνίες του Μινσκ

Γύρω από την ουκρανική κρίση του 2014 μπορεί να ξεκίνησαν οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις που ακόμη και σήμερα είναι σε ισχύ (και που οι ΗΠΑ αλλά και άλλες δυτικές χώρες έχουν δεσμευτεί να κάνουν αυστηρότερες σε περίπτωση «επιθετικής ενέργειας» της Ρωσίας), όμως υπήρξε παράλληλα και μια διαδικασία για την κατάπαυση του πυρός και για ένα πλαίσιο που να μπορεί να εκτονώσει πραγματικά την κρίση.

Η διαδικασία του Μινσκ περιλάμβανε εκπροσώπους της Ουκρανίας, της Ρωσίας, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη και των αυτονομιστών από την ανατολική Ουκρανία.

Το πλαίσιο που συνομολογήθηκε – σε δύο φάσεις εξ ου και η αναφορά σε Μινσκ Ι και Μινσκ ΙΙ – περιλαμβάνει μια σειρά από κοινές δεσμεύσεις. Την πλήρη κατάπαυση του πυρός και την απομάκρυνση του βαρέος οπλισμού από το σημείο επαφής, όπως και την επιτήρηση της κατάπαυσης του πυρός από τον ΟΑΣΕ. Την ψήφιση ενός νόμου που να εξασφαλίζει μορφές αυτοκυβέρνησης στις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ και την αναγνώριση από την ουκρανική Βουλή του ιδιαίτερου καθεστώτος αυτών των περιοχών, τη συνταγματική αναθεώρηση στην Ουκρανία με έμφαση στη μεγαλύτερη αποκέντρωση, την πραγματοποίηση τοπικών εκλογών σε αυτές τις περιοχές, την απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων και τελικά την ανάκτηση του ελέγχου του συνόλου των συνόρων της Ουκρανίας από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις.

Επιπλέον, κομμάτι της διαδικασίας του Μινσκ είναι αυτό που περιγράφεται ως  «συζήτηση με το σχήμα της Νορμανδίας». Αυτό αναφέρεται σε συζητήσεις ανάμεσα στην Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Γερμανία και τη Γαλλία και προέρχεται από το γεγονός ότι συζητήθηκε ανάμεσα στους ηγέτες των τεσσάρων χωρών στο περιθώριο των εορτασμών της 70ης επετείου της απόβασης στη Νορμανδία.

Ποια η σημασία των συμφωνιών του Μινσκ

Η ίδια η Ρωσία έχει δηλώσει ότι αποδέχεται τη διαδικασία που ορίζουν οι συμφωνίες του Μινσκ και μάλιστα επιμένει ότι δεν αμφισβητεί την ακεραιότητα της Ουκρανίας, ούτε επιθυμεί την προσάρτηση των ανατολικών επαρχιών και την αλλαγή των συνόρων, απλώς ζητά την εφαρμογή των συμφωνιών.

Και η ουκρανική κυβέρνηση δεν έχει δηλώσει ότι τις αρνείται, έστω και εάν δεν έχει κάνει κανένα από τα βήματα που την αφορούν άμεσα και κυρίως αυτά που θα αφορούσαν το καθεστώς των ανατολικών επαρχιών, τη συνταγματική αναθεώρηση, το νόμο για την αυτοκυβέρνηση των περιοχών αυτών.

Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ως ένα βαθμό ήταν και ουκρανικές πρωτοβουλίες όπως η ανακίνηση εκ νέου ζητήματος «ανακατάληψης» των περιοχών αυτών, μια θέση που είναι εκτός του πλαισίου των συμφωνιών του Μινσκ. Αυτό έχει να κάνει και μια ορισμένη εθνικιστική στροφή του Ζελένσκι.

Από την άλλη, οι συμφωνίες του Μινσκ μπορεί να μην ταιριάζουν στο «αφήγημα» των αγγλοσαξονικών ΜΜΕ που κυρίως παρουσιάζουν μόνο τη ρωσική επιθετικότητα απέναντι στην Ουκρανία, αποσιωπώντας τις δυναμικές της σύγκρουσης, όμως είναι μέχρι στιγμής οι μόνες που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εσωτερική διάσταση του προβλήματος και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αποκατασταθεί η ακεραιότητα της Ουκρανίας, να μπει τέλος στη σύγκρουση και άρα να αποκλιμακωθεί και η συνολική ένταση.

Η σημασία της γαλλικής παρέμβασης

Η Γαλλία είναι μια χώρα που συμμετέχει στο «σχήμα της Νορμανδίας» και άρα έχει άμεση εμπλοκή στην διαπραγμάτευση των συμφωνιών του Μινσκ.

Ταυτόχρονα, σε αυτή τη φάση της κρίσης η Γαλλία έχει δείξει ότι επιθυμεί να διατηρήσει μια στάση που να μην ταυτίζεται με αυτή των ΗΠΑ και των πιο «επιθετικών» δυτικών χωρών. Αυτό έχει να κάνει και με την πάγια διεκδίκηση ενός χαρακτήρα σχετικά αυτόνομης «μεγάλης δύναμης» από τη γαλλική διπλωματία, όσο όμως και με την ανησυχία ότι αυτή τη στιγμή μεταφέρεται στο ευρωπαϊκό έδαφος ένας ανταγωνισμός ΗΠΑ και Ρωσίας (και μεσοπρόθεσμα ΗΠΑ εναντίον Ρωσίας και Κίνας) με όρους όπου σίγουροι χαμένες θα είναι οι χώρες της Ευρώπης. Αυτό εξηγεί γιατί η Γαλλία αυτή τη στιγμή παίρνει πρωτοβουλίες για την αποκλιμάκωση της έντασης και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου διαλόγου.

Μια διέξοδος και για τη Ρωσία

Μια επιστροφή στη διαδικασία των συμφωνιών του Μινσκ θα μπορούσε να είναι και μια διέξοδος και για την ίδια τη Ρωσία, που έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι αυτό μπορεί να είναι ένα πλαίσιο.

Και αυτό γιατί της επιτρέπει να αποκλιμακώσει την ένταση χωρίς να φανεί ότι «υποχωρεί» αφού το πλαίσιο συμφωνίας θα αφορά ακριβώς κάτι που και η ίδια έχει προτείνει ως διέξοδο, δηλαδή μια συζήτηση όχι μόνο για την αποφυγή στρατιωτικής έντασης αλλά και για την επίλυση του εσωτερικού ζητήματος της Ουκρανίας, ώστε να αποφεύγει και την κριτική ότι ευθύνεται για την κατάσταση στα ανατολικά.

Προφανώς και η άλλη διάσταση της τρέχουσας κρίσης, που είναι το ερώτημα του εάν θα υπάρξει ανακοπή της διαδικασίας επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, δεν θα έχει αντιμετωπιστεί, όμως για τη Μόσχα μια αποκλιμάκωση γύρω από τους όρους της συμφωνίας του Μινσκ συνιστά ότι εν μέρει οι θέσεις της λαμβάνονται υπόψη. Ούτως ή άλλως, οι ΗΠΑ μάλλον δεν θα δοκιμάσουν στον βραχύ χρόνο να προωθήσουν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Το ερώτημα είναι εάν οι ΗΠΑ θα θελήσουν να στηρίξουν μια διαδικασία διεξόδου σε αυτή την κατεύθυνση, ή θα θεωρήσουν ότι αυτό δεν συνιστά επαρκή «φθορά» ή κόστος για τη Ρωσία και άρα πρέπει να συνεχιστεί η πίεση και να εντατικοποιηθούν οι κυρώσεις. Και το ερώτημα γίνεται πιο σύνθετο, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η αμερικανική κυβέρνηση (και ευρύτερα το αμερικανικό διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο) έχουν εμφανιστεί με μια σχετική διχογνωμία ως προς το εάν είναι ευκαιρία να υπάρξει μια μεγάλη πίεση και κυρώσεις στη Ρωσία (ακόμη και με το τίμημα «τοπικής ανάφλεξης), ή εάν είναι προτιμότερο να υπάρξει αποκλιμάκωση και μετάθεση του συνολικότερου ερωτήματος για την αντιμετώπιση της «ρωσικής απειλής» στο μέλλον.