Οι Ολυμπιακοί του 1896 και τα μεγάλα τους προβλήματα τρία: πρώτο, οι κατάλληλοι αθλητικοί χώροι, δεύτερο, η φιλοξενία σε μια πόλη 130.000 κατοίκων με οργανωμένες ξενοδοχειακές κλίνες λιγότερες από 800, και τρίτο, η ασφάλεια της Ολυμπιάδας, σε μια εποχή που το κλεινόν  άστυ έσφυζε από εγκληματικότητα τουλάχιστον μια δεκαετία πριν, έως ότου εμφανιστεί ο Αγρινιώτης μαχητής της Κρητικής Επανάστασης και του Θεσσαλικού Πολέμου, Δημήτρης Μπαϊρακτάρης.

Βεβαίως στην εποχή του η Αστυνομία δεν είχε να αντιμετωπίσει όμοια με τα σημερινά προβλήματα, όπως αυτά της τρομοκρατίας ή των τροχονομικών ελέγχων (σημ.: ελλείψει αυτοκινήτων). Υπήρχαν όμως και τότε τα ναρκωτικά, προαγωγοί-προστάτες, κλέφτες (ή αλλιώς λαχανάδες) και άλλα κοινωνικά παράσιτα που χαρακτηρίζονταν από υπόγειες συνήθειες, όπως το στραβό περπάτημα (κουτσαβάκια), η μαγκιά, τα βαριά κομπολόγια και τα ανάρριχτα σακάκια.

Μιλάμε για εποχές που η γαλλική αργκό, τα στριφτά μουστάκια και τα δίχρωμα μυτερά παπούτσια ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις για τη σουλάτσα ενός «ε ντε λα μαγκέ» στα στενά του Μοναστηρακίου, του Ψυρρή και στους τεκέδες της όμορφης αθηναϊκής Πλάκας. Οι «τσαμπουκάδες», τα μαχαιρώματα και οι οδομαχίες με κουμπούρια είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο, είτε γιατί κάποιος πάτησε «κατά λάθος» το συρόμενο ζωνάρι ενός μάγκα είτε γιατί γλυκοκοίταζαν την «γκόμενα» του. Οσο αστεία και αν ηχούν τα προβλήματα αυτά, εκείνη την εποχή είχαν λάβει διαστάσεις μάστιγας. Οι φυλακές Συγγρού και Ωρωπού ήταν έτοιμες να δεχθούν το πλήθος των παρανόμων, αρκεί να βρισκόταν το επιδέξιο αστυνομικό όργανο που θα κατάφερνε να τους συλλάβει, κοινώς μπαγλαρώσει.

Το σώμα των Ευζώνων

Πιάνοντας τον παλμό της εποχής του κι έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση της τότε ανώτατης πολιτικής αρχής, ο Μπαϊρακτάρης δημιούργησε ένα σώμα «ευζώνων» (σημ: «κομάντο» θα λέγαμε σήμερα), που θα αναλάμβανε να δώσει σάρκα και οστά στα όνειρα «ευταξίας» του στρατηγού.

«Εις την αστυνομίαν της Πρωτευούσης επί Μπαϊρακτάρη προσετέθη και μια δύναμις Ευζώνων, κατά προσωπικήν επιλογήν αυτού του ιδίου. Των ανδρών εκείνων η πίστις και η αφοσίωσις υπήρξε παροιμιώδης. Απέβησαν αληθείς τρομοκράται των κακοποιών και των αέργων και ήρωες επεισοδίων και σκληρών και φαιδροτάτων. Οι επίλεκτοι άνδρες των ορεινών διαμερισμάτων της χώρας, απηλλαγμένοι κακών συνηθειών, πειθαρχούντες αυστηρώς, ψύχραιμοι και αφωσιωμένοι εις το καθήκον, απέβησαν πάντοτε πολύτιμα όργανα τάξεως και επιβολής υπό διοίκησιν σώφρονα και λελογισμένην».

Το επίκαιρο αίτημα για ασφαλείς Ολυμπιακούς Αγώνες απασχόλησε τον Δ. Μπαιρακτάρη, ο οποίος με απόλυτη επιτυχία ανέλαβε την ασφάλειά τους.

Διορατικός κι επαγγελματίας

Σε συνέντευξη που έδωσε ο στρατηγός στην εφημερίδα «Εστία» εξέθεσε τις απόψεις του για την ανασυγκρότηση της Αστυνομίας εν όψει των Αγώνων. Μέσα από τα λόγια του καταλαβαίνει κανείς το πόσο διορατικός και επαγγελματίας στάθηκε αυτός ο αστυνομικός.

«…Εσκέφθημεν περί όλων και η δύναμις των αστυφυλάκων κατά τους αγώνας θα φθάσει εις 400 άνδρας. Δια τους 50 εξ αυτών συμπεριελήφθη και κονδύλιον εν τω προϋπολογισμώ. Ανάγκη όμως να ενισχυθή η αστυνομία και δι’ άλλων 50 ανδρών και προς τούτο θ’ αποταθώμεν προς τας άλλας αστυνομικάς περιφερείας του Κράτους, δια να ίδωμεν πώς θα τους οικονομήσωμεν. Διότι είνε ανάγκη να τους έχωμεν εγκαίρως εις Αθήνας, δια να τους κάμωμεν και κάποια διδασκαλίαν όσον αφορά στην συμπεριφοράν των προς τους ξένους και τους άλλους πολίτας και εν γένει προς πλήρη τήρησιν της τάξεως κατά τους Αγώνας…».

Οπωσδήποτε τα μεγέθη προκαλούν έκπληξη, αν αναλογιστούμε ότι το κλεινόν άστυ τότε είχε ανάγκη από 400 μόνον αστυνομικούς . Παρ’ όλα αυτά  η διδασκαλία της συμπεριφοράς – και όχι μόνο – των αστυνομικών για την εποχή εκείνη ήταν ένα κεφαλαιώδες ζήτημα, που παραμένει επίκαιρο.

«Πλην των αστυφυλάκων ημπόρει βέβαια να ενισχυθώμεν και δι’ εφίππων ανδρών, όπως λέγεται, ορίζοντες σταθμούς την Αγ. Τριάδα και τον σταθμόν του Σιδηροδρόμου δια δύο εξ’ αυτών. Επίσης ανά δύο να τοποθετήσωμεν εις την οδόν Ηρώδου του Αττικού και εις τας άλλας κεντρικάς οδούς, αι οποίαι θα συχνάζωνται πολύ από τους ξένους, δια να παρέχουν πάσαν εις αυτούς πληροφορίαν και να επιτηρούν την ασφάλειαν και τάξιν εν συνεννοήσει πάντοτε προς τους αστυφύλακας, τους αστυνόμους και τα τμήματα, οίτινες θα λαμβάνουν τας διαταγάς και οδηγίας ως συνήθως απ’ ευθείας εκ της Διευθύνσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπον η αστυνομική επιτήρησις θα εκτελήται πλήρως και τα κακοποιά στοιχεία, αν τολμήσουν να έλθουν, αμέσως θα περιορισθούν…».

Συμφωνία με τους παράνομους

Φαίνεται λοιπόν ότι η Ολυμπιάδα του 1896, παρά την αβάσταχτη φτώχεια του λαού μας, στέφθηκε με επιτυχία χάρη στο αθάνατο ελληνικό φιλότιμο και τον πατριωτισμό ορισμένων ανθρώπων.

Το σημαντικότερο, που παραμένει και μοναδικό, είναι η διαβόητη συμφωνία Μπαϊρακτάρη με τους παράνομους. Μια συμφωνία που ετηρήθη καθόλη τη διάρκεια των Αγώνων και που την τίμησε όλος ο Ανθός του Κακού καθ’ άπασαν την επικράτειαν. Κλέφτες, πορτοφολάδες, προστάτες, μαχαιροβγάλτες, απατεώνες, κάθε λογής κακοποιοί, στάθηκαν λογοτιμητές, δρομολογώντας μια αξεπέραστη μέχρι σήμερα συμφωνία. «Το ελληνικό φιλότιμο», άγνωστο γεγονός για τους ξένους, εξηγούσε στον Τρικούπη και τον Δεληγιάννη ο αρειμάνιος Αγρινιώτης.