Υπάρχει μια σκληρή εκλογική αλήθεια που συνήθως τα κόμματα που στοχεύουν στη νέα γενιά αποφεύγουν να λένε: οι νέοι είναι απαραίτητοι, γιατί θα διαμορφώσουν μια πολιτική ατμόσφαιρα, γιατί θα είναι οι πρώτοι που θα μετρηθούν από τους παριστάμενους δημοσιογράφους σε μια κομματική εκδήλωση και γιατί θα αλλάξουν τον αέρα μιας παράταξης με γνώριμο και ενδεχομένως βαρετό πολιτικό προσωπικό. Κανένα κόμμα, όμως, δεν κέρδισε εκλογές επειδή κέρδισε τη νεολαία. Μπορεί η παρουσία της να ανεβάσει ένα ποσοστό, δεν είναι όμως εκείνη ο καθοριστικός παράγοντας που θα κρίνει ποιος θα ορκιστεί Πρωθυπουργός.

Στοχεύοντας στον εμβολιασμό

Αυτή η χρονιά, ωστόσο, είναι ξεχωριστή. Και μπορεί η νεολαία να μην είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα των εκλογών (όποτε αυτές κι αν γίνουν), όμως αποτελεί τον αστάθμητο παράγοντα του καλοκαιριού. Οι νέοι βρίσκονται ξανά, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, υπό διεκδίκηση τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αξιωματική αντιπολίτευση. Ο τρόπος, όμως, που αυτό γίνεται είναι διαφορετικός. Για το Μέγαρο Μαξίμου, πριν από τη γαλάζια προβολή, ξέρει πως σημασία έχει η νέα γενιά να εμβολιαστεί – και η σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ τους κατά το δεύτερο λοκντάουν δεν έστρωσε τον καλύτερο δρόμο για κάτι τέτοιο. Ετσι επιστρατεύτηκαν όλα τα μέσα, ακόμα και τα 150 ευρώ του freedom pass που θα λειτουργούσαν ως κίνητρο για τους νέους έως 25 ετών ώστε να προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα. Υπό μια έννοια, κάτι κατάφεραν: η εικόνα που υπάρχει για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι σαφώς καλύτερη από την αντίστοιχη από εκείνη που υπάρχει στο επόμενο ηλικιακό γκρουπ (25-39), στο οποίο εμπεριέχονται και εκείνοι για τους οποίους η πλατφόρμα άνοιξε νωρίτερα και προσήλθαν, τουλάχιστον τις πρώτες μέρες, με έναν σχετικό ενθουσιασμό για να εμβολιαστούν. Στην προσπάθεια προσέγγισης της νεολαίας έχει μπει και η ΟΝΝΕΔ, που προσπαθεί να συστήσει ξανά ένα δίκτυο νέων που δεν θα μοιάζει ξεπερασμένο, με δράσεις που δεν είναι αμιγώς κομματικές.

Η απάντηση σ’ αυτό το κάλεσμα για εμβολιασμό θα κρίνει και το φθινόπωρο -ειδικά όταν τις προηγούμενες εβδομάδες φάνηκε πως ο συνωστισμός σε ανοιχτά κέντρα διασκέδασης μπορεί να οδηγήσει σε έξαρση του ιού. Εχει τόσο μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της πανδημίας, που η κυβέρνηση έβαλε στο παιχνίδι μια καινούργια επικοινωνιακή καμπάνια, πιο κοντά στο ύφος των σημερινών νέων από τις προηγούμενες, που συγκρίνει τους κινδύνους ενός ανεμβολίαστου για την προοπτική των διακοπών του με τη χαλαρότητα ενός εμβολιασμένου.

Αν, πάντως, δεν υπάρξει η αντίστοιχη ανταπόκριση, η κατάσταση το φθινόπωρο θα είναι δύσκολη για όσους παραμένουν ανεμβολίαστοι λόγω της μετάλλαξης Δέλτα. Που σημαίνει πως και ενδεχόμενοι πολιτικοί σχεδιασμοί και μεταρρυθμίσεις θα μπουν σε δεύτερο πλάνο. Οι εμβολιασμοί των νέων θα κρίνουν ενδεχομένως και τη γενικευμένη υποχρεωτικότητα για την οποία στελέχη της κυβέρνησης, και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, έχουν κάνει την αντίστοιχη νύξη – όσο περισσότεροι εμβολιαστούν μέσα στον Αύγουστο, τόσο το καλύτερο.

Συνταγή δεκαετίας

Ενώ για την κυβέρνηση, η εκλογική εμπιστοσύνη της νεολαίας σ’ αυτή τη φάση συνδυάζεται με το πλαίσιο των εμβολιασμών, στον ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα είναι αμιγώς εκλογικό. Την περασμένη δεκαετία, ήδη από το 2007 και μετά, το κόμμα, ακόμα κι όταν βρισκόταν στο 6%, επένδυε σε μια νεολαία οργισμένη, που αργότερα αποτέλεσε τον θερμότερο υποστηρικτή της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση και ως κυβέρνηση. Ξεκίνησε να μιλάει για τα δικαιώματά τους όταν ήταν ακόμα 17 χρόνων: «Πάρτε το πίσω, κύριε Καραμανλή», εγκαλούσε ο Αλέκος Αλαβάνος στον τότε πρωθυπουργό στο προεκλογικό ντιμπέιτ, ο οποίος μίλησε για «ταραξίες» που διαμαρτύρονται για το άρθρο 16.  Η συνέχεια των επομένων ετών είναι λίγο πολύ γνωστή, από τον Δεκέμβριο του 2008 έως και το τέλος της αυταπάτης, τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν πια η νεότερη γενιά άρχισε να εκφράζει πιο έντονα την απογοήτευσή της για την τότε κυβέρνηση.

Την ίδια υπεράσπιση των νεαρών μαθητών, που σε ένα-δυο χρόνια θα μπορούν να ψηφίζουν, και των φοιτητών που μετά από δύο καραντίνες θέλουν να βγουν έξω χωρίς περιορισμούς προσπαθεί να αξιοποιήσει και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή τη φορά, αντί για το άρθρο 16 στο κάδρο μπήκε η πανεπιστημιακή αστυνομία, η «στοχοποίηση» της νέας γενιάς για την αύξηση των κρουσμάτων και, τελευταία, η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, που επέτρεψε στην Κουμουνδούρου να μιλήσει από το βήμα της Βουλής για το παράπονο όσων φοιτητών δεν πέρασαν για λίγο στη σχολή προτίμησής τους. Το ειδικό μηχανογραφικό, που κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ ως άκρατος λαϊκισμός, βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με την αλλαγή του ορίου ψήφου που πρόκρινε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, κατεβάζοντάς το από τα 18 στα 17. Στο παρελθόν, αυτή η τακτική απέδωσε καρπούς.

Δύο Ελλάδες

Σύμφωνα με πολλές μετρήσεις του τελευταίου διαστήματος, που έγιναν με στόχο να αντικατοπτριστεί η πολιτική στάση κάθε γενιάς, διακρίνεται ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην Ελλάδα άνω των 40 και στην Ελλάδα κάτω των 40. Η πρώτη αποφασίζει για την κυβέρνηση, η επένδυση στη δεύτερη, όμως, είναι μια επένδυση στο μέλλον – γι’ αυτό όλα τα κόμματα θέλουν να πιάσουν από νωρίς δίαυλο επικοινωνίας. Και η νέα γενιά, όμως, δεν είναι όλη ίδια: από τα 25 έως τα 39 διακρίνεται το αποτύπωμα της δεκαετούς κρίσης, καθώς πρόκειται για εκείνους που γνώρισαν την αλλαγή της οικονομικής κατάστασης της χώρας αμέσως μόλις βουτούσαν στην ενήλικη ζωή. Σήμερα, οι ίδιες ηλικίες βρίσκονται στην πρώτη τους παραγωγική φάση και, παρότι ευελπιστούσαν σε αλλαγή στα μισθολογικά τους δεδομένα, τώρα πια αυτή μοιάζει μακρινό όνειρο λόγω πανδημίας. Αυτή η ηλικιακή ομάδα, πιο σκληρά στα χαμηλά της όρια και πιο χαλαρά στα υψηλά, είναι αυτή που απέρριψε τον ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015, όμως μπορεί ευκολότερα να γυρίσει σ’ αυτόν αν το θεωρήσει αναγκαίο. Φαίνεται από τις απαντήσεις που δίνει για την καταλληλότητα τόσο του Πρωθυπουργού όσο και του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι νεότεροι, ωστόσο, αυτό το 17-25, μοιάζει ακόμα αρκετά άγνωστο για όλους και εμφανίζεται διχασμένο στις απαντήσεις του, μιας και δείχνει πως κατατάσσει και τον ΣΥΡΙΖΑ στο παλιό πολιτικό σύστημα, πράγμα που σημαίνει πως έχει αναπτύξει διαφορετικά κριτήρια από τους προηγούμενους. Για αυτή τη γενιά, που έτσι κι αλλιώς αποφεύγει να απαντάει σε έρευνες, όλοι μπορούν να απευθυνθούν, τόσο τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα όσο και τα νεότερα – ενδεικτικά, από εκεί αντλεί και ένα μέρος του ποσοστού του το ΜέΡΑ25. Το θέμα είναι να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος.