«Στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ αντίθετα στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους».

Αυτή τη σπουδαία φράση έχει πει ο Ηρόδοτος και μένει διαχρονικά μέχρι σήμερα προκειμένου να αναδείξει την τραγικότητα που κρύβει ο θάνατος ενός ανθρώπου, πριν από τους γονείς του.

Πολλώ δε μάλλον όταν πεθαίνει ένα μικρό παιδί που δεν γνώρισε καλά – καλά τον κόσμο, που δεν έζησε καν την παιδική ηλικία. Ο συγκλονισμός των γονιών είναι κάτι αδιανόητο, είναι κάτι που ούτε ένας άνθρωπος δεν θα πρέπει να το εύχεται για τον διπλανό του.

Στον καιρό της ειρήνης το φυσιολογικό είναι τα παιδιά να αποχαιρετούν τους γονείς τους, οι επόμενες γενιές τις προηγούμενες. Ετσι είναι η φυσική εξέλιξη της ζωής, οτιδήποτε άλλο είναι προφανές τραγικό.

Ο θάνατος του 7χρονου κοριτσιού στη Νίκαια μας έχει συγκλονίσει όλους. Ο τρόπος που έφυγε αυτή η αθώα ψυχούλα, όλο το σκηνικό που στήθηκε σ’ αυτόν τον κεντρικό δρόμο, εκεί που ένας άγγελος έφυγε από τη ζωή, είναι αδιανόητος.

Κι έρχεται χρονικά την ίδια στιγμή που στη Λάρισα χάθηκε ξαφνικά ένα 13χρονο παιδί.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα, μεγαλύτερος πόνος για τους γονείς από το να χάσουν τα παιδιά τους τόσο μικρά ή και μεγαλύτερα. Οποιος έχει νιώσει τη μητρότητα ή την πατρότητα μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος της αγάπης που κρύβεται στη σχέση γονιών – παιδιών.

Οιαδήποτε απώλεια, επομένως, μοιάζει με αρχαία τραγωδία. Όμως, δεν μπορεί κανείς να μην μνημονεύσει το μεγαλείο της ψυχής αυτών που θάβουν τα παιδιά τους.

Το θυμόμαστε βλέποντας την τραγική φιγούρα της μάνας του Φύσσα.

Το νιώσαμε στο γαλήνιο αλλά τόσο πονεμένο πρόσωπο του πατέρα του Βαγγέλη Γιακουμάκη ο οποίος έχει δείξει μοναδικό μεγαλείο ψυχής.

Το ζούμε τώρα και στον πατέρα της 7χρονης στη Νίκαια ο οποίος μέσα στον πόνο του είπε: «Στη μνήμη του παιδιού μου συγχωρώ τον οδηγό – δεν ξέρω αν έχει και αυτός παιδιά. Ήταν ένα αγγελούδι, ήταν τόσο όμορφο αυτό το κοριτσάκι που ο Θεός το ήθελε στο πλάι του».

Και συνέχισε: «Θέλω να πω ένα μεγάλο συγγνώμη στους γονείς γιατί δεν μπόρεσα να βοηθήσω τα παιδάκια τους. Μου είπαν οι γιατροί ότι μόνο όταν ένας άνθρωπος είναι διασωληνωμένος, μπορεί να προχωρήσει σε δωρεά οργάνων. «Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα βρεθώ σε τέτοια θέση. Συγκλονιζόμουν και έκλαιγα όταν άκουγα γονείς να έχουν χάσει τα παιδιά τους», κατέληξε.

Η δε μάνα του 13χρονου στη Λάρισα έγραψε: «Δεν ήξερα μωρό μου ότι θα ήταν η τελευταία μας βόλτα, αλλιώς θα σε κράταγα αγκαλιά λίγο ακόμα. Να παίζεις μπάλα εκεί πάνω με τα άλλα αγγελάκια και εγώ θα σε βλέπω κάθε βράδυ. Σ αγαπάω μικρέ μου».

Όλα αυτά είναι λοιπόν ό,τι ονομάζουμε μεγαλείο ψυχής, δύναμη, αγάπη, ανιδιοτέλεια. Να ζητά συγγνώμη ο χαροκαμένος πατέρας γιατί δεν πρόλαβε να δώσει τα όργανα του χαμένου κοριτσιού του.

Αυτά είναι μαθήματα ζωής. Ότι πάνω από όλους και απ’ όλα βρίσκεται η υγεία. Είναι η κανονικότητα να θάβεις εσύ, το παιδί, τους γονείς σου, κι όχι το αντίθετο.

Πόσος πόνος μπορεί να κρύβεται στην ψυχή ενός γονιού που χάνει το παιδί του; Μακάρι να μην το ζήσει κανείς. Αλλά μακάρι να υπάρχουν και πατεράδες και μητέρες που συγχωρούν, που δίνουν τα όργανα των παιδιών τους, που κάνουν μαθήματα ζωής μέσα από έναν τραγικό θάνατο.

Πόσο δραματική αλλά συνάμα και πόσο όμορφη μπορεί να γίνει η ζωή, ο κόσμος μας, αν καταλάβουμε ότι οι μικρότητες δεν παίζουν κανένα ρόλο απέναντι σε πανανθρώπινες αξίες.

Πόσο καλύτεροι θα είμαστε όλοι αν μέσα από τα μάτια των παιδιών που χάθηκαν και των γονιών που έμειναν, βλέπαμε πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος. Και σπάζαμε τον καθρέφτη της μικρότητας, του μίσους, του αλληλοσπαραγμού…

Υ.Γ. Ολο αυτό το βάρος των τελευταίων ειδήσεων, μαζί με το χαμό ενός πραγματικού μαχητή, του Βασίλη Τοκάκη που πέθανε στα 43 του χρόνια, μου θύμισε το παρακάτω εκπληκτικό μοιρολόι.

Είναι ο Επιτάφιος του Ρίτσου που λέει:

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,

πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω

καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,

Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα

καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;