Την έξοδό του από τις φυλακές και την περαιτέρω προσωρινή κράτησή του σε καθεστώς ηλεκτρονικής επιτήρησης (βραχιολάκι) ζητά με το υπόμνημα που κατέθεσε στην 19η τακτική ανακρίτρια ο Δημήτρης Λιγνάδης.

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, που δηλώνει αθώος και για τις τις δύο νέες κατηγορίες βιασμού για τις οποίες κλήθηκε σήμερα σε απολογία, ζήτησε από τη δικαστική λειτουργό να τον θέσει σε καθεστώς ηλεκτρονικής επιτήρησης, σε κατ’ οίκον δηλαδή κράτηση με βραχιολάκι, λέγοντας πως θα αναλάβει ο ίδιος το κόστος για το μέτρο, που εφαρμόζεται στη χώρα πιλοτικά.

Ο κατηγορούμενος, στο πολυσέλιδο απολογητικό του υπόμνημα, το οποίο αριθμεί περισσότερες από 100 σελίδες,  προσπαθεί να πείσει για την αθωότητά του, αρνούμενος ότι έχει διαπράξει τους βιασμούς που του αποδίδονται.

Κατά την υπερασπιστική του θέση, οι καταγγέλλοντες είναι πρόσωπα «στρατευμένα», ενώ δεν παραλείπει να προσδώσει στην υπόθεση και πολιτικό χαρακτήρα, στρεφόμενος για μία ακόμα φορά σε βάρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.

Σύμφωνα με το υπόμνημα του Δημήτρη Λιγνάδη, οι δύο επίσημες καταγγελίες, που τον έφεραν εκ νέου ενώπιον της ανακρίτριας, είναι «ψευδείς και κατασκευασμένες». Με το υπόμνημά του, ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και νυν προσωρινά κρατούμενος στις φυλακές Τριπόλεως, απαντά σε καθέναν από τους δύο άνδρες που ισχυρίζονται πως έπεσαν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον ίδιο, τονίζοντας πως δεν βίασε κανέναν τους.

Για τον 24χρονο που καταγγέλλει το βιασμό του ως ανήλικος, ενόσω ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος τον βοηθούσε γιατί είχε προβλήματα στο δικό του σπίτι, ο κατηγορούμενος τονίζει πως όσα υποστηρίζει ο καταγγέλων δεν αποδεικνύονται από κανένα στοιχείο.

Επισημαίνει επίσης πως «το φερόμενο θύμα δεν προέβη σε καμιά απολύτως ενέργεια, όταν υποτίθεται ότι βιάστηκε, καθώς ούτε κατήγγειλε ό,τι δήθεν συνέβη, ούτε εξετάστηκε έστω από κάποιον γιατρό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο δήθεν βιασθείς δεν απευθύνθηκε στις διωκτικές αρχές μετά τις εγκληματικές ενέργειες που υποτίθεται ότι διέπραξαν σε βάρος του το 2015, αλλά κατέθεσε σχετικά με αυτές μετά από έξι ολόκληρα χρόνια».

Αναφέρει επίσης πως, τον Αύγουστο του 2020, «επικοινωνήσαμε (μέσω πλατφόρμας) και όχι μόνο συζητήσαμε σε φιλικό κλίμα, όπως άλλωστε προκύπτει από την συνομιλία μας, την οποία έχω προσκομίσει, αλλά ο δήθεν βιασθείς με ρώτησε εάν θα ήθελα να μιλήσουμε, ούτως ώστε να κανονίσουμε να πάμε για καφέ, όταν εκείνος θα επέστρεφε από τις διακοπές του».

Κατά τον Δ. Λιγνάδη, «η επιθυμία του να συναντηθούμε αποδεικνύει τη μία και μοναδική αλήθεια, ότι ουδέποτε τον βίασα! Κανένα θύμα βιασμού δεν αποζητά την συντροφιά τού βιαστή του».

Ο κατηγορούμενος υπογραμμίζει, επίσης, πως ακόμη κι αν θα μπορούσε να υποτεθεί «ότι είχαμε συνευρεθεί ερωτικά και ο καταγγέλλων υπέμενε αυτήν την κατάσταση αποβλέποντας στην στέγη και την οικονομική βοήθεια που του παρείχα, το μόνο αδίκημα που θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί θα ήταν αυτό της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας έναντι αμοιβής, το οποίο όμως είναι πλημμέλημα και έχει ήδη παραγραφεί».

Ο καταγγέλων, υποστηρίζει ο Λιγνάδης, από όταν ενηλικιώθηκε, τον Ιούνιο του 2015, δεν επεδίωξε να εργαστεί και να βρει σπίτι ή να γυρίσει στο σπίτι της μητέρας του, αλλά αντίθετα «αν και του είχα ξεκαθαρίσει ότι δέχτηκα να τον βοηθήσω, προσφέροντας σε εκείνον στέγη και στηρίζοντάς τον οικονομικά και ηθικά, προκειμένου να εξελιχθεί στη ζωή του, η στάση που είχε υιοθετήσει να χαλαρώνει και να διασκεδάζει μόνο, δεν άλλαξε και γι’ αυτό, μετά το καλοκαίρι, του ζήτησα να σταματήσει να έρχεται. Εάν βέβαια εκμεταλλευόμουν την παραμονή τού καταγγέλλοντος στο σπίτι μου για να τον βιάζω, δεν θα του ζητούσα να αποχωρήσει».

«Φανταστικό σενάριο» η καταγγελία για το δεύτερο βιασμό

Για τη δεύτερη καταγγελία σε βάρος του, που αφορά βιασμό ενηλίκου, ο Λιγνάδης αναφέρει πως δεν γνωρίζει καν τον μηνυτή του, τον οποίο χαρακτηρίζει «στρατευμένο μάρτυρα» και υποστηρίζει πως οι ισχυρισμοί σε βάρος του είναι «ένα φανταστικό σενάριο».

Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, «ανάμεσα στη γνωριμία μας και τον υποτιθέμενο βιασμό του, μεσολάβησαν κάποιες ημέρες, άρα θα ήταν αναμενόμενο και φυσιολογικό στο διάστημα αυτό να έχει αναφέρει τη γνωριμία μας και την υποτιθέμενη μετάβασή του στο διαμέρισμά μου ως γεγονός σημαντικό στο οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, όπως επίσης θα ήταν αναμενόμενο να έχει αναφέρει και το δήθεν ραντεβού, που υποτίθεται ότι δώσαμε για την επόμενη φορά. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να γνωρίζει κανείς και να επισκέπτεται ένα γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη στο σπίτι του!».

Στο απολογητικό του υπόμνημα παραθέτει μία σειρά από στοιχεία, που κατά την άποψή του, δείχνουν την αθωότητά του. Ο Δ. Λιγνάδης, τέλος, αναφέρεται σε σειρά αντιφάσεων μεταξύ μηνύσεων και καταθέσεων των προσώπων που τον έχουν καταγγείλει στη Δικαιοσύνη για το βιασμό τους, ισχυριζόμενος ότι «οι συνεχείς τροποποιήσεις σε ό,τι υποτίθεται ότι έλαβε χώρα, αποδεικνύουν χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία ότι όλα όσα δήθεν έγιναν, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα».

Ο κατηγορούμενος επαναλαμβάνει, όπως και στις έγγραφες εξηγήσεις του, ότι πρόκειται για κατασκευασμένη υπόθεση από δικηγόρους, ενώ στρέφεται ξανά κατά του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.

Σκοπός, σύμφωνα πάντα με τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του Δ. Λιγνάδη, «ήταν η ηθική μου εξόντωση, δια του χαρακτηρισμού μου ως παιδόφιλου και βιαστή και όχι ο εγκλεισμός μου στη φυλακή και, για το λόγο αυτό, δεν εμφάνισαν από την αρχή ενώπιον των αστυνομικών ή εισαγγελικών αρχών τα δύο πρόσωπα που φέρονται ως παθόντες. Πιστεύω δε, ότι ο πόλεμος αυτός εναντίον μου έγινε με απώτερο στόχο την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων και ιδίως να πληγεί το κύρος  της Υπουργού Πολιτισμού, λόγω της επιλογής της να με διορίσει Διευθυντή του Εθνικού θεάτρου».

Στην πορεία, όμως, το «σχέδιο» αυτό, όπως λέει ο κατηγορούμενος, άλλαξε «και με την προσδοκία ότι από αυτή την υπόθεση θα μπορούσαν να έχουν οικονομικό κέρδος, λόγω του κλίματος που είχαν πετύχει να δημιουργηθεί για το πρόσωπό μου, αναζήτησαν και βρήκαν αδίστακτους και ανήθικους ανθρώπους για να υποστηρίξουν ψευδείς σε βάρος μου κατηγορίες».