[…]

Και θ’ αρχίσω πρώτα από τους προγόνους μας· γιατί είναι σωστό και πρεπούμενο να τους δίνομε σε τέτοια περίσταση την τιμή της θύμησής μας. Κατοικώντας αδιάκοπα ο ίδιος λαός στον τόπο τούτο, η μια γενιά μετά την άλλη, ως τα σήμερα, μας τον παρέδωσαν, εμάς που ζούμε τώρα, ελεύτερο με την αντρειά τους.

Γι’ αυτό και οι παλιότεροι αξίζουν να τους παινεύομε, κι ακόμα περισσότερο οι πατέρες μας· γιατί δίπλα σε όσα κληρονόμησαν απόχτησαν αυτοί οι ίδιοι το μεγαλείο που έχομε σήμερα, με μεγάλους αγώνες, και μας το κληροδότησαν μαζί μ’ εκείνα.

Και το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης της πολιτείας μας της το προσθέσαμε εμείς, όσοι βρισκόμαστε ακόμα σήμερα στην ώριμη και κατασταλαγμένη ηλικία, και την εφτιάξαμε για το καλό όλων αυτοσυντήρητη και ανεξάρτητη, και για τον πόλεμο, και για την ειρήνη.

[…]

Γι’ αυτό και τους γονιούς των νεκρών τούτων, όσοι βρίσκονται τώρα εδώ, δεν τους θρηνώ, παρά θα προσπαθήσω με τα λόγια μου να τους εγκαρδιώσω. Γιατί αυτοί, που μεγάλωσαν σε λογιών διαφορετικές συντυχίες, ξέρουν πως η μεγαλύτερη καλοτυχιά είναι τούτη, όσοι λάχουν τον πιο άξιο θάνατο, όπως τούτοι, και την πιο άξια λύπη, όπως εσείς, και όσων εμετρήθηκε η ζωή έτσι που να ευτυχήσουν σ’ αυτήν και να την τελειώσουν το ίδιο.

Ξέρω βέβαια πως δεν είν’ εύκολο να σας πείσω για τούτο, γιατί πολλές φορές θα σας θυμίζουν τη συμφορά σας οι ευτυχίες των άλλων, που τις χαιρόσαστε κάποτε και σεις· και θλίψη δίνουν όχι τ’ αγαθά εκείνα που στερείται κανείς χωρίς να τα ‘χει δοκιμάσει ποτέ, μα όσα τα ‘χει συνειθίσει και του τα παίρνουν.

Πρέπει όμως να κάνετε καρδιά, κι όσοι είναι ακόμα σε ηλικία κ’ έχουν την ελπίδα ν’ αποχτήσουν, ας κάνουν άλλα παιδιά· γιατί και στην ιδιωτική σας ζωή τα νέα παιδιά θα σας κάνουν να ξεχάσετε εκείνους που δεν υπάρχουν πια, και θα ωφελήσει τούτο από δυο απόψεις και την πολιτεία, γιατί ούτε θα ερημωθεί, και θα ‘ναι διπλά ασφαλισμένη, γιατί δεν είναι δυνατό να κρίνουνε στη βουλή το ίδιο ισόνομα και δίκαια όσοι δεν κιντυνεύουν το ίδιο το μέλλον των παιδιών τους.

Όσοι πάλι έχετε περάσει την ακμή σας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το μεγαλύτερο διάστημα που ζήσατε ευτυχισμένοι, και πως η ζωή που μένει είναι λίγη, και να παρηγοριέστε με τη δόξα των νεκρών ετούτων. Γιατί μόνο η αγάπη της τιμής δε γερνάει, και δεν είναι αλήθεια, όπως λένε μερικοί, πως στην άχρηστη πια ηλικία το πιο ευχάριστο είναι να κερδίζει κανείς χρήματα, αλλά να ‘χει την τιμή του κόσμου.

Για τα παιδιά όμως και τους νεότερους αδερφούς τούτων, εδώ βλέπω μεγάλο τον αγώνα (γιατί όλοι συνήθως παινεύουν αυτούς που χάθηκαν και μετά βίας μπορεί να σας κρίνουν, αν δειχτείτε εξαιρετικά ενάρετοι, όχι παρόμοιους αλλά λίγο μόνο χειρότερους απ’ αυτούς. Γιατί τους ζωντανούς φθονούν οι αντίπαλοί τους, αλλά εκείνον που δεν τους στέκει πια εμπόδιο, τον τιμούνε με καλοπροαίρετη διάθεση, που δε φοβάται πια τον ανταγωνισμό.

Κι αφού πρέπει τώρα να μνημονέψω και την αρετή των γυναικών, που θα βρεθούν από δω κ’ εμπρός χήρες, θα τα εκφράσω όλα με την πιο σύντομη ορμήνεια. Μεγάλη δηλαδή θα ‘ναι η δόξα εκείνων που δε θα πέσουν πιο κάτω από το μέτρο που τους όρισε η φύση, κ’ εκείνων που γι’ αυτές λιγότερος λόγος γίνεται ανάμεσα στους άντρες είτε για να παινέσουν την αρετή τους ή για ψεγάδι.

*Αποσπάσματα από τον Επιτάφιο του Περικλή (Θουκυδίδου Ιστορία, μτφρ. Ε. Λαμπρίδη, εκδ. Γκοβόστη, 1962).

Τράβηξα έξω όλ’ αυτά τα χαρτιά κι άφησα το σκέπασμα της στενόμακρης κάσας να ξαναπέσει. Ήταν, αλήθεια, μια αληθινή νεκρόκασα τούτο το μπαουλάκι, κι ήταν ένας φτωχός πεθαμένος αυτά τα κιτρινισμένα πολυκαιρίτικα χαρτιά που ο σπάγγος τα σημάδεψε στις τέσσερεις άκριες. Ένας πεθαμένος που γύρευε να μιλήσει. Τα άπλωσα πάνω στο γραφείο μου και διαβάζοντάς τα με την αράδα έτσι που ‘ταν αριθμημένα, σιγά-σιγά, δίχως να το καταλάβω βρέθηκα χρόνια ολάκερα ξοπίσω. Τα τετράδια τούτα με το φτηνό χαρτί και με τις στριμωχτές μολυβογραμμένες σελίδες τα ‘χα βρει μέσα σ’ ένα γελιό του Τέταρτου Συντάγματος της Νησιώτικης Μεραρχίας, ύστερ’ από τη φριχτή μάχη του υψόμετρου 908. Ήμουν υπαξιωματικός ακόμα κείνο τον καιρό και ξεχωρίζαμε τα δημόσια είδη των ζωντανών, των λαβωμένων και των σκοτωμένων. Τούτα τα τετράδια βρεθήκανε μέσα στο γελιό του Αντώνη Κωστούλα. Ένας εθελοντής λοχίας, διμοιρίτης στην Τρίτη διμοιρία του έβδομου λόχου. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! Ήταν ένας αληθινός άντρας, φρόνιμος και συσταζούμενος σαν κοπέλα.

Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγάρικα χαρακώματα που πατήσαμε, την ώρα που οι εκκαθαριστές, με τα κοντομάχαιρα στη φούχτα και με το συνεργείο των «φλογοβόλων», ξεπαστρεύανε τους τελευταίους οχτρούς, που απόμειναν κρυμμένοι από φόβο για από μπαμπεσιά μέσα στ’ αμπριά της κυριεμένης γραμμής. Τον έκαψε ένας φραντσέζος, υποδεκανέας στην «ειδικότητα του υγρού πυρός». Αυτό το συνεργείο το κολλήσανε στο Σύνταγμά μας κείνη τη φοβερή κι εξαιρετική μέρα, γιατί εμείς οι βαλκάνιοι δεν είχαμε τότες ακόμα στα μηχανικά μας πολεμικά μέσα τέτοιας λογής ευρωπαϊκές «ειδικότητες».

Το λοιπόν ο φραντσέζος αυτός, την ώρα που λαντουρούσε με το μασούρι της συσκευής του μια γλώσσα τρεχούμενης φωτιάς μέσα σ’ ένα βουλγάρικο αμπρί, πήρε μια τραβηχτή μαχαιριά στ’ αποικοίλι από έναν κρυμμένο βούλγαρο. Ώσπου να παραδώσει, σπαρταρώντας σαν το ψάρι με τ’ άντερα έξω (το μηχάνημα της συσκευής του δούλευε), και με τα νύχια γαντζωμένα πα στο σουληνάρι της εκτόξευσης, σκόρπιζε ακόμα το συντριβάνι της φωτιάς όπου λάχαινε.

Κείνη την ώρα έτυχε να πηδήξει μέσα στο χαράκωμα κι ο λοχίας ο Κωστούλας και κάηκε. Τον ήβραμε με το μούτρο φαγωμένο απ’ τη φωτιά. Όλο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήτανε μια μαυροκόκκινη πληγή, που χάραζαν απάνω της μόνο τρία άσπρα σημάδια. Η σειρά τω δοντιώ του, που σφίγγανε σφιχτοκλειδωμένες οι μασέλες, ολότελα γδύτες από κρέας, κι οι βορβοί τω ματιών, που φούσκωναν στρογγυλοί σα δυο ελεφαντένιες τόπες του μπιλιάρδου. Το κάτω δεξί σκυλόδοντο γυάλιζε, σκεπασμένο με χρυσή κορόνα.

Τόνε θάψαμε στο ίδιο μέρος που βρέθηκε, σ’ ένα λάκκο, αντάμα με το φραντσέζο και με τρεις βουλγάρους. Πολλές μέρες ύστερα, σαν περνούσα από κει κι ένιωθα το χώμα να λαστιχάρει κουφωτό κάτω απ’ τα προσεχτικά πόδια μου, ένα κρύο φύσημα περνούσε ως μέσα μου. Μα δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατ’ ήτανε των αδυνάτων αδύνατο να τους παραχώσουμε αλλού. Ο οχτρός, βλέπεις, μόλις άφησε στα χέρια μας το οχυρό του, άρχισε, μέρες, να το ζευγαρίζει αδιάκοπα με οβίδες, για να μας μποδίσει να το «οργανώσουμε».

Ήτανε, μπορεί να πει κανείς, τυχεροί κιόλας όσοι έλαχε να πεθάνουνε μέσα στα χαρακώματα ή εκεί κοντά στα προπετάσματα ένα γύρω. Γιατί οι άλλοι, που πέσανε στο ξέσκεπο, σάπιζαν άθαφτοι έξω απ’ τα συρματοπλέγματα, και κάθε λίγο ξέσκιζαν τις κοιλιές τους οι εκρήξεις κι έκαναν τα κουφάρια να πηδούνε πάνω απ’ το χώμα. Κατόπι ήρθε η βροχή και μέρες τους έδερνε μέσα στα μαύρα στόματα που χάσκανε, και τους χτυπούσε στα στυλωμένα μάτια. Κι οι οβίδες που χιμούσαν με ακατανόητη μανία πάνω σ’ αυτούς τους φουκαράδες νεκρούς, βουτούσανε σαν γουρούνες στις λάσπες, τους πιτσίλιζαν ελεεινά και τους έκαναν καμιά φορά με τον τρανταγμό ν’ ανασηκώνουνται, σα να ζωντάνευαν για λίγο, να μετατοπίζουν τα μέλη τους απότομα, να κλωτσάνε και ν’ ανοίγουν άσκημα τα σκέλια.

*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Στράτη Μυριβήλη Η ζωή εν τάφω (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1999, σελ. 10-12, πηγή: greek-language.gr).

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός, κι είχες τις χάρες όλες,

όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι,

πάταγε το κατώφλι μας κι έλαμπε σα χρυσάφι.

Πώς θα γυρίσω μοναχή στο ερμαδιακό καλύβι;

Έπεσε η νύχτα στην αυγή και το στρατί μου κρύβει.

Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές και δεν μπορεί να γίνει

να καίγουνται τα χείλια μου και να ‘μαι μπρος στην κρήνη,

να ’μαι κοντά σου, αγόρι μου, και να σε κράζω, οϊμένα,

και συ μήτε να νοιάζεσαι για τη φτωχούλα εμένα.

Κανείς μη ’γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.

Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.

Ποιος μου το πήρε; Ποιος μπορεί να μου το πάρει εμένα;

Άσπρισαν τα χειλάκια του, τα μάτια του κλεισμένα.

Δώστε μου, αϊτοί, νύχια, φτερά για ναν τους κυνηγήσω

και την καρδιά τους, μύγδαλο, ναν τήνε ροκανίσω.

*Απόσπασμα από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου (εκδ. Κέδρος, 1979).

Ερμαδιακό σημαίνει έρημο.