Επιστροφή στην κανονικότητα όταν θα έχει κάνει το εμβόλιο κατά του κορονaϊού πάνω από το 60% του ελληνικού πληθυσμού ή το 70% – 75% των άνω των 50 ετών εκτίμησε ότι θα υπάρξει ο Ηλίας Μόσιαλος.

Ωστόσο, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE υπογράμμισε την ανάγκη μελέτης για ανοσία του πληθυσμού και την παρακολούθηση εξέλιξης των μεταλλάξεων του κοροναϊού, καθώς δεν αποκλείεται ένα τέταρτο κύμα της πανδημίας τον Δεκέμβριο, η οποία όμως θα επηρεάσει μικρότερες ομάδες πληθυσμού και ομάδες που δεν έχουν έχουν κάνει το εμβόλιο (π.χ. αρνητές εμβολίων).

Ο ίδιος, μάλιστα, εξέφρασε την αισιοδοξία και την ψυχραιμία του για τις εξελίξεις, εφόσον οι εμβολιασμοί προχωρήσουν ομαλά.

Μιλώντας στη διαδικτυακή εκδήλωση που φιλοξένησε η Generali σε συνεργασία με την Affidea και κεντρικό ομιλητή τον διακεκριμένο καθηγητή, ο Ηλίας Μόσιαλος αναφέρθηκε στα self–test και χαρακτήρισε γενναία την απόφαση παροχής τους από την ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο σημείωσε ότι ο έλεγχος είναι πιο αποτελεσματικός όταν γίνεται στοχευμένα σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες και όχι στον γενικό πληθυσμό.

Μάλιστα, σε ανάρτησή του στα social media προτείνει τη διενέργεια τεστ δύο φορές την εβδομάδα στα σχολεία και όχι μια.

Ο εμβολιασμός ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό μας

Επίσης, κ. Μόσιαλος εξήγησε στο κοινό με ποιον τρόπο ο εμβολιασμός ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό μας σύστημα με τη δημιουργία αντισωμάτων και μέσω κυτταρικής ανοσίας. Μεταφέροντας τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα ανέφερε ότι το ποσοστό ανοσο-απόκρισης των εμβολίων αγγίζει μέχρι και το 99%.

Ωστόσο, τόνισε ότι καθώς το ιικό φορτίο που μένει στον οργανισμό μας αν έχουμε νοσήσει είναι πολύ μικρό, η πιθανότητα μετάδοσης του κοροναϊού σε τρίτους είναι μόλις 10% έως 20% βάσει μέχρι τώρα μελετών. Για το λόγο αυτό, συνεχίζει να παραμένει προτεραιότητα η τήρηση μέτρων, μέχρι να εμβολιαστεί η πλειοψηφία του πληθυσμού.

Οι επιπτώσεις στον οργανισμό

Σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις του κοροναϊού στον οργανισμό, ο κ. Μόσιαλος ανέφερε ότι έχουν παρατηρηθεί νεφρολογικές, καρδιακές και νευρολογικές επιπτώσεις στην υγεία και ότι οι έρευνες βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Σημαντικές, όπως είπε, είναι και οι επιπτώσεις του lockdown στην ψυχική υγεία, οι οποίες θα πρέπει να συνεκτιμηθούν, ειδικά σε νεότερες ομάδες πληθυσμού.

Κλείνοντας την ομιλία του, ο καθηγητής αναφέρθηκε με αισιοδοξία στην επόμενη μέρα τονίζοντας ότι η εξέλιξη των εμβολιασμών και η μεταφορά των δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς χώρους – όπου σύμφωνα με έρευνες η μετάδοση του ιού είναι σημαντικά μικρότερη – θα συμβάλλουν στη μετάβαση στην επόμενη μέρα. Ωστόσο, όπως τόνισε, η τήρηση των μέτρων προστασίας (μάσκες, αποστάσεις, μέτρα υγιεινής) παραμένει κλειδί στην ανακοπή της εξάπλωσης του κοροναϊού.

Η επόμενη ημέρα στο ΕΣΥ

Ο ίδιος τόνισε την ανάγκη ύπαρξης Έκθεσης Υγείας Εισροών και Εκροών στο σύστημα υγείας, τόσο δημόσιο όσο και ιδιωτικό, η οποία θα επιτρέψει την αντιμετώπιση ανισοτήτων, την καταγραφή κενών, τη λήψη βελτιωτικών μέτρων και τη συλλογή στοιχείων. Στοιχεία που αποτελούν τη βάση για δομικές αλλαγές στον κλάδο υγείας, το δημόσιο και ιδιωτικό ασφαλιστικό σύστημα και τη διασφάλιση της υψηλής ποιότητας των υπηρεσιών.

Όπως είπε, η επόμενη μέρα στην υγεία θα πρέπει να περιλαμβάνει, βάσει σύγχρονων επιδημιολογικών προτύπων, έμφαση στην πρόληψη και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο. Επίσης, σημαντική είναι και η αναδιάταξη υπηρεσιών με τη συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων και φορέων, για μία πιο ολιστική προσέγγιση στην αντιμετώπιση πιο σύνθετων θεμάτων υγείας, που αντιμετωπίζουν ακόμη και νεαρές σε ηλικία πληθυσμιακές ομάδες. Ενώ, σχετικά με τον ΕΟΠΥΥ ανέφερε ότι θα πρέπει να λειτουργεί όχι ως ένας παθητικός πληρωτής υπηρεσιών, αλλά ως ένας φορέας που θα θέτει ποιοτικά κριτήρια, τόσο για τον δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να παρέχονται καλύτερες υπηρεσίες συνολικά στους πολίτες στο πλαίσιο υγιούς ανταγωνισμού.

Αναφέρθηκε στην ανάγκη στήριξης της εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης γιατρών σε δημόσιο και ιδιωτικό σύστημα υγείας, τονίζοντας ωστόσο ότι  το 70% των προβλημάτων οφείλεται σε δομικές ανεπάρκειες στο σύστημα υγείας κι όχι στο προσωπικό. Υπογράμμισε την ανάγκη ύπαρξης ενός εθνικού σχεδίου υγείας για ασθένειες όπως οι καρδιοπάθειες και ο καρκίνος που επηρεάζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Τέλος, επισήμανε το σημαντικό ρόλο της ψηφιοποίησης της υγείας και τη δημιουργία υπηρεσιών, όπως ο ψηφιακός φάκελος υγείας, ως κοινό σημείο αναφοράς για την καλύτερη αντιμετώπιση του ασθενή και τη μείωση νοσηλειών. Όπως είπε, η ψηφιοποίηση σε συνδυασμό με τη φυσική επαφή μπορεί να συμβάλει σε κλάδους επιστήμης και εκπαίδευσης μειώνοντας τις ανισότητες και αυξάνοντας την προσβασιμότητα των πολιτών σε υπηρεσίες υγείας, όπως αυτές της τηλεϊατρικής και ιατρικής τηλε-συμβουλευτικής.