Σήμερα πέθανε. Μια τελευταία ανάσα και βουτιά στο άπειρο. Και ο κόσμος έμεινε ίδιος, απαράλλαχτος.

Πρώτη φορά ένιωσα το θάνατο. Είδα τη ζωή να μετατρέπεται στιγμιαία σε άσφαλτο. Ήταν πρωί, μέσα στο αυτοκίνητο, εγώ συνοδηγός. Σε ένα δρομάκο ανεπαίσθητα τα μάτια μου ακολουθούν ένα σπουργίτι. Το παρατηρώ που πετά και χοροπηδά στην άσφαλτο. Ακόμα δεν έχω αποφασίσει αν έπαιζε ανέμελο ή αν κυνηγούσε να σκοτώσει το επόμενο γεύμα του. Στιγμιαία χάνεται πίσω από τη ρόδα του μπροστινού αυτοκινήτου. Κοκαλώνω. Κρατάω την ανάσα μου περιμένοντας να το δω να βγαίνει αλώβητο. Μα αυτό λιώθηκε. Ο οδηγός συνεχίζει χαλαρά τη βόλτα του. Και αυτό́ έγινε μια πινελιά στο δρόμο. Σήμερα πέθανε. Και μάλλον κανείς δεν νοιάστηκε. Γιατί είναι απλώς ένα σπουργίτι.

Σήμερα είδα το θάνατο. Και έτσι όπως τον παρατηρούσα γύρισε και με κοίταξε. Και μίσησα τη ζωή. Γιατί́ είναι άδικη.

Βλέποντας τα άψυχα κομματάκια του φίλου μου είδα το θάνατο. Ένα κύμα μουντό και άχρωμο ήρθε και έφυγε στιγμιαία, παίρνοντας την ουσία του σπουργιτιού και κάτι μικρό από μένα. Άφησε το διακριτικό αποτύπωμά του στο όμορφο τοπίο και εξαφανίστηκε. Μα η εικόνα του θα κυνηγά́ για πάντα την ψυχή́ μου.

Σήμερα είδα πως δεν υπάρχει θεός. Μονάχα εμείς υπάρχουμε, η φύση.

Και κανείς δεν μας προστατεύει. Γιατί́ αν κάποιος έπρεπε να ζήσει ήταν ένα σπουργίτι που κάποτε σκοτώθηκε.

Μαριάνα Χριστοπούλου Μαργέλη – Φοιτήτρια ΕΚΠΑ