Η ελευθερία του λόγου και ο εξτρεμισμός στις πανεπιστημιουπόλεις απασχολούν τις ακαδημαϊκές συζητήσεις καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίζει συμπτώματα ηθικού πανικού. Το 2018, η Μεικτή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο βρετανικό κοινοβούλιο πραγματοποίησε έρευνα σχετικά με την ελευθερία του λόγου στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Διαπίστωσε ότι μεγάλο μέρος της ανησυχίας του κοινού είναι υπερβολικό, αλλά προσδιόρισε ορισμένους παράγοντες που απαιτούν προσοχή. Οπως ο αντίκτυπος από τα αντιτρομοκρατικά μέτρα της κυβέρνησης (πρόγραμμα Prevent Duty) και οι αρμοδιότητες των ρυθμιστικών φορέων για την ελευθερία του λόγου. Σε αυτό το πλαίσιο προστέθηκαν και οι πολιτισμικές διαμάχες σε ό,τι αφορά το Black Lives Matter και τη βρετανική αποικιοκρατική πολιτική του παρελθόντος, τις οποίες άνοιξαν διαφορετικής ιδεολογικής κατεύθυνσης πολιτισμικοί φορείς.

Το βρετανικό υπουργείο Παιδείας προωθεί έναν νόμο που θα εγγυηθεί τη διατήρηση της ελευθερίας του λόγου στα πανεπιστήμια, μέσω του θεσμικού ρόλου του «υπερασπιστή της ελευθερίας του λόγου». Ο αρμόδιος θα επιβάλλει ποινές σε πανεπιστημιακά τμήματα και φοιτητικούς συλλόγους που εσφαλμένα περιορίζουν την ελευθερία του λόγου. Επίσης θα μπορεί να αναλαμβάνει δράση σε περίπτωση που κάποιος απολύεται ή διώκεται πειθαρχικά για τις απόψεις του.

Αντιδράσεις

«Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτές οι προτάσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με την προσέλκυση ψηφοφόρων και την αξιοποίηση του ηθικού πανικού για τα πανεπιστήμια, παρά με την πραγματική βοήθειά τους στην προστασία της ελευθερίας του λόγου. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να εμπιστεύεται κανέναν στην πανεπιστημιακή κοινότητα, ούτε τους διδάσκοντες ούτε τους φοιτητές», γράφει η Αλισον Σκοτ – Μπάουμαν, καθηγήτρια στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών, εκφράζοντας την άποψή της στην «Guardian».

Τι πρέπει να γίνει αν ένας «υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου» δεν είναι η λύση; «Σε μια κοινωνία που διαρκώς ηττάται, η αδράνεια ως αντιπρόταση είναι χειρότερη. Η κυβέρνηση δεν θέλει να διακινδυνεύσει να ακούσει απόψεις με τις οποίες δεν συμφωνεί. Οι φοιτητές δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν να προσβάλουν ευάλωτες μειονότητες και τα πανεπιστήμια δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν να αναστατώσουν την κυβέρνηση. Μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό αποφασίζοντας να δώσουμε προσοχή ο ένας στον άλλο», υποστηρίζει η ακαδημαϊκός Σκοτ – Μπάουμαν και προτείνει το χτίσιμο μιας «ερευνητικής κοινότητας». «Είναι απαραίτητο να δεχτούμε την ανάγκη να συζητήσουμε και να διαφωνήσουμε σε θέματα επείγουσας σημασίας για τους νέους. Πρέπει να συζητηθούν ακόμη και δυσεπίλυτα ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, οι περιβαλλοντικές καταστροφές, η μετανάστευση, η φυλή, το φύλο και η ταυτότητα ή ένα αποτυχημένο οικονομικό μοντέλο».

Η ακαδημαϊκός δίνει σημασία στην τήρηση της διαδικασίας των αξιών εννοώντας μια ακολουθία επιχειρημάτων τα οποία θα τηρούν όλες οι πλευρές όταν συμμετέχουν σε μια συζήτηση: ενεργή ακρόαση, διάκριση μεταξύ του ατόμου και των επιχειρημάτων του και συμφωνία ως προς κάποιο αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να είναι εφικτό στην πραγματικότητα. Επιχειρήματα τα οποία θα υποστηρίζουν οι πανεπιστημιακές Αρχές και οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων και θα τα παρακολουθούν στενά.

Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης σχετικά με τους φορείς πολιτιστικής κληρονομιάς προέρχεται από το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Πολιτισμού, Μέσων Ενημέρωσης και Αθλητισμού (DCMS). Σύμφωνα με το δημοσίευμα της «Sunday Telegraph», ο αρμόδιος υπουργός με επιστολή του προς θεσμικούς εκπροσώπους ενημέρωνε ότι «οι χώρες δεν πρέπει να αρνούνται ή να διαγράφουν την ιστορία τους πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν». Πηγή του στενού κύκλου του υπουργού αναφέρει στην εφημερίδα ότι με τα γραφόμενά του προσπαθούσε να υπερασπιστεί «τον πολιτισμό και την ιστορία μας από τη θορυβώδη μειονότητα ακτιβιστών οι οποίοι προσπαθούν συνεχώς να ανατρέψουν τη Βρετανία».

Μηνύσεις

Σε αυτό το κλίμα ο Γκάβιν Γουίλιαμσον, υπουργός Παιδείας, εισηγείται τα πανεπιστήμια να επιτρέπουν σε συμμετέχοντες ομιλητές να ασκούν μηνύσεις για φερόμενες παραβιάσεις της «ελευθερίας του λόγου». Ο δρ Σάιμον Μπέρμαν, αναπληρωτής καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Γουόργουικ, αναπτύσσει τον συλλογισμό του με επιστολή του προς την «Guardian»: «Αν έχω αυτό το δικαίωμα, η θέση της κυβέρνησης έχει ως εξής: αν σε μια διάλεξη μιλάω για την πεποίθησή μου ότι το Ισραήλ είναι ένα κράτος με καθεστώς απαρτχάιντ, τότε το πανεπιστήμιό μου θα πρέπει να με κυρώσει. Ωστόσο, θα μπορέσω τότε να μηνύσω το πανεπιστήμιό μου για παραβίαση του δικαιώματός μου να εκφράσω τις πολιτικές μου απόψεις. Αυτή η πολιτική φαίνεται να εμποδίζει την αμφισβήτηση της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ μεταξύ ακαδημαϊκών και φοιτητών, αλλά και να επιβάλλει το δικαίωμα των φασιστών να καλούνται να μιλήσουν στην πανεπιστημιούπολη. Αυτές οι ασυνέπειες υποδηλώνουν, ίσως, ότι τίποτα από αυτά δεν έχει να κάνει με την πραγματική προστασία της ελευθερίας του λόγου».