Οι προοπτικές προόδου στις διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας που επανεκκίνησαν με τον 61ο γύρο στην Κωνσταντινούπολη εμφανίζονται μάλλον δυσοίωνες, εκτίμησε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κι επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Προκόπης Παυλόπουλος.

Κι αυτό, όπως εξήγησε μιλώντας στο «Κρήτη TV», «αν αναλογισθεί κανείς αφενός την όλη, καταδήλως προκλητική, στάση της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, ιδίως κατά τη διάρκεια του 2020, με τις χωρίς ίχνος ενδοιασμού παραβιάσεις, εκ μέρους της, του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και, αφετέρου, το γεγονός ότι είναι ακριβώς η προκλητική αυτή στάση της Τουρκίας η οποία γεννά, ευλόγως, την υποψία πως η όψιμη «προθυμία» της να στέρξει σ’ επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών μάλλον οφείλεται στη «στρατηγική» της ν’ αποφύγει τον, ορατό προ πολλού, κίνδυνο κυρώσεων κατά τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του προσεχούς Μαρτίου και να «κερδίσει χρόνο» βολιδοσκόπησης της έναντί της πολιτικής του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και της κυβέρνησής του».

Ο κ. Παυλόπουλος υπενθύμισε πως ο ίδιος, στις 7 Δεκεμβρίου 2017, υποδεχόμενος τον Πρόεδρο της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν κατά την τότε επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα, του διευκρίνισε ότι «εμείς, οι Έλληνες, πιστεύουμε πολύ στην παροιμία, «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους».

Ακολούθως δε κατέστησα σαφές ότι η Ελλάδα απορρίπτει, κατηγορηματικώς, τις «καινοφανείς» και καταφανώς αστήρικτες, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, θέσεις του έναντι της χώρας μας, ιδίως δε εκείνες περί, δήθεν, ανάγκης «αναθεώρησης» της Συνθήκης της Λωζάνης».

Κατά τον κ. Παυλόπουλο, με βάση τις δηλώσεις του 1994 και του 2015, με τις οποίες η Ελλάδα έχει οριοθετήσει σαφώς και επακριβώς την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ενδεχόμενη ενώπιον αυτού κοινή προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας, ύστερα από το αναγκαίο κατά το Διεθνές Δίκαιο συνυποσχετικό, μπορεί να νοηθεί μόνον εφόσον τηρηθούν και οι ακόλουθες, μεταξύ άλλων, προϋποθέσεις:

«Δεν είναι νομικώς δυνατό – αφού αποτελούν μέρος του «σκληρού πυρήνα» της Εθνικής μας Κυριαρχίας – ν’ αχθούν προς επίλυση π.χ. ζητήματα σχετικά με το Έδαφος, τον Εναέριο Χώρο και την Αιγιαλίτιδα Ζώνη. Η Ελλάδα διατηρεί, στο ακέραιο, το δικαίωμά της να επεκτείνει, μονομερώς και όποτε το κρίνει σκόπιμο, την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ. Και με βάση την τακτική της Τουρκίας, είναι σκόπιμο η Ελλάδα να προσανατολίζεται περισσότερο προς την προοπτική πλήρους άσκησης του δικαιώματός της αυτού για την ολοκληρωμένη επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης στα 12 ν.μ., παρά ν’ αγωνίζεται μόνο για την άρση του παντελώς αυθαίρετου «casus belli» της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της 8ης Ιουνίου 1995, αμέσως μετά την έναρξη ισχύος του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.

Επομένως, κοινή προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι νοητή και θεσμικώς επιτρεπτή μόνον ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα – άρα όχι προς την Εθνική Κυριαρχία – επί της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, με πλήρη επήρεια των νησιών μας. Στο δε απαιτούμενο σε αυτή την περίπτωση συνυποσχετικό, η Τουρκία οφείλει ν’ αναγνωρίσει την ισχύ του συνόλου της Σύμβασης του Montego Bay του 1982. Πολλώ μάλλον όταν και σήμερα δεσμεύεται από τη Σύμβαση αυτή, μολονότι δεν την έχει επικυρώσει, αφού παράγει, κατά την πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν έναντι πάντων».

Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας διευκρίνισε ότι «επειδή η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης συνδέονται ευθέως με τα όρια της Αιγιαλίτιδας Ζώνης – όχι ως προς την αρχή μέτρησής τους, δηλαδή ως προς την ακτογραμμή, αλλά ως προς την αφετηρία του πεδίου τους, που είναι το τέλος της Αιγιαλίτιδας Ζώνης – η Ελλάδα θα πρέπει να επιλέξει την οδό της επέκτασης της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της στα 12 ν.μ. πριν από κάθε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ή, τουλάχιστον, να διασφαλίσει στο σχετικό συνυποσχετικό, με πλήρη σαφήνεια, ότι το οιοδήποτε δεδικασμένο που θα προκύψει από τη μετά την προσφυγή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ουδόλως θίγει το δικαίωμά της για επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της στα 12 ν.μ.  Κάτι το οποίο, επιπροσθέτως, είναι οιονεί «φυσική συνέπεια» των δηλώσεών της αναφορικά με την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου» κατέληξε ο κ. Παυλόπουλος.