Η KGB ξόδεψε 40 χρόνια προετοιμάζοντας τον Ντόναλντ Τραμπ για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της στις ΗΠΑ. Ο τελευταίος αποδείχθηκε τόσο πρόθυμος να αναπαράγει αντι-δυτική προπαγάνδα, που στη Μόσχα υπήρξαν… εορτασμοί για την επιτυχία τους, υποστηρίζει ένας πρώην κατάσκοπος της KGB μιλώντας στον Guardian.

Ο Γιούρι Σβετς, που ήταν πράκτορας της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουάσινγκτον στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, συγκρίνει τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ με τους «πέντε του Κέιμπριτζ», τον δάκτυλο σοβιετικών κατασκόπων στη Βρετανία που διέρρεε κρατικά μυστικά στη Μόσχα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αλλά και στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.

Ο 67χρονος πλέον Σβετς, ήταν μια από τις κυριότερες πηγές του Americal Kompromat, του νέου βιβλίου του δημοσιογράφου Κρέγκ Ούνγκερ, συγγραφέα των βιβλίων House of Trump και House of Putin. Το βιβλίο εξερευνά επίσης τη σχέση του πρώην προέδρου με τον Τζέφρι Έπσταϊν και τα κυκλώματα παιδεραστίας.

«Πρόκειται για μια από τις περιπτώσεις στις οποίες άτομα στρατολογούνται ήδη από την εποχή που είναι απλώς φοιτητές και στη συνέχεια ανελίσσονται σε σημαντικές θέσεις. Κάτι τέτοιο έγινε με τον Τραμπ», υποστηρίζει ο Σβετς σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Guardian από το σπίτι του στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ.

Ο Σβετς, που κατείχε σημαντική θέση στην KGB, προσποιούνταν ότι ήταν ανταποκριτής του ρωσικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Tass στην Ουάσινγκτον στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Το 1993 μετανάστευσε μόνιμα στις ΗΠΑ και απέκτησε αμερικανική υπηκοότητα. Σήμερα εργάζεται ως ερευνητής ασφαλείας επιχειρήσεων ενώ έχει συνεργαστεί με τον Αλεξάντερ Λιτβινένκο, που δολοφονήθηκε στο Λονδίνο το 2006.

Ο Ούνγκερ περιγράφει τον τρόπο που ο Τραμπ μπήκε στο ραντάρ των Ρώσων για πρώτη φορά το… 1977, όταν παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Ιβάνα Ζελνικόβα, ένα μοντέλο από την Τσεχία. Ο Τραμπ έγινε στόχος μιας κατασκοπικής επιχείρησης, υπό την επίβλεψη της υπηρεσίας πληροφοριών της Τσεχοσλοβακίας σε συνεργασία με την KGB.

Τρία χρόνια αργότερα, ο Τραμπ άνοιξε την πρώτη του μεγάλη επιχείρηση, το ξενοδοχείο Grand Hyatt New York. Τότε αγόρασε 200 τηλεοράσεις για να το εξοπλίσει από τον Σεμιόν Κίσλιν, έναν σοβιετικό μετανάστη και συνιδιοκτήτη εταιρείας ηλεκτρονικών ειδών στην Πέμπτη Λεωφόρο.

Σύμφωνα με τον Σβετς, η εταιρεία ελεγχόταν από την KGB και δουλειά του Κίσλιν ήταν να εντοπίζει δυνητικά χρήσιμους Αμερικανούς. Σύντομα αναγνώρισε ότι ο Τραμπ, ένας νεαρός και ανερχόμενος επιχειρηματίας, θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμος. Ο ίδιος ο Κίσλιν αρνείται ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με την KGB.

Στη συνέχεια, το 1987, ο Τραμπ και η Ιβάνα επισκέφθηκαν τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη για πρώτη φορά. Ο Σβετς υποστηρίζει ότι εκεί τον τροφοδότησαν με επιχειρήματα της KGB, ενώ αξιωματούχοι της υπηρεσίας τον κολάκεψαν και έβαλαν στο μυαλό του την ιδέα να ασχοληθεί με την πολιτική.

Ο πρώην πράκτορας, θυμάται: «Για την KGB ήταν μια επίθεση μέσω της γοητείας. Συνέλεξαν πολλές πληροφορίες για την προσωπικότητά του, οπότε γνώριζαν τι άνθρωπος ήταν. Αισθάνονταν ότι ήταν εξαιρετικά ευάλωτος διανοητικά και ψυχολογικά και επιρρεπής στην κολακεία».

«Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν. Έπαιξαν το παιχνίδι τους και προσποιήθηκαν ότι είχαν εντυπωσιαστεί βαθύτατα από την προσωπικότητά του και ότι πίστευαν ότι αυτός ο τύπος θα έπρεπε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ κάποια στιγμή. Του είπαν ότι άνθρωποι όπως εκείνος μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Τον τάισαν συγκεκριμένα επιχειρήματα και έτσι συνέβη. Ήταν μεγάλο επίτευγμα για την KGB εκείνη την εποχή».

Λίγο μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ, ο Τραμπ άρχισε να εξερευνά το ενδεχόμενο να θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές με το ρεπουμπλικανικό κόμμα. Πραγματοποίησε, μάλιστα, και συγκέντρωση στο Νιου Χάμσαϊρ. Την 1η Σεπτεμβρίου, πρόβαλε ολοσέλιδη σχετική διαφήμιση στους Times της Νέας Υόρκης, την Washington Post και την Boston Globe με τίτλο: «Κανένα από τα προβλήματα της αμυντικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ δεν είναι αδύνατο να λυθεί με λίγο τσαγανό».

Η διαφήμιση περιείχε ορισμένες βαθιά ανορθόδοξες απόψεις για την ψυχροπολεμική Αμερική του Ρόναλντ Ρίγκαν, κατηγορώντας τη σύμμαχο Ιαπωνία ότι εκμεταλλευόταν τις ΗΠΑ και εκφράζοντας σκεπτικισμό για τη συμμετοχή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Είχε μορφή ανοιχτής επιστολής και προς τους Αμερικανούς «για τους λόγους που η Αμερική θα πρέπει να σταματήσει να πληρώνει για την υπεράσπιση κρατών που έχουν την οικονομική δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους».

Η παράξενη εμπλοκή του προκάλεσε έκπληξη και… χαρά στη Ρωσία. Λίγες μέρες αργότερα, ο Σβετς, που είχε επιστρέψει πλέον στη χώρα του, βρισκόταν στα κεντρικά γραφεία της KGB στο Γιασένεβο, όταν έλαβε τηλεγράφημα που χαιρέτιζε τη διαφήμιση ως επιτυχή δράση που εκτελέστηκε από το νέο «απόκτημα της KGB.

«Ήταν ένα γεγονός που δεν είχε προηγούμενο. Γνωρίζω καλά τις δράσεις της KGB από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τη δεκαετία του ’80 και στη συνέχεια τις αντίστοιχες δράσεις της Ρωσίας. Όμως δεν έχω ακούσει τίποτα σαν αυτό ή που να μοιάζει έστω με αυτό –μέχρι και να γίνει ο Τραμπ πρόεδρος της χώρας- γιατί ήταν απλώς ανόητο. Ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι κάποιος θα δημοσίευε κάτι τέτοιο με το όνομά του και ότι θα κατάφερνε να επηρεάσει πραγματικούς, σοβαρούς ανθρώπους στη Δύση, αλλά τα κατάφερε και τελικά αυτός ο τύπος έγινε πρόεδρος», σημειώνει ο Σβετς στον Guardian.

Η εκλογική νίκη του Τραμπ το 2016 κέρδισε επίσης τους ρωσικούς επαίνους. Ο ειδικός σύμβουλος Ρόμπερτ Μίλερ δεν κατάφερε να αποδείξει την ύπαρξη συνωμοσίας ανάμεσα σε μέλη της εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας. Όμως το λεγόμενο Moscow Project, μια πρωτοβουλία του Ταμείου Δράσης του Κέντρου για την Αμερικανική Πρόοδο, διαπίστωσε ότι η εκστρατεία του Τραμπ και η ομάδα του είχε τουλάχιστον 272 γνωστές επαφές και τουλάχιστον 38 γνωστές συναντήσεις με Ρώσους αξιωματούχους.

Ο Σβετς, που πραγματοποίησε τη δική του έρευνα, εξηγεί στον Guardian: «Για μένα, η έκθεση Μίλερ ήταν μια μεγάλη απογοήτευση επειδή οι άνθρωποι πίστευαν ότι θα είναι μια εξονυχιστική έρευνα όλων των δεσμών του Τραμπ με τη Μόσχα, όταν στην πραγματικότητα επρόκειτο αποκλειστικά για μια έρευνα γύρω από ζητήματα που σχετίζονται με ποινικά αδικήματα. Δεν ασχολήθηκε με την κατασκοπική πτυχή της σχέσης μεταξύ Τραμπ και Ρωσίας».

Προσθέτει: «Ουσιαστικά, αυτό αποφασίσαμε να διορθώσουμε. Για αυτό έκανα την έρευνά μου και μετά συνεργάστηκα με τον Κρεγκ. Επομένως πιστεύουμε ότι το βιβλίο θα συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε ο Μίλερ».

Ο Ούνγκερ, συγγραφέας επτά βιβλίων και πρώην συντάκτης στο περιοδικό Vanity Fair, δήλωσε για τον Τραμπ: «Ήταν ένα απόκτημα. Δεν επρόκειτο για κάποιο μεγαλεπήβολο, μεγαλοφυές σχέδιο που προέβλεπε να καλλιεργήσουν τον Τραμπ και να τον κάνουν πρόεδρο μετά από 40 χρόνια. Όταν ξεκίνησε, περίπου το 1980, οι Ρώσοι προσπαθούσαν να στρατολογήσουν όσους περισσότερους μπορούσαν, κυνηγώντας δεκάδες ανθρώπους».

«Ο Τραμπ ήταν ο τέλειος στόχος από πολλές απόψεις. Η ματαιοδοξία και ο ναρκισσισμός του τον καθιστούσαν φυσικό στόχο για στρατολόγηση. Τον διαμόρφωναν επί 40 χρόνια, μέχρι και τις εκλογές».