Στη μικρή οθόνη, ο κεντρικός χαρακτήρας είναι γυναικείος. Ενα κορίτσι, κλεισμένο σε ορφανοτροφείο της δεκαετίας του 1950, ανακαλύπτει το σπάνιο ταλέντο του στο σκάκι. Στο ταξίδι της προς τη δόξα παλεύει με τον εθισμό της. Στην πραγματικότητα όμως η ζωή της αντικατοπτρίζεται στην ιστορία ενός άνδρα και οι φανταστικές μάχες πάνω από τις σκακιέρες γεμίζουν με τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία. Γιατί το «Queen’s Gambit», η σειρά του Netflix που κατάφερε μέσα σε λίγες εβδομάδες να γίνει viral, έχει βάση αληθινή.

Το σενάριο στο «Γκαμπί της Βασίλισσας», όπως είναι ο ελληνικός τίτλος, στηρίχθηκε στο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα Γουόλτερ Τέβις, όπου κάτω από τον μανδύα της αφήγησης ο ίδιος έκρυψε καλά όλα τα προσωπικά του δράματα. Στις 243 σελίδες του βιβλίου, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1983, χώρεσε τα πάθη του για τον τζόγο, το αλκοόλ και τις αίθουσες μπιλιάρδου. Ο Τέβις γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1928 και έμαθε να παίζει σκάκι στα επτά. Δύο χρόνια αργότερα, διαγνώστηκε με προβλήματα στην καρδιά και για να τα αντιμετωπίσει μπήκε σε αναρρωτήριο. Εκεί, οι γιατροί τού χορηγούσαν τρεις φορές την ημέρα βαρβιτουρικά, προκαλώντας του σταδιακά εξάρτηση. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του ωστόσο οι γονείς του τον εγκατέλειψαν και επέστρεψαν στο Λέξινγκτον του Κεντάκι απ’ όπου κατάγονταν. Παράμετρος που περνάει και στο βιβλίο: η ηρωίδα του μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο και εθίζεται στα ηρεμιστικά που της χορηγούν.

Οταν ο Τέβις επανενώθηκε με την οικογένειά του στο Λέξινγκτον, η ζωή του δεν βελτιώθηκε. «Ο πατέρας μου ήταν επίσης αλκοολικός αλλά δεν το παραδεχόταν και η μητέρα μου δεν αναγνώριζε το πρόβλημα» είχε αναφέρει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το αγόρι να αναπτύξει προβλήματα με τα άλλα παιδιά, όπως αργότερα και η ηρωίδα του. Μόνη διέξοδος εκείνης το σκάκι, που καταλήγει να της γίνει εμμονή, και του Γουόλτερ το μπιλιάρδο. Στο μυαλό του άλλωστε οι δύο ασχολίες ήταν με κάποιον τρόπο κοινές γιατί τα βράδια στα μπιλιαρδάδικα οι θαμώνες έπαιζαν σκάκι για να χαλαρώσουν.

Μεγαλώνοντας, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκι, μη εγκαταλείποντας ποτέ τις στέκες και τις πολύχρωμες μπάλες. Η κουλτούρα του παιχνιδιού γίνεται πολύ οικεία σε εκείνον και σχεδόν τον κυριεύει. Στα φοιτητικά έδρανα, μαθαίνει συγγραφή από τον βραβευμένο με Πούλιτζερ Αλφρεντ Μπέρτραμ Γκούτρι. Στο πλαίσιο του μαθήματός του, γράφει μια εργασία για τα μπιλιαρδάδικα με τίτλο «Το καλύτερο στη χώρα». Το γραπτό του κέντρισε το ενδιαφέρον του καθηγητή, ο οποίος τον βοήθησε να την πουλήσει στο περιοδικό «Esquire» για 350 δολάρια.

Η αποφοίτησή του τον βρίσκει να διδάσκει Αγγλικά σε γυμνάσιο και να συνεχίζει τη συγγραφική του δράση. Τα επόμενα χρόνια, οι ιστορίες από τα αγαπημένα του μπιλιαρδάδικα δημοσιεύονται σε γνωστά έντυπα όπως «Playboy», «Cosmopolitan», «Colliers», «Redbook» και «Saturday Evening Post». Η επιτυχία τους τον βάζει σε πειρασμό να μεταπηδήσει στα μυθιστορήματα αλλά η προσωπική του μάχη με τη γραφή τον κράταγε πιο πίσω. «Φυσικά θα ήθελα να γράψω το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα, κάτι που θα τους συγκινήσει όλους. Αλλά η σοβαρή δουλειά είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα χαρακτήρα και πειθαρχίας. Γιατί να δουλέψεις τόσο σκληρά για να γράψεις κάτι αληθινό κι ωραίο όταν δεν θα το διαβάσουν πολλοί άνθρωποι;» είχε αναρωτηθεί στην εφημερίδα «The Burlington Free Press» το 1959. Τα διλήμματά του για τη συγγραφή όμως συνδέονταν με τα βιώματά του. «Δεν μπορούσα να ξεπεράσω τον πατέρα μου. Δεν θα με δεχόταν ποτέ ως συγγραφέα» είπε σε συνέντευξή του το 1980.

«The Hustler»

Οταν κατάφερε να βάλει τις σκέψεις του σε σελίδες, γέννησε το «The Hustler». Ο αρχικός τίτλος ήταν «Αυτό το αξιαγάπητο πράσινο», παραπέμποντας στην τσόχα του μπιλιάρδου. Ωστόσο, ο φόβος της παρερμηνείας με την κηπουρική τον έκανε να τον αλλάξει. Το βιβλίο τελικώς πουλήθηκε στον παραγωγό Ρόμπερτ Ρόσεν έναντι 25.000 δολαρίων για να γίνει ταινία. Ο Τέβις αξιοποιεί την αμοιβή του για την αποπληρωμή του διδακτορικού του στο Πανεπιστήμιο της Αϊοβα.

Αναζητώντας την έμπνευση, μετακομίζει με την οικογένειά του στο Μεξικό. Εκεί γράφει το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας «The Man Who Fell to Earth». Ωστόσο ξεκινά μια νέα εξάρτηση. «Ανακάλυψα ότι θα μπορούσα να πάρω τζιν για 80 σεντς το λίτρο. Εμεινα μεθυσμένος για οκτώ μήνες». Και αυτό το έργο αγκαλιάστηκε από το κοινό και έγινε ταινία. Οι επόμενες δύο δεκαετίες είναι στείρες συγγραφικά. Το αλκοόλ παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του, μαζί με το σκάκι.

Οσα έζησε σε μια αποστολή στο Λας Βέγκας το 1974 για το Εθνικό Πρωτάθλημα Σκάκι τον ενέπνευσαν να γράψει το νέο του βιβλίο «Queen’s Gambit». «Υπήρχε τέτοιος ανταγωνισμός, πάθος και μεγαλύτερη επιθετικότητα από τις αίθουσες μπιλιάρδου όπου παίζουν για πολλά χρήματα» είχε αναφέρει. «Ποτέ δεν είδα την ένταση και τη φαύλη επιθετικότητα που εκδηλώνουν περιστασιακά οι παίκτες σκακιού». Τα επόμενα χρόνια έμεινε νηφάλιος και βελτιώθηκε ως σκακιστής αλλά έχασε την οικογένειά του. Επιβιώνοντας από δύο απόπειρες αυτοκτονίας, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να επικεντρωθεί στην καριέρα του. Το 1980 δημοσιεύει το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας για τον αλκοολισμό «Mockingbird». Τρία χρόνια μετά, το «The Queen’s Gambit» βρίσκει τον δρόμο προς το τυπογραφείο. Ακολουθεί το «Χρώμα του χρήματος», ως συνέχεια του πρώτου βιβλίου «The Hustler». Τα δικαιώματά του πουλιούνται σύντομα στο Χόλιγουντ, με τον Ρίτσαρντ Πράις να κάνει το σενάριο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι διαφορετικό από το βιβλίο, ωστόσο δίνει στον Πολ Νιούμαν το πρώτο του Οσκαρ. Ο Τέβις όμως δεν απολαμβάνει την επιτυχία της. Μία εβδομάδα μετά τη δημοσίευση του βιβλίου πεθαίνει από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 56 ετών.