Αν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε κάτι από την «αμερικανική ψυχή» που μέσα από αυτές τις εκλογές αγωνίζεται για να επεξεργαστεί τα τραύματά της, είναι προτιμότερο να την αναζητήσουμε στις ταινίες που η δράση τους συμβαίνει στις πολιτείες που έδωσαν το ελάχιστο προβάδισμα στον ηγέτη των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν. Οι πολιτείες του Μίσιγκαν και του Ουισκόνσιν έχουν προσφέρει ρομαντικά αξιοθέατα, δρόμους για ιστορικές συγκρούσεις, κτίρια οικονομικής εξουσίας, τοπόσημα επιχειρηματικών σκανδάλων, υπόγεια όπου μέσα τους ηχογράφησαν θρύλοι της τζαζ. Μέσα από την εξέλιξη των κινηματογραφικών θεμάτων της δεκαετίας του ’70 έως τα μέσα του 2010, το Μιλγουόκι, το Ντιτρόιτ και τα προάστιά τους παρήλασαν στη μεγάλη οθόνη και έδωσαν περισσότερες λεπτομέρειες από αυτές που λέγονταν στα σενάρια των ταινιών για γκάνγκστερ και αστυνόμους, μετανάστες και ρατσιστές αυτόχθονες, νιάτα του περιθωρίου, μελαγχολικά κορίτσια, διεφθαρμένους δικηγόρους ή πλάσματα της φαντασίας. Γιατί το παρόν αναμετρήθηκε πολλές φορές μέσα στα κινηματογραφικά πλάνα των περιοχών που προσέλκυσαν τους σκηνοθέτες για να γυρίσουν εκεί τις ταινίες τους.

Και οι λόγοι δεν ήταν πάντα – και μόνο – η φορολογική ελάφρυνση των κινηματογραφικών παραγωγών. Το κοινωνικό πλαίσιο και η ιστορία των πολιτειών όπου αναπτύχθηκε η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία και η βιομηχανία των γαλακτοκομικών προϊόντων τροφοδοτούσε τη φαντασία των σεναριογράφων ώστε η πλοκή να συνταιριάξει με τον αστικό περίγυρο. Καθώς η πόλη είναι μια αντανάκλαση της κοινωνίας, ένα πολιτιστικό προϊόν που με τη σειρά του γίνεται πηγή έμπνευσης. Στο πέρασμα του χρόνου η πόλη ταλαντεύεται μεταξύ της εικόνας του εξιδανικευμένου παρελθόντος της και του αρνητικού παρόντος της. Σε αυτήν την αντιδιαμετρική σχέση με την πόλη ο κινηματογράφος στήριξε τον μηχανισμό της μαγείας του, προσφέροντας στους θεατές την εμπειρία του ταξιδιού. Η νέα αστική εμπειρία που έφερε η σύγχρονη πόλη του εικοστού αιώνα έγινε πηγή έμπνευσης για τους κινηματογραφιστές. Από την εποχή του μοντερνισμού η πόλη γίνεται ο κύριος πρωταγωνιστής των κινηματογραφικών έργων. Η σχέση μεταξύ της πόλης και του κινηματογράφου είναι αμφίδρομη.

Εργαλείο προβληματισμού

Μπορούμε να θεωρήσουμε τον κινηματογράφο ως εργαλείο προβληματισμού για την εξέλιξη της σύγχρονης πόλης βλέποντας τα κινηματογραφικά παραδείγματα της αστικής επιστημονικής φαντασίας. Για τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, η πόλη είναι ένας μηχανισμός για τη διαπραγμάτευση της ουτοπίας ή των δυστοπικών αλλαγών. Οι ταινίες αυτής της κατηγορίας δείχνουν τις σύγχρονες πόλεις που χαρακτηρίζονται από την αποτυχία της νεωτερικότητας. Η πόλη παρουσιάζεται ως αποσπασματική, σκοτεινή, και χαρακτηρίζεται από πολυπολιτισμική ποικιλομορφία. Ως συνέπεια μιας τυποποιημένης παραγωγής και μιας ενοποιητικής αισθητικής, η σύγχρονη πόλη και οι κάτοικοί της υποφέρουν από μια αίσθηση αποξένωσης.

Στο «The Crow» η ζοφερή απεικόνιση του Ντιτρόιτ ως μιας γκοθ ύφους ερημιάς ήταν μια εντυπωσιακή οπτική προσαρμογή του βιβλίου κόμικ. Το Κοράκι είναι ο Ερικ Ντρέιβεν (τον ερμήνευε ο γιος τού Μπρους Λι, Μπράντον), ο οποίος επιστρέφει από τους νεκρούς για να ζητήσει εκδίκηση για τη βάναυση δολοφονία του εαυτού του και της αρραβωνιαστικιάς του τη Νύχτα του Διαβόλου στο Ντιτρόιτ. Αλλά το ατύχημα που προκάλεσε τον θανάσιμο πυροβολισμό του Μπράντον κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, επισκίασε τη φανταστική τραγωδία που αφιερώθηκε στον Λι και την αρραβωνιαστικιά του.

Για τους σεναριογράφους του «Robocop» (1987) Εντουαρντ Νιουμάγερ και Μάικλ Μάινερ, το Ντιτρόιτ φάνταζε ως σύμβολο μιας παλιάς βιομηχανικής πόλης που μπαίνει στον τεχνολογικό μετασχηματισμό. Η βίαιη ταινία δράσης υπονόμευσε την οικονομική και εξωτερική πολιτική του Ρόναλντ Ρίγκαν, σχολιάζοντας κριτικά την έλευση των ρομπότ με γνώμονα τα συστήματα επιβολής του νόμου.

Περιθώριο

Ο Εμινεμ στο «8 Mile» κατόρθωσε να πείσει ως Μάρσαλ Μάδερς ότι μπορεί να συνδεθεί με τη γενιά του χιπ χοπ καθώς αναδείχθηκε στον λευκό ράπερ που ζούσε στο τροχόσπιτο της μάνας του και «ξέφυγε» από το περιθωριοποιημένο περιβάλλον του Μίσιγκαν.

Είναι όμως ο Κλιντ Ιστγουντ στο «Gran Torino» του 2008 που θα δώσει «ρέστα» σε όλους τους αδαείς θεατές που μέχρι σήμερα δεν κατανόησαν την άνοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο βετεράνος του Βιετνάμ χαρακτήρας του Βαλτ Κοβάλσκι αποδιώχνει τους ασιάτες γείτονές του στο Μίσιγκαν, αν και στο τέλος βοηθά τον νεότερο της γειτονιάς του να ξεφύγει από τις νεανικές συμμορίες κακοποιών. Ο γερο-ρατσιστής γίνεται φίλος μαζί του, ξεπερνά τα προσωπικά του τραύματα από την εποχή του πολέμου στην Κορέα παραδίδοντάς του μαθήματα επισκευής αυτοκινήτων και το άρτια εξοπλισμένο συνεργείο του με τα παλιά καλοδιατηρημένα εργαλεία του.

Κρίση

Σε μία συνέντευξή του ο Τζέφρι Ευγενίδης, γέννημα θρέμμα του Ντιτρόιτ με ελληνικές ρίζες στην καταγωγή του, εξηγεί πώς προέκυψε το μυθιστόρημά του «Αυτόχειρες Παρθένοι» στο οποίο η Σοφία Κόπολα βασίστηκε για το σκηνοθετικό της ντεμπούτο το 1999: «Αυτό το αίσθημα να μεγαλώνω στο Ντιτρόιτ, σε μία πόλη που χάνει τον πληθυσμό της ενώ βρίσκεται σε διαρκή κρίση, μου προκάλεσε τη διάθεση να γράψω το βιβλίο. Τότε δεν είχα καταλάβει ότι αυτή ήταν η ώθηση για το «Αυτόχειρες Παρθένοι». Αυτή η ιδέα της οικογένειας και μιας παρέας αυτοκτονικών κοριτσιών αληθινά προέκυψε από την εμπειρία μου να μεγαλώνω στο Ντιτρόιτ».

Στο εμβληματικό για τη μουσική του «The Blues Brothers» (1980), οι δρόμοι του Ουισκόνσιν έχουν μία εξαιρετική σκηνή καταδίωξης στην έρημη κεντρική περιοχή του Μιλγουόκι. Η βαγκνερική «Επέλαση των Βαλκυριών» συνοδεύει το κόκκινο αυτοκίνητο με τους νεοναζί του Ιλινόις να πυροβολούν τους τσίφτες με τα μαύρα κοστούμια που οδηγούν το διαλυμένο αμάξι του σερίφη σε μια διαδρομή που τους φέρνει στα οδικά έργα του κόμβου 794 και στην πτήση-πτώση των διωκτών τους που εκτινάσσονται στον αέρα πετώντας πάνω από τους ουρανοξύστες του Μιλγουόκι. Η ταινία θα δώσει το στίγμα της ανταπάντησης της γενιάς των χίπις προς το κύμα του κονφορμισμού που χτύπησε την αμερικανική κοινωνία των προαστίων στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Στο φιλμ του 2005 «Καληνύχτα και καλή τύχη» ο Τζορτζ Κλούνι σκηνοθετεί μια δραματική ταινία με πρωταγωνιστές τον Τύπο και τον ΜακΚάρθι, εξιστορώντας την αρχή μιας μαύρης σελίδας στην πολιτική αμερικανική ιστορία: της μακαρθικής μεθόδου «δολοφονίας χαρακτήρων» από τον γερουσιαστή του Ουισκόνσιν.

Ενώ το 2009, ο Μάικλ Μαν θα σκηνοθετήσει τον Τζόνι Ντεπ στο «Public Enemies» για να εξιστορήσει την αληθινή ιστορία του διαβόητου γκάνγκστερ Τζον Ντίλινγκερ, ο οποίος της δεκαετία του ’20 έβαλε την υπογραφή του σε αρκετές ληστείες της τράπεζας του Μιλγουόκι.