Μπορεί η Μαρία Κάλλας να πεθαίνει μέσα σε μιάμιση ώρα επτά φορές στο ολοκαίνουργιο οπερατικό εγχείρημα «Οι επτά θάνατοι της Μαρίας Κάλλας», όμως και μόνο το γεγονός ότι αυτό «συμβαίνει» 43 χρόνια μετά τον θάνατό της είναι αρκετό για να αποδείξει πως η κληρονομιά της παραμένει ζωντανή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το περασμένο Σάββατο, οπότε και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά σε ζωντανή μετάδοση οι επτά θάνατοί της – όπως τους «είδε» η ιέρεια της περφόρμανς Μαρίνα Αμπράμοβιτς σε ένα από τα πιο χρονοβόρα και πολυδιαφημισμένα της έργα -, χιλιάδες θεατές καθηλώθηκαν μπροστά στις οθόνες τους (η προβολή θα είναι διαθέσιμη έως τις 7 Οκτωβρίου από την ιστοσελίδα της Κρατικής Οπερας της Βαυαρίας).

Οπως δεν είναι τυχαίο ότι και για τις ερωτικές της επιστολές, που θα παρουσιαστούν εν είδει μονολόγου στο ρωμαϊκό ωδείο του Ηρώδη του Αττικού στο τέλος του μηνός από την αισθησιακή Μόνικα Μπελούτσι, αποδείχθηκε ανεπαρκής η μία βραδιά και απαιτήθηκε η παραχώρηση και δεύτερης ημέρας του μνημείου (28 και 29 Σεπτεμβρίου) ώστε να μπορέσουν όλοι όσοι κατατάσσουν την Κάλλας ως την κορυφαία σοπράνο του 20ού αιώνα να καταφέρουν να ακούσουν από σκηνής τις μύχιες σκέψεις της.

Σε καμία περίπτωση βεβαίως δεν υποτιμάται το γεγονός ότι η επιτυχία και των δύο καλλιτεχνικών γεγονότων οφείλεται και στη σέρβα καλλιτέχνιδα που εδώ και τέσσερις και πλέον δεκαετίες γράφει τη δική της σελίδα στην ιστορία της τέχνης με τις αιρετικές και αμφιλεγόμενες συχνά περφόρμανς της, όπως και στην ιταλίδα ηθοποιό που κάνει το θεατρικό της ντεμπούτο ύστερα από 30 χρόνια κινηματογραφικής καριέρας.

Αν δεν ήταν όμως τόσο ισχυρός ο μύθος της Μαρίας Κάλλας, ίσως τα δύο αυτά καλλιτεχνικά εγχειρήματα να μην είχαν την ίδια απήχηση στο κοινό. Κι αν δεν ήταν εκείνο το μείγμα κορυφαίου ταλέντου και εύθραυστης προσωπικότητας που ταιριάζει με το πρότυπο της «καταραμένης» καλλιτέχνιδας, η οποία έζησε την αποθέωση, έχασε στην πορεία τη φωνή της, προδόθηκε από τον άνδρα που αγάπησε με πάθος και τελικά πέθανε μόνη, ίσως να μην είχε αντέξει το είδωλό της στον χρόνο, τόσο ώστε να εξακολουθεί να εμπνέει και να συγκινεί.

Τι κοινό δένει τις εμφανίσεις της Μαρίνα Αμπράμοβιτς με εκείνες της Μόνικα Μπελούτσι; Οτι, αν και οι δύο υποδύονται τη «Μαρία», όπως την αποκαλούν οι φανατικοί θαυμαστές της, καμία δεν επιχειρεί να τραγουδήσει, προφανώς από σεβασμό στη φωνή της Κάλλας και παρά το γεγονός ότι το εγχείρημα της Αμπράμοβιτς (που αποτελεί διεθνή συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την Κρατική Οπερα της Βαυαρίας, τη Γερμανική Οπερα του Βερολίνου, τον Μουσικό Μάη της Φλωρεντίας και την Εθνική Οπερα των Παρισίων) χαρακτηρίζεται οπερατικό.

Η Αμπράμοβιτς

Στους «Επτά θανάτους της Μαρίας Κάλλας» η Μαρίνα Αμπράμοβιτς υποδύεται τις ηρωίδες από ισάριθμους ρόλους που ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής σοπράνο σε ολιγόλεπτα βίντεο που θυμίζουν ταινίες μικρού μήκους, με συμπρωταγωνιστή στον ρόλο του προδότη εραστή τον Γουίλεμ Νταφόε. Σε κάθε βίντεο η πρωταγωνίστρια πεθαίνει άλλοτε όπως θέλει το λιμπρέτο – η Βιολέτα στην «Τραβιάτα» αφήνει την τελευταία της πνοή από φυματίωση – κι άλλοτε όπως έχει οραματιστεί το τέλος της η Μαρίνα Αμπράμοβιτς (η οποία συσκηνοθετεί το έργο μαζί με τη χορογράφο και σκηνοθέτρια Λένσι Πάιζινγκερ), όπως στην περίπτωση της Δυσδεμόνας την οποία πνίγει ένας πύθωνας. Η τελευταία σκηνή του έργου είναι αφιερωμένη στον πραγματικό θάνατο της Μαρίας Κάλλας στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Εκεί η Αμπράμοβιτς – όχι μέσω βίντεο, αλλά η ίδια πάνω στο σανίδι – εντοπίζει μια φωτογραφία με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Θυμάται τον άνδρα που την πρόδωσε κι αποχωρεί προς άγνωστη κατεύθυνση, ενώ το δωμάτιο καλύπτεται με μαύρο ύφασμα. Στο φινάλε επανέρχεται στη σκηνή ντυμένη με μάξι χρυσή τουαλέτα – τα ρούχα φέρουν την υπογραφή του Ιταλού Ρικάρντο Τίσι, ο οποίος ηγήθηκε επί μία και πλέον δεκαετία του οίκου Ζιβανσί πριν πάρει μεταγραφή για τον οίκο Μπέρμπερι -, ενώ ακούγεται η «Κάστα Ντίβα» με τη φωνή της Σελένε Τζανέτι, μιας από τις νέες σοπράνο που συμμετέχουν στο πρότζεκτ και ερμηνεύουν τις άριες από τις όπερες των Μπιζέ, Ντονιτσέτι, Πουτσίνι και Βέρντι, πέραν της αυθεντικής μουσικής που έχει συνθέσει ο Μάρκο Νικοντίεβιτς.

Ο Βολφ και η Μπελούτσι

Κι αν η Μαρίνα Αμπράμοβιτς μπήκε τυχαία στον κόσμο της Μαρίας Κάλλας ακούγοντας τη μυθική φωνή της στο ραδιόφωνο ενώ ήταν 14 ετών, ο γάλλος ηθοποιός, σκηνοθέτης και φωτογράφος Τομ Βολφ γνώρισε την Κάλλας μόλις το 2012, όταν επίσης κατά τύχη άκουσε μια άρια ερμηνευμένη από εκείνη σε μια διαδικτυακή του αναζήτηση για τον Ντονιτσέτι. Κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτειά του για να εντοπίσει πρωτότυπο υλικό και να γυρίσει τη βραβευμένη ταινία του «Maria by Callas», ώστε να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της προσωπικότητας της διάσημης σοπράνο. Ως άλλος Σέρλοκ Χολμς, όπως έχει πει ο ίδιος, ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο για να βρει τις πρωτότυπες μπομπίνες από κάθε μαγνητοσκοπημένη εμφάνισή της, τις οποίες και ψηφιοποίησε. Σε υλικό που συγκεντρώθηκε για να συντεθεί η συγκεκριμένη ταινία και το οποίο περιλήφθηκε στο ομώνυμο βιβλίο βασίζεται και η παράσταση με τη Μόνικα Μπελούτσι. Οι 350 επιστολές που καλύπτουν μια περίοδο 30 ετών (1946-1977) αποτελούν τον καμβά της αφήγησης της παράστασης «Μαρία Κάλλας: Επιστολές και Αναμνήσεις», πάντα υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τομ Βολφ. Από τα παιδικά χρόνια της ντίβας στη Νέα Υόρκη ως τα χρόνια του πολέμου στην Αθήνα και από τα πρώτα βήματα της καριέρας της ως τον γάμο της και τον κατοπινό της έρωτα για τον Αριστοτέλη Ωνάση, στη σκηνή ξεδιπλώνεται μια διαδρομή που χαρακτηρίστηκε από επιτυχίες, σκάνδαλα και απογοητεύσεις.

Το Master Class

Ανάρπαστα ωστόσο δεν έγιναν μόνο τα εισιτήρια για τις περσινές παρισινές παραστάσεις της Μόνικα Μπελούτσι (για τις αθηναϊκές είναι πλέον περιορισμένη η διαθεσιμότητα), αλλά και στα καθ’ ημάς εκείνα για την παράσταση «Master Class» με τη Μαρία Ναυπλιώτου, που μετρά ήδη 260 συνεχόμενες sold out παραστάσεις και ετοιμάζεται το φθινόπωρο να επιστρέψει για τρίτη χρονιά στο θέατρο Δημήτρης Χορν. Στο έργο του Τέρενς ΜακΝάλι που μετέφρασε ο Στρατής Πασχάλης και σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος η Μαρία Κάλλας μέσα από ένα master class που δίνει και μέσα από τις άριες που ακούει να ερμηνεύουν οι νέοι λυρικοί τραγουδιστές αναπολεί στιγμές της ζωής της κι έρχεται αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα που της έχει στερήσει τη φωνή και την αγάπη.

Η Φανί Αρντάν

Ενα πρόσωπο – κλειδί που σχετίζεται με τις κινηματογραφικές παραγωγές οι οποίες έχουν εμπνευστεί ή σχετίζονται με τη Μαρία Κάλλας είναι η Φανί Αρντάν. Η βραβευμένη με Σεζάρ γαλλίδα ηθοποιός έχει δανείσει τη φωνή της στην ταινία του Τομ Βολφ, αλλά 15 χρόνια νωρίτερα ήταν εκείνη που είχε υποδυθεί την Κάλλας στην ταινία του Φράνκο Τζεφιρέλι – την τελευταία πριν από τον θάνατό του το 2019 – «Κάλλας για πάντα». Με τον Τζέρεμι Αϊρονς στο πλευρό της ως ατζέντη που την πείθει να επιστρέψει στην ενεργό δράση προς το τέλος της ζωής της κι ενώ έχει χάσει τη φωνή της, η Φανί Αρντάν κατά κοινή ομολογία δεν έπεισε ιδιαιτέρως ως Μαρία Κάλλας. Αλλωστε και το μυθιστορηματικό σενάριο που συνυπέγραφε ο σκηνοθέτης με τον Μάρτιν Σέρμαν απογοήτευσε σινεφίλ και φιλόμουσους καθώς η φερόμενη ως πρόταση του ατζέντη προέβλεπε την κινηματογραφική μεταφορά της «Κάρμεν», με την Κάλλας να τραγουδά play back πάνω σε παλιά της ηχογράφηση, του 1964. Εν τέλει αρκετοί αναγνώρισαν στον σκηνοθέτη τις καλές του προθέσεις να τιμήσει τη μνήμη της φίλης του, την οποία μάλιστα είχε καθοδηγήσει επί σκηνής στις όπερες «Νόρμα», «Λα Τραβιάτα» και «Τόσκα». Το δε ελληνικό κοινό είχε έναν λόγο παραπάνω να δει την ταινία υπό θετικό πρίσμα καθώς τα έσοδα ειδικής προβολής με ιδιαιτέρως αλμυρό εισιτήριο τότε είχαν διατεθεί για τους σκοπούς του πολύπαθου – και ακόμη και σήμερα επισήμως ακέφαλου – Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.