Λένε πως ο Παλμίρο Τολιάτι είπε κάποτε σε ένα σύντροφό του «Εσύ λες ότι θα κάνεις την επανάσταση χωρίς να ξέρεις τα αποτελέσματα της Γιούβε;».

Με αυτό ήθελε να υπογραμμίσει ότι το ποδόσφαιρο είναι τόσο συνδεδεμένο με τη ζωή των κοινωνιών, που όποιος θέλει να τις αλλάξει, θα πρέπει να γνωρίζει καλά τις εξελίξεις σε κάτι που απασχολεί τόσο πολλούς ανθρώπους.

Την ίδια στιγμή το ποδόσφαιρο είναι καθρέφτης των κοινωνιών, αλλά και των πολιτικών συστημάτων.

Είναι ένας δείκτης του τι πραγματικά συμβαίνει σε αυτές, πίσω από την όποια εικόνα έχει διαμορφωθεί.

Και αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Στην πραγματικότητα, το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένα πεδίο όπου κρίνεται η πραγματική βούληση να υπάρξουν τομές προς το καλύτερο.

Ας δούμε ποια είναι η κατάσταση.

Μια ποδοσφαιρική ομοσπονδία, που δεν διοργανώνει η ίδια τα πρωταθλήματα, αφού αυτά τα κάνουν οι λίγκες, αλλά έχει την ευθύνη της τήρησης των κανόνων και της διαιτησίας.

Ακριβώς, γι’ αυτό τον λόγο η διοίκησή της στηρίζεται σε εκλογές που προκύπτουν μέσα από πρακτικές εξαγοράς και εκβιασμού, από «εκλογικά σώματα» που κυρίως υπάρχουν για να συνεισφέρουν ακριβώς σε αυτό το όργιο εξαγοράς και εκβιασμών, ώστε μετά αυτές οι διοικήσεις να παρεμβαίνουν στα ζητήματα διαιτησίας και κανονισμών.

Αποτέλεσμα ένα πρωτάθλημα που ως προς τη διαιτησία και την τήρηση των κανόνων πάει από το κακό στο χειρότερο.

Σε αυτό το τοπίο μπορεί κανείς να δει να προκύπτουν κάθε είδους παθογένειες, από το είδος των ποδοσφαιρικών «παραγόντων» που επιβιώνουν, μέχρι τις σύγχρονες μορφές οπαδικής βίας και φυσικά φαινόμενα πρωτοφανή όπως η συνιδιοκτησία ομάδων.

Όμως, το πρόβλημα δεν τελειώνει εδώ. Έχεις δύο ακόμη παράγοντες που κάνουν τα πράγματα πιο δύσκολα.

Πρώτον, η κρίση που υπάρχει συνολικά στους διεθνείς οργανισμούς και την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν διεθνείς κρίσεις αντανακλάται και στις διεθνείς ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, που θέλουν ταυτόχρονα fair play αλλά και το αυτοδιοίκητο των ομοσπονδιών, πράγμα που από θέση αρχής είναι ορθό αλλά στην Ελλάδα είναι εγγύηση καταστροφής, καθώς χωρίς μεγάλες θεσμικές παρεμβάσεις τα πράγματα θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.

Δεύτερον, έχεις τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την Πολιτεία.

Εδώ θα μπορούσε κανείς να πει ότι η δομική κρίση που υπάρχει, χρόνια τώρα, στη λειτουργία των κρατικών θεσμών, αποτυπώνεται με τον χειρότερο τρόπο στο ποδόσφαιρο.

Από τη μια, έχεις μια υπερπαραγωγή νομοθετικών ρυθμίσεων και θεσμικών πρωτοβουλιών.

Από την άλλη, οι περισσότερες θεσμικές ρυθμίσεις μένουν κενό γράμμα ή στην πράξη διαστρεβλώνονται.

Ψηφίζουμε διεθνείς συμβάσεις για την αποτροπή του να είναι κάποιος οργανωτής στοιχήματος και οργανωτής ή συμμετέχων σε άθλημα και την επόμενη μέρα «διευκρινίζουμε» ότι αυτό ξεκινά πάνω από το 15%, οπότε δεν υπάρχει κανένα θέμα ο κύριος έλληνας μέτοχος του ΟΠΑΠ να είναι βασικός παράγοντας ομάδας του πρωταθλήματος.

Δίνουμε έμφαση στην τήρηση των κανονισμών, τις αυστηρές ποινές και την ορθή λειτουργία των οργάνων που είναι επιφορτισμένα για την τήρηση και την άλλη μέρα ψηφίζουμε τροπολογία που μειώνει τις ποινές γιατί τρομάζουμε στη σκέψη να εφαρμόσουμε τους κανονισμούς που υποτίθεται ότι στηρίζουμε.

Υποσχόμαστε θεσμικές τομές και τολμηρές πρωτοβουλίες και μετά απλώς αρχίζουμε μια ατέλειωτη διαπραγμάτευση με τους «παράγοντες» που καταλήγει στη διαρκή αναβολή των παρεμβάσεων.

Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν κάθεται να σκεφτεί ποια είναι τα μηνύματα που στέλνονται στην κοινωνία.

Μιλάμε για διαφάνεια και τήρηση των κανόνων αλλά για άλλη μια φορά θα αφήσουμε πρακτικές εκβιασμών και εξαγοράς να ρυθμίσουν τα τεκταινόμενα σε μια από τις μεγαλύτερες ομοσπονδίες.

Διακηρύττουμε την ανάγκη λογοδοσίας και αποτροπής της ατιμωρησίας και την ίδια στιγμή το «πολιτικό κόστος» εξασφαλίζει ότι οι ποινές δεν θα είναι όσο αυστηρές θα έπρεπε.

Καταγγέλλουμε τις μορφές διαπλοκής που είχαν αναπτυχθεί από προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά δεν έχουμε πρόβλημα επιχειρηματικά συμφέροντα να μεθοδεύουν την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, γνωρίζοντας ότι οι αρμόδιοι υπουργοί θα ενδιαφερθούν περισσότερο να μη χάσουν ψήφους οπαδών παρά να κάνουν τη δουλειά τους.

Για όλους αυτούς τους λόγους και το ποδόσφαιρο είναι ένα πεδίο όπου κρίνεται πραγματικά το εάν μια κυβέρνηση θέλει να κάνει πολιτική, ή απλώς θέλει να παράγει ευχολόγια.

Πριν από τρεις-τέσσερις ημέρες ήταν οι τακτικοί δικαστές της Επιτροπής Εφέσεων. Σκυταλοδρομία παραιτήσεων έπειτα από το «μπούλινγκ» που δέχτηκαν, δίχως καμία ένωση δικαστών-εισαγγελέων να τους στηρίξει έστω για τα μάτια του κόσμου.

Το ποδόσφαιρο είναι ικανό να τρομάξει ως και την Δικαιοσύνη.

Τις τελευταίες ημέρες ήταν στο προσκήνιο η υπόθεση των «δελτίων» του ΠΑΟΚ.

Μια παράβαση που έτσι όπως είναι δομημένο το ελληνικό ποδόσφαιρο έπρεπε η ΑΕΚ να αποφασίσει αν οι Θεσσαλονικείς θα τιμωρηθούν! Τα δελτία του ΠΑΟΚ, ήταν δελτία υγείας.

Το πρωτάθλημα ξεκίνησε με το πιο αυστηρό πρωτόκολλο υγείας που μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα υπάρξει.

Η παράβαση του ΠΑΟΚ αφορά στην υγεία των ποδοσφαιριστών. Και έπρεπε την απόφαση της τιμωρίας να την πάρει η ΑΕΚ.

Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Το αστείο είναι πως αρκετοί, μέχρι η ΑΕΚ να ανοίξει τα χαρτιά της έλεγαν με νόημα «και τι έγινε. Θα περάσει μια τροπολογία ο Γεραπετρίτης αν χρειαστεί. Και ο ΠΑΟΚ θα την γλιτώσει».