Σε περίπου 150.000 παγκοσμίως υπολογίζονται, σύμφωνα με τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (IMO), οι ναυτικοί εμπορικών πλοίων που λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού αδυνατούν να επαναπατριστούν, αφού τους απαγορεύεται η αποβίβαση στα περισσότερα λιμάνια της υφηλίου. Μεταξύ αυτών εκατοντάδες έλληνες ναυτικοί, κάποιοι εκ των οποίων έχουν ήδη συμπληρώσει ή και ξεπεράσει τους 12 μήνες συνεχούς θαλάσσιας υπηρεσίας, γεγονός που συνεπάγεται κινδύνους για την ψυχική – σωματική τους υγεία και αυξάνει την πιθανότητα εργατικών ατυχημάτων. Την ίδια στιγμή, άλλοι τόσοι συνάδελφοί τους αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα βιοπορισμού καθώς οι περιορισμοί στις μετακινήσεις προσώπων που συνεχίζουν να ισχύουν σε μια σειρά κρατών τούς αποκλείουν από την εργασία.

«Ο κορωνοϊός έχει επιδράσει στο επάγγελμά μας πολυεπίπεδα. Πλέον, και να μας επιτρέπει η εργασία μας να βγούμε από το πλοίο σε κάποιο λιμάνι, να «γειωθούμε» όπως το λέμε εμείς, δεν μας δίνεται η δυνατότητα από τις κατά τόπους Αρχές. Υπάρχουν ξέμπαρκοι συνάδελφοι που βρίσκονται στα όρια της οικονομικής καταστροφής και ζουν με δανεικά. Επιπλέον, εάν κάποιος συνάδελφος πάθει κάποιο ατύχημα, είναι πάρα πολύ δύσκολο – κυρίως λόγω γραφειοκρατίας – να μπορέσει να βγει και να του παρασχεθεί η απαιτούμενη βοήθεια. Η σημαντικότερη επίπτωση του Covid-19, όμως, είναι αυτή που αφορά την παλιννόστηση του ναυτικού», λέει στα «ΝΕΑ» ο Πέτρος Λ., πλοίαρχος σε δεξαμενόπλοιο που βρίσκεται ελλιμενισμένο στην Ινδονησία. Ο ίδιος έχει μπαρκάρει από τις αρχές Δεκεμβρίου και η επικοινωνία με τη σύζυγο και την τετράχρονη κόρη του περιορίζεται σε βιντεοκλήσεις.

Οπως εξηγεί, στις ελληνικές εταιρείες οι συμβάσεις έχουν συνήθως εξάμηνη διάρκεια, ωστόσο δεν είναι σπάνιο να επεκτείνονται: «Αυτό συμβαίνει και υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Αλλά και πάλι, έχει διαφορετική επίδραση στην ψυχολογία του πληρώματος το να επιλέγει κάποιος να παραμείνει για μεγαλύτερο διάστημα στο πλοίο και διαφορετική το να μην έχει την επιλογή του επαναπατρισμού. Με βάση αυτό, λοιπόν, προκύπτουν μια σειρά λειτουργικών προβλημάτων. Από την άλλη, υπάρχουν και μέλη του πληρώματος – ιδίως από χώρες που έχουν μεγάλο αριθμό κρουσμάτων – που ζητούν να μείνουν παραπάνω επειδή φοβούνται να επιστρέψουν. Οπως και να έχει, οι εργασίες σε ένα καράβι με κουρασμένο προσωπικό δεν γίνονται με τον ρυθμό και τη διάθεση που θα έπρεπε. Τέλος, ένα καράβι για να θεωρηθεί αξιόπλοο περνάει περιοδικά μια σειρά ελέγχων. Λόγω της κατάστασης, ούτε αυτοί μπορούν να γίνουν στην ώρα τους».

Αυτό, εξάλλου, επισημαίνει και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Συνταξιούχων Πλοιάρχων Θέμης Δασκαλάκης, τονίζοντας πως όλα τα παραπάνω θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των ναυτικών και εκτιμά ότι λύση μπορεί να δοθεί μόνο από τον πανίσχυρο IMO και τις εθνικές κυβερνήσεις για κατ’ εξαίρεση μετακινήσεις ναυτικών: «Οι εκπτώσεις στην ασφάλεια λόγω καθυστέρησης των πιστοποιήσεων σε συνδυασμό με την ψυχολογική και σωματική κούραση των πληρωμάτων δημιουργούν ένα επικίνδυνο μείγμα που δεν είναι προς το συμφέρον ούτε των πλοιοκτητών αλλά ούτε και των εργαζομένων. Το εξάμηνο συνεχούς ναυτικής υπηρεσίας δεν έχει θεσπιστεί τυχαία», υπογραμμίζει, συμπληρώνοντας πως ήδη σε ξένα πλοία έχουν σημειωθεί ακόμη και αυτοκτονίες.

Ενας πρόχειρος και συντηρητικός υπολογισμός των ελλήνων ναυτικών που επηρεάζονται άμεσα από την ιδιόμορφη κατάσταση που έχει επιβάλει η πανδημία τοποθετεί τον αριθμό τους στους 600, ωστόσο το νούμερο αυτό μπορεί να δεκαπλασιαστεί αν συνυπολογιστούν όσοι υπηρετούν σε καράβια υπό ξένες σημαίες.