Το μπούλινγκ που ο συγγραφέας δεχόταν ως παιδί ήταν μια από τις οδύνες αυτής της τρυφερής ηλικίας. Η απόρριψη της οικογένειας, της τοπικής κοινωνίας, η αγωνία της απόδρασης από το σκληρό περιβάλλον της περιφέρειας έγιναν ερεθίσματα για να ονειρεύεται τη φυγή του

Ο πίνακας που κρατάτε στα χέρια σας είναι ο τελευταίος που φτιάξατε;

Ναι. Τον ζωγράφισα για το εξώφυλλο του νέου μου βιβλίου που θα βγει το φθινόπωρο. Ο τίτλος είναι «Το κίτρινο, το άσπρο και το γκρίζο». Αφορά τη ζωής μιας 72χρονης που προσπαθεί να καταλάβει την καινούργια πραγματικότητα. Είμαι κι εγώ στην ίδια κατάσταση. Εψαχνα πάντα γύρω, ήμουν διαφορετικός.

Τι σας έκανε διαφορετικό;

Ισως κοίταζα εκεί που δεν κοιτούσαν οι άλλοι. Το ότι για παράδειγμα μπορεί να παρατηρούσα ένα παράξενο φυτό – έχω και μια μανία με τα φυτά – ή ότι δεν έκανα εύκολα φιλίες. Είχα μανία επίσης με το θέατρο και το σινεμά και βεβαίως ένα καταπληκτικό καταφύγιο: τη φαντασία. Αυτό που με έσωζε από τις δύσκολες στιγμές ήταν πάντα το ένστικτο. Είχα αυτό που λέω εγώ την «άγια διαίσθηση» – κάτι που χρησιμοποιώ και στους ήρωές μου. Ξέρετε τα βιβλία μου δεν είναι αυτοβιογραφικά, εμπεριέχουν όμως – κυρίως οι δεύτεροι ήρωές μου – πολλά στοιχεία από μένα. Αλλη μία ιδιαιτερότητα που είχα ήταν ότι πήγαινα να δω σινεμά και ήθελα ή φανταζόμουν τη συνέχεια του έργου.

Δηλαδή;

Πάντα αναρωτιόμουν τι έγιναν οι ήρωες μετά, κι ας υπήρχε ένα συγκεκριμένο τέλος – ίσως και χαρούμενο. Θυμάμαι όταν γνώρισα τον Ταχτσή για πρώτη φορά, τον ρωτούσα επίμονα «Τι απέγινε τελικά η κυρία Εκάβη; Η Νίνα παντρεύτηκε;» (σ.σ. ηρωίδες από το «Τρίτο στεφάνι»). Πάντα με ενδιέφερε το μετά, η συνέχεια της ζωής. Αυτό βέβαια γινόταν και μία αφορμή για να ψάχνω. Τελευταία για παράδειγμα, στην περίοδο της καραντίνας, ανακάλυψα πολλά βιβλία τα οποία παίρνουμε και δεν τα ανοίγουμε ποτέ. Αυτή τη συνήθεια την έχουν όσοι διαβάζουν. Ενα τέτοιο βιβλίο που δεν είχα αγγίξει ήταν «Η Λότε στη Βαϊμάρη» του Τόμας Μαν. Εδώ ο συγγραφέας κάνει αναφορά στο έργο του Γκαίτε «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου». Μέσα από τη «Λότε» ξαναθυμήθηκα όλον τον Τόμας Μαν. Το ένα με πήγε στο άλλο, το διάστημα του εγκλεισμού. Ηταν ένα ευχάριστο παιχνίδι ομολογώ που έκανε τη νέα συνθήκη λίγο πιο υποφερτή.

Σκέφτομαι αυτό που μου είπατε όταν αναφερθήκατε στη διαίσθησή σας. Υπάρχει κάποιο περιστατικό να λειτούργησε καταλυτικά;

Οταν ήμουνα έφηβος και αρρώστησα πάρα πολύ σοβαρά. Εκεί βέβαια δεν ήταν η διαίσθηση ακριβώς αλλά περισσότερο η καλή μου τύχη. Ημουν 15 ετών και νόσησα από οξεία νεφρίτιδα. Μια αρρώστια που σήμερα δεν είναι επικίνδυνη, αλλά τότε ήταν πάρα πολύ σοβαρή. Ημουν ένα παιδί πάνω στην ανάπτυξη, έπρεπε να κάνω αυστηρή δίαιτα, να μην τρέχω, να μην παίζω. Αυτό για ένα παιδί ήταν βασανιστήριο. Με ταρακούνησε όλο αυτό αλλά τελικά με ευχάριστο τρόπο. Ηταν ας πούμε μια ευκαιρία ν αλλάξουν τα πράγματα λίγο για μένα.

Δεν φοβηθήκατε;

Βρέθηκα με τον εαυτό μου και πρέπει να πω ότι με γοήτευσε η ιδέα ενός θανάτου.

Μα τι γοητευτικό βρίσκει ένα παιδί 15 ετών στον θάνατο;

Ξαφνικά είδα ότι υπήρχε ένα ενδιαφέρον για μένα. Αρχισα να έχω την προσοχή στραμμένη πάνω μου από εκεί που υπήρχε μια καχυποψία προς το άτομό μου. Η αρρώστια μου κατάφερε να τη βάλει στην άκρη. Κατάλαβα τότε, ότι ο εγκλεισμός μου ήταν μία ευκαιρία να διαβάσω πάρα πολύ, να καθορίσω κάποια πράγματα μέσα μου και τελικά αυτή η περιπέτεια να γίνει πάρα πολύ ουσιαστική για μένα. Αρχισαν να ανοίγουν σιγά σιγά κάποια άλλα παράθυρα με διαφορετική θέα.

Ηταν τόσο δύσκολη η ζωή σας εκείνη την εποχή;

Να ήταν πολύ δύσκολα χρόνια. Ως μοναχοπαίδι, γνώριζα ότι δεν ήμουν το παιδί που θα ήθελαν να είχαν οι γονείς μου. Ηταν καλοί άνθρωποι, αλλά όπως και να το κάνεις δεν ήμουν το παιδί που ένας γονιός θα τρελαινόταν να έχει.

Γιατί το λέτε αυτό; Είναι πολύ σκληρό αυτό.

Γιατί ήμουν ευαίσθητος και δεν «κολλούσα» σε πολλά πράγματα. Οι συντεταγμένες μου δεν ταίριαζαν με τις κοινωνικές συντεταγμένες της εποχής στον τόπο που ζούσα. Οι άνθρωποι θέλουν ένα πιο υγιές παιδί, αυτό το ξέρω πάρα πολύ καλά.

Τι εννοείτε;

Να ακολουθήσει κάτι συγκεκριμένο, να είναι πάρα πολύ καλός μαθητής – εγώ δεν ήμουν. Δεν με ενδιέφερε καθόλου το σχολείο. Ονειρευόμουν και τώρα παίδευσή μου στην Αθήνα. Εδώ γίνονταν και υπήρχαν όλα όσα με ενδιέφεραν: σινεμά, θέατρο, εφημερίδες.

Μετά το σχολείο ήρθατε στην Αθήνα;

Ναι για να σπουδάσω αλλά έκανα πολύ κακή εκκίνηση στην πρωτεύουσα. Απορρίφθηκα δύο φορές στην έκθεση ιδεών. Μηδενίστηκα. Αυτό ήταν άλλη μία τραυματική εμπειρία, η οποία όμως με έκανε θηρίο. Είναι το δεύτερο κομβικό στοιχείο μετά την αρρώστια μου που λειτούργησε καταλυτικά στη ζωή μου. Πείσμωσα και προσπάθησα να αποδείξω κυρίως στον εαυτό μου ότι πρέπει να επιζήσω με κάθε τρόπο. Με προβλημάτισε πάρα πολύ η αποτυχία. Απαξίωσα τον εαυτό μου, παρόλο που τα πράγματα δεν τα παίρνω και πάρα πολύ σοβαρά. Δεν είμαι τόσο φανατικός θαυμαστής θαυμαστής της ζωής. Είναι ένα μεγάλο δώρο αλλά δεν τρελαίνομαι κιόλας. Εν τοιαύτη περιπτώσει προσπάθησα να επιζήσω. Ασχολήθηκα με τη δημοσιογραφία την οποία δεν τη χρησιμοποίησα ως δούρειο ίππο για να μπω στον κόσμο του θεάτρου. Επειτα σπούδασα σχέδιο και γι’ αυτό σε πολλά έργα αργότερα έκανα τα κουστούμια και τα σκηνικά. Αργότερα εικονογραφούσα βιβλία και σήμερα ζωγραφίζω.

Τώρα κατανοώ τι εννοούσατε όταν σας ζήτησα να μου διηγηθείτε μια δύσκολη στιγμή μας και μου απαντήσατε «από αυτό άλλο τίποτε».

Μα η ζωή μου δεν ήταν καθόλου εύκολη. Ενα παιδί σε μια επαρχιακή πόλη όπως ήταν η Αλεξανδρούπολη που κοιτάζει τα πράγματα πολύ διαφορετικά δεν είναι αποδεκτό από τον περίγυρο. Θα μου πείτε εξαρτάται πώς είναι ο περίγυρος. Ομως τη δεκαετία του 1950 και του 1960 δεν ήμουν και το πιο δημοφιλές άτομο. Ημουν πολύ κλειστό παιδί και αδιάφορο. Πολύ λίγα πράγματα με ενδιέφεραν και πολύ συγκεκριμένα. Βεβαίως τους ανθρώπους που αγαπούσα και με ενδιέφεραν κατάλαβα ότι θα έχω ένα ισόβιο πένθος και θα τους κουβαλάω για πάντα μέσα μου.

Δεχθήκατε μπούλινγκ γι’ αυτό;

Βέβαια. Εχουν περάσει πολλά χρόνια και δεν θα ήθελα να τα θυμάμαι. Είναι μερικά πράγματα που πρέπει να μένουν πίσω.

Προσπαθήσατε να ενημερώσατε τους γονείς σας και τους δασκάλους σας γι’ αυτά που περνούσατε;

Και τι νόημα είχε; Δεν έδινε κανείς σημασία σε τέτοια ζητήματα, ήταν άλλες εποχές. Τους δασκάλους τους θεωρούσα ηλίθιους. Οι γονείς από την άλλη εκείνη την εποχή πήγαιναν στους δασκάλους και έλεγαν «σφάξτο». Τότε μας απειλούσαν οι γονείς με τους δασκάλους. Είχα όμως ένα τρόπο να τα ξεπερνάω μέσα από βιβλία, εφημερίδες, το θέατρο, το σινεμά.

Ολη αυτή η οδύνη στα βιβλία σας και στα έργα σας βγαίνει μέσα από το ευτράπελο.

Πράγματι. Αναδύθηκε ένας άλλος εαυτός. Ηθελα να γελάω και να περνάω καλά. Οταν έκανε ο Φελίνι το Τσίρκο κατάλαβα τη λειτουργία των κλόουν – χωρίς να παραβλέπει τη δραματική τους διάσταση. Τον διασκέδαζε αυτός ο κόσμος. Κι εγώ μέσα από την απόγνωση πάντα προσπαθούσα να βγάλω έναν χαριτωμένο λαγό.

Πότε νιώσατε δικαιωμένος για τις επιλογές σας;

Ποτέ. Οταν ένα βιβλίο μου έχει αποδοχή χαίρομαι, τίποτε παραπάνω.

Ποιο βιβλίο που διαβάσατε τελευταία σας συγκίνησε;

Του Θοδωρή Γρηγοριάδη «Τα τραγούδια του πατέρα». Τον πήρα τηλέφωνο και του το είπα.

Εσάς σας έχουν πάρει τηλέφωνο για να σας συγχαρούν;

Θυμάμαι όταν είχα γράψει το πρώτο βιβλίο «Το μεγάλο θανατικό» το 1981 πήρα ένα πολύ τρυφερό σημείωμα από έναν νεαρό που μου έλεγε πόσο του άρεσε. Ηταν ο Πέτρος Τατσόπουλος. Πολύ συγκινητικό. Επίσης όταν έβγαλα ένα άλλο περίεργο βιβλίο «Το καλοκαίρι που χάθηκε στον χειμώνα» μου έγραψε ένα απίστευτα γλυκό σημείωμα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Ποιος είναι ο αγαπημένος συγγραφέας;

Ο Γιόζεφ Ροτ γιατί ακουμπά μάλλον σε πράγματα πολύ δικά μου.

Υπάρχουν θέματα που δεν τολμάτε να αγγίξετε; Που αποφεύγετε να αντιμετωπίσετε ακόμη και μέσα στην ιστορία ενός βιβλίου;

Πολλές φορές νομίζω ότι γράφω το ίδιο βιβλίο με διαφορετικό τρόπο. Ας μείνουμε σε αυτό…